14.3 C
Athens

Champions League: Η κρίση (του κορωνοϊού) δημιούργησε ευκαιρίες

Ένας από τους λόγους που έγινε το ποδόσφαιρο περισσότερο αγαπητό από οποιοδήποτε άλλο σπορ στον κόσμο, έχει να κάνει με αυτό που λαϊκά και κωδικοποιημένα περιγράφουμε ως «έκπληξη». Δηλαδή, την αυξημένη δυνατότητα – ή το δικαίωμα, επιλέξτε όποια έννοια σας ταιριάζει – που παρέχει στο αουτσάιντερ η φύση του σπορ προκειμένου να νικήσει το φαβορί.

Με τα χρόνια, αυτή η δυνατότητα άρχισε να εξαλείφεται και ειδικά σε κορυφαίο επίπεδο συλλόγων να τείνει προς εξαφάνιση. Εκείνοι που πρόλαβαν την προ Μποσμάν εποχή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου μπορούν να κατανοήσουν πλήρως τις διαφορές. Οι αλλαγές/επιπτώσεις από εκείνη τη δικαστική απόφαση κι έπειτα ήταν τρομακτικά βίαιες: δε χρειάστηκε καν να περάσουν δέκα χρόνια μέχρι οι «μικροί» και «φτωχοί» να δουν τις πιθανότητές τους να αφανίζονται σε ό,τι έχει να κάνει με το σημαντικότερο τρόπαιο της Ευρώπης.

Από τη στιγμή που απελευθερώθηκε ο αριθμός των κοινοτικών και ξεχείλωσε εκείνος όσων προέρχονταν από χώρες εκτός Ε.Ε., ήταν θέμα χρόνου μέχρι να κυριαρχήσουν απόλυτα οι ομάδες με μεγάλη αγοραστική ικανότητα. Ως τότε, η μοναδική ομάδα που είχε… δικαίωμα να εμφανίζεται με εννιά «ξένους» σε τελικό Πρωταθλητριών ήταν η Λίβερπουλ: τέσσερις Σκωτσέζοι (ή… Σκώτοι, όπως έλεγε ο μέγας Μανόλο Μαυρομάτης), τρεις Ιρλανδοί, ένας Ουαλός, ένας… Ζιμπαμπουΐνος (ο τσαρλατάνος Μπρους Γκρόμπελαρ) και μόλις δυο Άγγλοι (Γουόλς και Φιλ Νιλ).

Το ρεκόρ το έσπασε η Ίντερ του Μουρίνιο το 2010. Κόντρα στην Μπάγερν, οι Πορτογάλος παρέταξε έντεκα ξένους, έβαλε άλλους δυο κατά τη διάρκεια του ματς και μόλις στο 92’ μπήκε ο μοναδικός Ιταλός της βραδιάς, ο αξιότιμος (τρόπος του λέγειν) κύριος Μάρκο Ματεράτσι. Προφανώς τιμής ένεκεν και για να μην περάσει η Ίντερ στην ιστορία ως η μοναδική ομάδα που αγωνίστηκε σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ χωρίς έστω έναν γηγενή.

Μέχρι να προκύψει η αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας των ευρωπαϊκών συλλόγων, κάθε σύλλογος έπρεπε να κάνει μια πολύ αυστηρή επιλογή. Με ταβάνι τους δυο ή τους τρεις ξένους, αυτό σήμαινε ότι η Ουντινέζε είχε τη δυνατότητα να πάρει τον Ζίκο, η Ρόμα τον Φαλκάο και τον Τονίνιο Σερέζο, η Βερόνα (πρωταθλήτρια το 1985) τον Έλκιερ και τον Μπρίγκελ, η Μαρσέιγ τον Φραντσέσκολι. Ακόμα και ο Ολυμπιακός μπορούσε να πάρει τον Ντέταρι, ένας από τους κορυφαίους παίκτες της Ευρώπης. Έστω, με τα «λεφτά» του Κοσκωτά. Σάμπως η Νάπολι (τότε με ένα πρωτάθλημα λιγότερο από την ΑΕΛ) είχε από μόνη της την οικονομική δυνατότητα να πραγματοποιήσει την ακριβότερη μεταγραφή του κόσμου στο πρόσωπο του Μαραντόνα;

