Η εθνική ομάδα κοίταξε στα μάτια την δεύτερη καλύτερη ομάδα του κόσμου, αν κρίνουμε από το πρόσφατο Μουντιάλ του Κατάρ αλλά και την γηπεδική αλήθεια, δείχνοντας ότι αξίζει βάσει της αγωνιστικής της εικόνας – βελτίωσης να κατατάσσεται ανάμεσα στις 24 ομάδες της τελικής φάσης του Euro 2024.
Η γαλανόλευκη θύμισε κάτι από τα χρόνια της ένδοξης δεκαετίας (2004-2014) όπου τα πέτυχε όλα, όχι γιατί κατάφερε κάτι σπουδαίο με την ισοπαλία κόντρα στους Γάλλους, αλλά διότι έβγαλε ξανά αυτή τη δίψα, την αυταπάρνηση, τη θέληση για κάτι μεγάλο, μετά από μια δύσκολη 8ετία όπου η λέξη αποτυχία έγινε συνώνυμο της πορείας της σε κάθε προκριματικό γύρο.
EURO 2024: Σε Τιφλίδα ή Λουξεμβούργο ο τελικός πρόκρισης για την εθνική Ελλάδας
Η αρχή έγινε μέσω του Nations League, μια διοργάνωση που εν τέλει της έδωσε το δικαίωμα παράτασης στο όνειρο και τον μεγάλο στόχο του ερχόμενου καλοκαιριού.
Η πρωτιά στον όμιλο του League C έφερε τα πρώτα χαμόγελα και άνοιξε τον δρόμο για τα μπαράζ του Μαρτίου. Η εικόνα στον δύσκολο προκριματικό όμιλο ήρθε να επαληθεύσει όλα τα παραπάνω και να δείξει την ποιότητα ενός συνόλου που αμφισβητήθηκε και σίγουρα δεν αξιοποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο από τον Γκουστάβο Πογέτ.
Η κόντρα της ΕΠΟ με τον Πογέτ και τα λάθη του Ουρουγουανού κυρίως στη διαχείριση των διαθέσιμων παικτών θα πρέπει να μείνει στην άκρη όσο γίνεται. Αν γίνεται, ας αγνοηθεί, επιτέλους για το καλό της ομάδας κι όχι των προσώπων που διαχειρίζονται τόσο καιρό τις τύχες της. Και τα αποτελέσματα, δυστυχώς, έχουν αντίκρισμα και στο χορτάρι.
Πρόκειται για μια καλή φουρνιά παικτών, με όρεξη για διάκριση και κυρίως πάθος για το εθνόσημο. Πόσο καιρό είχαμε να το δούμε αυτό. Μπορεί και τα προηγούμενα χρόνια να υπήρχε η θέληση, αλλά επισκιαζόταν από τη συνήθεια της επιτυχίας. Ήταν εμφανές ότι η εθνική είχε συμβιβαστεί με την ιδέα της αποτυχίας. Αυτό, πλέον, έχει αλλάξει. Γι’ αυτό και πάει στα μπαράζ με την ιδιότητα του φαβορί.
Μόνο στα χαρτιά, όμως. Αν τη δει… κάπως και στο γήπεδο, τότε δεδομένα θα το πληρώσει κόντρα σε Καζακστάν και Γεωργία. Για την ώρα, αφήνουμε εκτός κουβέντας το φιλότιμο Λουξεμβούργο. Όχι γιατί δεν έδειξε ικανό για την υπέρβαση, αλλά κυρίως γιατί αν η Ελλάδα βρεθεί σε θέση να παίζει το εισιτήριο για το Euro και τελικά το χάσει από το Λουξεμβούργο, τότε καλύτερα να επιστρέψει πίσω στη μιζέρια του 2016, όταν έχανε μέχρι και από τα Νησιά Φερόε.
Υπάρχει αγωνιστική εξήγηση για τον σεβασμό που οφείλουμε να δείξουμε σε Γεωργία και Καζακστάν.
Οι Καζάκοι δεν έφτασαν τυχαία ως εδώ. Ομάδα που εδώ και χρόνια έχει τον ίδιο κορμό παικτών, με μέσο όρο ηλικίας τα 28 έτη. Δεν τους λες και άπειρους. Οι περισσότεροι παίκτες της εξάλλου είτε αγωνίζονται στο εξωτερικό είτε είναι οι αστέρες στο πρωτάθλημα της χώρας τους. Έφτασε μέχρι τα μπαράζ και για πρώτη φορά στην ιστορία του έχει τη χρυσή ευκαιρία παρουσίας σε τελική φάση Euro. Και μόνο το κίνητρο που έχουν, αρκεί, ώστε ο Πογέτ και οι παίκτες του να μην τους υποτιμήσουν. Χαμηλό εμπόδιο, σε αυτή τη φάση που έχουμε φτάσει, δεν υπάρχει. Ας κοιτάξουμε την αλήθεια στα μάτια.
Όσο για τη Γεωργία, όσοι επιλέγουν να στέκονται μόνο στον Κβαρατσχέλια, σίγουρα δεν έχουν παρακολουθήσει ούτε ένα παιχνίδι της. Ναι, ο σταρ της Νάπολι είναι το σημείο αναφοράς στην επίθεση της ομάδας, αλλά όπως είπε και ο ίδιος πρόσφατα, το μυστικό της ομάδας εντοπίζεται αλλού. Ομοιογένεια είναι η λέξη κλειδί.
Εμείς θα προσθέσουμε και την σταθερότητα. Ομάδα που δέχεται σταθερά 1,5 γκολ ανά αγώνα (τουλάχιστον στα προκριματικά και το Nations League) και έχει μάθει να μην γίνεται σάκος του μποξ κόντρα στους μεγάλους, παίζοντας πάντα με ένα ξεκάθαρο πλάνο ανεξαρτήτου αντιπάλου, της βγάζεις το καπέλο. Η Γεωργία δεν έχει πια φόβο στο παιχνίδι της. Παίζει με άλλον αέρα, έχει βρει αυτοπεποίθηση στην επίθεση, αν και όλα ξεκινούν από την άμυνα, όπου βασίζει πολλά ειδικά σε ματς όπως αυτά που θα κληθεί να παίξει τον Μάρτιο. Ζωής και θανάτου.
Η Γεωργία είναι ο μποξέρ που όσα χτυπήματα κι αν δεχθεί, θα μείνει όρθιος. Μπορεί στο τέλος να ηττηθεί, αλλά θα έχει να λέει ότι έμεινε στα πόδια του. Άρα, δεν είναι μόνο ο Κβαρατσχέλια που θα πρέπει να ανησυχεί την εθνική.
Η Ελλάδα μπορεί και το πιστεύει. Αλλά, όσο το θέλει αυτή, το θέλουν και οι άλλοι τρεις. Κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, γιατί συνήθως η θέληση και το πάθος κρίνουν αυτά τα παιχνίδια κι όχι η θέση στο ranking της UEFA και οι επιτυχίες του παρελθόντος.