Πάντα, μετά το ψυχολογικό άδειασμα ακολουθούν οι σκέψεις με καθαρό μυαλό, η αντιμετώπιση της αλήθειας και η διαχείριση των συναισθημάτων. Άλλες φορές πιο εύκολο, άλλες επώδυνο όσο δεν πάει. Είναι, όμως, κι αυτές που πλέον ξέρεις πώς να τις κοιτάξεις στα μάτια. Έμαθες. Δεν άλλαξες. Και το αποτέλεσμα: το ίδιο. «Φτου κι απ’ την αρχή».
Η ιστορία για την εθνική Ελλάδας ανήκει -δυστυχώς- τα τελευταία χρόνια, στο τελευταίο κομμάτι της εισαγωγικής πρότασης. Και λέμε δυστυχώς, γιατί το εύκολα και το επώδυνα σημαίνει ότι ό,τι κι αν έγινε, ήταν αποτέλεσμα της μίας βραδιάς. Στην περίπτωση της «γαλανόλευκης», αυτές οι βραδιές είναι συνεχόμενες από το 2015 και μετά. Και μοιραία, αρχίζουμε να συνηθίζουμε στην πίκρα και στα σχέδια της «επόμενης μέρας».
Πολύ γενικολογία, όμως, πάμε και στην ουσία του πράγματος. Η Ελλάδα απέτυχε στην Τιφλίδα. Δεν είναι «βαρύς», ούτε κι άδικος ο χαρακτηρισμός. Την λέξη πιο συγκεκριμένα τον όρο «αποτυχία» τον συνοδεύουν συναισθήματα, προσπάθειες, λάθη, δάκρυα, χαρές, λύπες και στο τέλος ένα μεγάλο «αχ». Τι να το κάνεις το «όχι έτσι» ή το «αν έμπαινε η κεφαλιά του Μαυροπάνου…». Έχει άλλη χάρη να τα βάζεις με την αλήθεια, την οποία η εθνική σαν οργανισμός έχει μάθει να κρύβει κάτω από το χαλάκι τα τελευταία (τουλάχιστον) οκτώ χρόνια.
Βαρύ το κλίμα στην εθνική: Ξέσπασαν σε κλάματα στα αποδυτήρια οι Έλληνες διεθνείς
Οι παίκτες είναι οι τελευταίοι που φταίνε. Για την ακρίβεια, δεν φταίνε καν για το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ. Τα πέναλτι μπαίνουν και χάνονται, είναι βέβαιο πως περισσότερο απ’ όλους μας το ήθελαν ο Μπακασέτας, ο Γιακουμάκης, ο Μασούρας, ο Πέλκας, ο Μάνταλος, ο Βλαχοδήμος και τα άλλα παιδιά. Άλλωστε, το έδειξαν, δεν έμειναν στα λόγια. Σίγουρα, θα μπορούσαν να το τελειώσουν στα 120 λεπτά, είχαν την παραπάνω ποιότητα και εμπειρία για να το κάνουν. Αλλά σε τέτοια ματς, τις περισσότερες φορές το πλάνο και η τακτική πάει στράφι, αυτά τα ματς τα κερδίζεις με καρδιά, τύχη και λίγη τρέλα.
Δεν υστέρησαν κάπου οι διεθνείς σε αγωνιστικό επίπεδο. Όσο μπορούσαν, αυτό έπαιξαν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Τιφλίδα ήταν μόλις το πρώτο παιχνίδι στο οποίο η Ελλάδα παρατάχθηκε με την ίδια ενδεκάδα σε δεύτερο σερί ματς. Πού να τη βρει τη σταθερότητα, πού να κρατήσει τη χημεία. Στην πραγματικότητα, αν και οι αντίπαλοι στην πλειοψηφία τους ήταν χαμηλής δυναμικότητας, η εθνική τα έβαλε με τον ίδιο τον εαυτό της και λίγο έλειψε να τον κερδίσει. Όλα όσα συνέβησαν γύρω της, ήταν απαγορευτικά για ομάδα που θέλει να επιστρέψει σε μεγάλη διοργάνωση μετά από 10 χρόνια.
Αξίζει εδώ να βάλουμε μία παρένθεση για να αναφερθούμε και στον αντίπαλο, γιατί δεν έπαιζε μόνο η Ελλάδα του παρόντος με αυτή του παρελθόντος. Ήταν η Γεωργία αυτή που πήρε το ιστορικό εισιτήριο για το πρώτη της Euro. Μία ομάδα που δεν ήρθε από το πουθενά. Τα τελευταία χρόνια χτίζει το ποδοσφαιρικό της «εγώ» έχοντας εξαιρετικές υποδομές, έναν προπονητή που πίστεψε από την πρώτη στιγμή και την καλύτερη φουρνιά παικτών της με έναν ηγέτη που δεν είναι ο σόουμαν, αλλά η τέλεια κορυφή της γεωργιανής πυραμίδας.
Αυτό είναι η Γεωργία. Μία πυραμίδα που στη βάση της έβαλε τη σωστή οργάνωση και από πάνω τη στελέχωσε με παίκτες που παίζουν σε μεγάλα πρωταθλήματα, στην πιο ώριμη φάση της καριέρας τους, έναν προπονητή που έχει μάθει στον πρωταθλητισμό και μία Ομοσπονδία που τους προσέφερε ό,τι ζήτησαν. Δεν τους έταξε και κάνα παχυλό πριμ για την πρόκριση, να μου πείτε. Έκανε όμως όλα τα υπόλοιπα σωστά. Και η δικαίωση ήρθε, κόντρα στην ομάδα που οργανωτικά υστερούσε κατά πολύ, όσο κι αν προσπάθησε να το κρύψει.
Θα μου πείτε, τα γράφεις τώρα στον αποκλεισμό, τώρα είναι αργά. Η αλήθεια είναι ότι παρά τα προβλήματα άπαντες πίστευαν σε αυτή την πρόκριση. Ήταν χρυσή ευκαιρία, αν και δεν θα έλυνε τα προβλήματα σε όλα τα κομμάτια της ομάδας. Θα ήταν μία αγωνιστική επιτυχία, επιστροφής στην κανονικότητα της 14ετίας από το 2000 μέχρι το 2014. Μέχρι εκεί. Ήθελε και θέλει πολλή δουλειά κι αρκετές αλλαγές για να αλλάξουμε, όντως, σελίδα.
Πογέτ: Ήταν προνόμιο που ήμουν σε αυτή την ομάδα, δεν θέλω να μιλήσω για το μέλλον
Ο Γκουστάβο Πογέτ ήρθε για να κάνει ό,τι κανείς προκάτοχός του δεν κατάφερε τα προηγούμενα χρόνια. Δούλεψε, το πίστεψε, το ήθελε κι ίσως δέχθηκε παραπάνω αρνητική κριτική απ’ ό,τι τού αναλογούσε, κυρίως για τις κλήσεις και το θέμα με τον Φορτούνη.
Στο τέλος -όπως όλα δείχνουν- αυτού του κύκλου, ο Ουρουγουανός θα πρέπει να κριθεί κυρίως για το γεγονός πως δεν κατάφερε να φτιάξει αυτή την σταθερή ενδεκάδα στο μυαλό του νωρίτερα. Για όλα τα υπόλοιπα ή τουλάχιστον για την πλειοψηφία των προβλημάτων, η ευθύνη βαραίνει άλλους.
Η ΕΠΟ του Μπαλτάκου και των υπολοίπων έχει κάνει πολλά λάθη την τελευταία 8ετία κι αυτά ακόμα τα πληρώνουμε. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο αν επιθυμεί να τα διορθώσει. Για την ώρα, παραμένουμε στο ίδιο έργο θεατές. Μόνο η εικόνα στο χορτάρι άλλαξε και μας έδωσε αυτή την ελπίδα, που η μία ανάγνωση είναι ότι «θάφτηκε» στον αγωνιστικό χώρο του «Boris Paichadze» και η άλλη ότι την 26η Μαρτίου μπήκαν οι βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα.
Σαν ρομαντικοί, θα μείνουμε στο δεύτερο. Σαν ρεαλιστές, θα πρέπει να κοιτάξουμε στα μάτια και τα δύο σενάρια και να κρίνουμε ξανά σε λίγους μήνες από σήμερα…
Το ποδόσφαιρο μάς έδωσε μία ευκαιρία, αλλά ταυτόχρονα την έδωσε και στους Γεωργιανούς.
Εμείς δεν την αξιοποιήσαμε και η ανηφόρα συνεχίζεται -δεν σταμάτησε και ποτέ-. Αυτοί ζουν την ιστορία και πάνε Γερμανία. Όχι άδικα. Το «κρίμα», για άλλη μία φορά, είναι όλο δικό μας. Αλλά αν μείνουμε σε αυτό, ζήτω που καήκαμε.