Η απελευθέρωση των κοινοτικών (αρχικά) έδωσε τη δυνατότητα σε όλους τους αξιοπρεπείς παίκτες να αναζητήσουν την τύχη τους σε μεγαλύτερα πρωταθλήματα ή/και σε ισχυρότερους οικονομικά συλλόγους. Σιγά – σιγά, δηλαδή γρήγορα – γρήγορα, αυτό σήμαινε πως ένας τύπος με εκατομμύρια για πέταμα θα μπορούσε σχεδόν μέσα σε μια νύχτα να δημιουργήσει μια ομάδα πρωταθλητισμού σχεδόν από το πουθενά. Ο πρώτος χρονικά που το εφάρμοσε αυτό ήταν ο σύντροφος Αμπράμοβιτς. Μέσα σε τρία χρόνια, η Τσέλσι είχε πάρει δυο πρωταθλήματα, ένα παραπάνω απ’ όσα είχε κατακτήσει σε ολόκληρη την ιστορία της. Και μετά πλάκωσαν οι Άραβες, οι Αμερικανοί, οι Κινέζοι, οι Ταϊλανδοί και πάει λέγοντας.

Το τελειωτικό χτύπημα στις ήδη λιγοστές πιθανότητες μιας «έκπληξης» το έδωσε η ίδια η UEFA, μετατρέποντας το Τσάμπιονς Λιγκ ουσιαστικά σε κλειστή λίγκα των 4+1 (στο +1 η Γαλλία) μεγάλων πρωταθλημάτων. Πλέον, για να φτάσει στα νοκ άουτ μια ομάδα όπως ο Ολυμπιακός, θα πρέπει να έχει ήδη κάνει απανωτές υπερβάσεις. Αν όχι από τα προκριματικά, τότε σίγουρα στον όμιλο. Πώς να καβαλήσεις την Μπάγερν και την Τότεναμ, την Μπαρτσελόνα και τη Γιουβέντους, τη Γιουβέντους και την Ατλέτικο ή δυο εκ των Άρσεναλ, Ντόρτμουντ και Μαρσέιγ; Όχι μια, δυο.

Από εκείνο το Πόρτο – Μονακό του 2004 μοιάζει να έχουν περάσει πολλές δεκαετίες. Περισσότερες και από το Ελλάδα – Πορτογαλία που έγινε λίγες εβδομάδες αργότερα. Με το σύστημα διεξαγωγής που επέλεξε ειδικά τα τελευταία χρόνια, η UEFA ουσιαστικά απαγόρευσε σε ομάδες «δεύτερης ταχύτητας» να έχουν βλέψεις για μια θέση στον τελικό ή έστω στον ημιτελικό. Για τον τελικό δεν το συζητάμε καν: εδώ και 16 χρόνια έχουμε φιναλίστ μόνο από το BIG 4 και πριν το Πόρτο – Μονακό ήταν ο μεγάλος Άγιαξ του Φαν Χάαλ που κατάφερε να φτάσει ως το τέλος (1996), προτού αρχίσουν να φεύγουν μαζικά για Ιταλία και Ισπανία τα αστέρια του. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν που ξεκίνησε να εφαρμόζεται ο «νόμος Μποσμάν», ο οποίος έσπασε τα δεσμά των ποδοσφαιριστών αλλά ταυτόχρονα καταδίκασε τις ομάδες που παρήγαγαν παίκτες, προς όφελος των παρασιτικών θηρίων με τα τεράστια πορτοφόλια…

Αν ανατρέξουμε στην προ Μποσμάν 20ετία, εκτός από τους εκπροσώπους του BIG 4 θα συναντήσουμε φιναλίστ από τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία, το Βέλγιο, τη Σουηδία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία και την Ολλανδία (όχι μόνο τον Άγιαξ, αλλά και την πρωταθλήτρια Ευρώπης του 1988, Αϊντχόφεν). Η απουσία – τιμωρία των αγγλικών συλλόγων στερούσε μια, άντε δυο ομάδες (αν η κούπα είχε καταλήξει σε χέρια που δεν είχαν πάρει το πρωτάθλημα την ίδια σεζόν) από το Πρωταθλητριών, χωρίς αυτό να μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερη αλλοίωση.

Η πρόκριση της Λιόν αλλά και το παραλίγο έπος της Αταλάντα, θύμισαν σε μας που προλάβαμε να ζήσουμε τη δεκαετία του ’80, κάτι από τα συναισθήματα εκείνης της εποχής. Τότε που υπήρχαν ακόμη «σχολές» και που ο πρωταθλητής κάθε χώρας είχε κάτι να συνεισφέρει στο Πρωταθλητριών. Εννοείται πως και τότε υπήρχαν ελαττώματα στον τρόπο διεξαγωγής: λίγο τυχερούλης να ήσουν, μπορούσες να φτάσεις ακόμα και στον ημιτελικό δίχως να έχεις παίξει με κάποιο βαρύ όνομα. Όπως συνέβη στην περίπτωση του Παναθηναϊκού τη σεζόν 1995/96, που βγήκε από όμιλο με Πόρτο, Ναντ και Άαλμποργκ και στη συνέχεια απέκλεισε τη Λέγκια στα προημιτελικά για να πέσει πάνω στον Άγιαξ. Οι απίθανοι Δανοί είχαν πάρει τη θέση της Ντιναμό Κιέβου, η οποία νίκησε μόνο 1-0 τους Πράσινους στην πρεμιέρα, προτού επινοηθεί η ιστορία με τις γούνες και τη δωροδοκία.

Η ίδια η UEFA πήρε πίσω τον τριετή αποκλεισμό λίγους μήνες αργότερα, αλλά η ζημιά για εκείνη την ομάδα που μπορούσε να φτάσει πολύ ψηλά, είχε ήδη γίνει. Και βέβαια, βασικός ευνοημένος της υπόθεσης ήταν ο Παναθηναϊκός…

Όπως και να ‘χει, έχοντας ζήσει και τις δυο εποχές, είμαι βέβαιος πως τα προτερήματα εκείνης της «πρωτόγονης» ήταν περισσότερα. Ακόμα κι αν είχες τον Μπερλουσκόνι πρόεδρο και σου έφερνε τους τρεις τεράστιους Ολλανδούς, θα έπρεπε να υπάρχουν κάμποσοι ικανότατοι γηγενείς που θα μπορούσαν να στηρίξουν το πρότζεκτ.

Έτσι όπως έχει γίνει το πράγμα, ίσως η διεξαγωγή ενός final 8 από επιλογή και όχι από ανάγκη, να έδινε νέο ενδιαφέρον στη διοργάνωση. Αφού δεν υπάρχει πρόθεση να περιοριστεί η ασυδοσία των θηρίων (είδατε τι έγινε με την ανατροπή της τιμωρίας της Σίτι), τουλάχιστον ας δοθεί με αυτόν τον τρόπο η δυνατότητα στους «μικρούς» που φτάνουν ως τα προημιτελικά, να διεκδικήσουν την έκπληξη με λίγες παραπάνω πιθανότητες. Αυτές που προσφέρει μια μονή αναμέτρηση, όπου το φαβορί μπορεί να πληρώσει μια κακή βραδιά και να δώσει χώρο σε μια όμορφη ιστορία σαν κι εκείνες που γίνονται όλο και πιο σπάνιες όσο περνούν τα χρόνια.

Μέσα σε μια προκαθορισμένη εβδομάδα στην οποία δεν θα περιλαμβάνονται εγχώριες διοργανώσεις, η UEFA θα μπορούσε να ορίζει μια πραγματική ποδοσφαιρική γιορτή, ένα ετήσιο μίνι μουντιάλ που θα έδινε τη δυνατότητα σε χιλιάδες φιλάθλους να ζήσουν κάποια ή ακόμα και όλα τα ματς της τελικής φάσης αν το βαστάει η τσέπη τους. Η Αγγλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Πολωνία και κάμποσες ακόμη ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν με άνεση να αναλάβουν τη σχετική διοργάνωση όταν με το καλό μας αφήσει στην ησυχία μας ο κορωνοϊός.

Κάπου εκεί όμως, θα μπορούσε να γίνει και ένα πραγματικό άνοιγμα, σαν αυτό που επιχειρεί – κατ’ εμέ με λάθος τρόπο – η UEFA. Για σκεφτείτε ένα final 8 του Champions League σε μεξικάνικο, αργεντίνικο ή βραζιλιάνικο έδαφος. Αν όχι κάθε χρόνο, έστω ανά διετία, στις χρονιές που δεν περιλαμβάνουν Euro ή μουντιάλ.

Ο Τσέφεριν έκανε λόγο για δυσκολία στις ημερομηνίες, όμως δεν τον πιστεύει κανείς. Μόνο για μια σχετική απώλεια εσόδων θα μπορούσε να γίνει λόγος κι αυτή από πλευράς συλλόγων. Νομίζω όμως ότι τα κέρδη τους θα ήταν πολύ μεγαλύτερα μακροπρόθεσμα, οικονομικά και όχι μόνο. Και να μην ήταν βέβαια, μικρό το κακό μπροστά στην αναζοπύρωση του ενδιαφέροντος αλλά και στο άνοιγμα σε πιθανές εκπλήξεις. Αν η UEFA νοιάζεται όντως για το ποδόσφαιρο και για την τόνωση του σε εθνικό επίπεδο (και όχι μόνο για τις 4+1 μεγάλες λίγκες), η έμφαση στην «ευκαιρία» και στην έκπληξη είναι μονόδρομος…

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς