23.8 C
Athens

Εφυγε από τη ζωή ο Μάνος Ελευθερίου

Ο σπουδαίος ποιητής, πεζογράφος και στιχουργός συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής και μας χάρισε κάποια από τα σπουδαιότερα τραγούδια που έχουμε τραγουδήσει

«Ενας γλυκός άνθρωπος, με γλυκόπικρα λόγια», ο Κύριος Μάνος Ελευθερίου, δεν κατοικεί πια εδώ. Εφυγε τα ξημερώματα από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 80 ετών και άφησε την Ελλάδα φτωχότερη.

Μια τεράστια απώλεια για τον πολιτισμό, την τέχνη και τη μουσική, καθώς υπήρξε ποιητής, πεζογράφος και στιχουργός, «υπεύθυνος» για κάποια από τα μεγαλύτερα διαμάντια της ελληνικής δισκογραφίας, για τραγούδια που αγαπήσαμε, τραγουδήσαμε, ανατριχιάσαμε και βουρκώσαμε από τη δύναμή τους, αφού μας άγγιξαν βαθιά στην ψυχή.

Οι στίχοι του δεν «αμπαλάριζαν» καταστάσεις. Εβλεπαν τα πράγματα όπως ακριβώς ήταν, χάρη στην αμεσότητα του λόγου του, χάρη σε αυτή την ικανότητα της βαθιάς ματιάς του μέσα στις ανθρώπινες καταστάσεις.

Και μπορεί οι περισσότεροι από εμάς να μην έχουμε διαβάσει τα διηγήματα και τα ποιήματά του, έχουμε όλοι όμως τραγουδήσει τους στίχους τους, καθώς αυτός «ο γλυκός άνθρωπος με τα γλυκόπικρα λόγια» κρύβεται «πίσω από την μαρκίζα» της επιτυχίας πολλών και μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, που όλοι έχουμε κάποια στιγμή ψιθυρίσει ή και κραυγάσει κάποιες φορές, αφού τόσο πολύ ταυτιστήκαμε μαζί τους.

H υπέροχη μουσική κάποιων εκ των κορυφαίων μουσικοσυνθετών της χώρας με τους οποίους συνεργάστηκε πήρε σάρκα και οστά, ζωντάνεψε και απογειώθηκε χάρη στη δύναμη του δικού του μαεστρικού, μέσα στην απλότητά του, λόγου.

«Παραπονεμένα λόγια», «Η διαθήκη», «Στων αγγέλων τα μπουζούκια», «Οι ελεύθεροι κι ωραίοι», «Κάτω από τη μαρκίζα», «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα», «Σ’ αυτή τη γειτονιά», «Στα χρόνια της Υπομονής», «Ο χάρος βγήκε παγανιά», «Σου γράφω πρώτη του Δεκέμβρη», «Η Σούστα πήγαινε μπροστά», είναι μερικά μόνο από αυτά.

Ο Μάνος Ελευθερίου έχει γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα, μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια. Παράλληλα έχει εργαστεί ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός.

Ο ίδιος θα πει σε συνέντευξή του για τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο: «Βίωσα την έλλειψη αγαθών μικρός. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, μηχανικός σε ποντοπόρα πλοία. Τον γνώρισα σε μεγάλη ηλικία, μετά τον πόλεμο και περάσαμε μια πολύ δύσκολη μεταπολεμική περίοδο στη Σύρο. Είδα, ας πούμε, γείτονες στη συνοικία που μεγάλωσα, που δεν είχαν απολύτως τίποτα. Eρχονταν και ζητούσαν από μας ένα κρεμμύδι, λίγη ζάχαρη, λίγο καφέ, λίγο λάδι. Μιλάμε για την απόλυτη ένδεια, την οποία την έχω δει, την έχω ζήσει. Τα παιδιά στο σχολείο ήταν όλα ξυπόλητα. Στο γυμνάσιο φόρεσαν παπούτσια, όσοι πήγανε. Ηταν άγρια τα πράγματα».

Αυτά τα βιώματα, την ταλαιπωρία και τις ευαισθησίες πέρασε στα ποιήματα, τα διηγήματα, αλλά και τους στίχους του. Λόγια παραπονεμένα, ενός ανθρώπου «λαβωμένου», αλλά παράλληλα εμπνευσμένου που ήξερε να χειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο τη γλώσσα και να καταθέτει στο χαρτί όσα πηγάζουν από την ψυχή.

Σε ηλικία 14 ετών έρχεται με την οικογένειά του από την Σύρο στην Αθήνα και τα πρώτα επτά χρόνια κατοικούν στο Χαλάνδρι. Το 1960 μετακομίζουν οικογενειακώς στο Νέο Ψυχικό. Το 1955 γνωρίζεται με τον Αγγελο Τερζάκη, ο οποίος τον ωθεί να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου ως ακροατής. Το 1956 γράφεται στο τμήμα θεάτρου της Σχολής Σταυράκου με καθηγητές τον Χρήστο Βαχλιώτη, Γιώργο Θεοδοσιάδη και Γρηγόρη Γρηγορίου.

Το 1960 στα Ιωάννινα όπου βρέθηκε για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία αρχίζει να γράφει θεατρικά έργα και ποιήματα. Το 1962 σε ηλικία μόλις 24 ετών δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Συνοικισμός, με δικά του χρήματα αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Την ίδια εποχή στα Ιωάννινα γράφει τους πρώτους στίχους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Τον Οκτώβριο του 1963 ξεκινά να εργάζεται στο «Reader’s Digest», όπου και παρέμεινε για τα επόμενα δεκαέξι χρόνια. Στο μεταξύ κυκλοφορούν τα δύο πρώτα του βιβλία με διηγήματα, «Το διευθυντήριο» (1964) και «Η σφαγή» (1965) για τα οποία γράφτηκαν εξαιρετικές κριτικές. Το 1964 παρουσιάζεται στην ελληνική δισκογραφία.

Συνεργάζεται με το συνθέτη Χρήστο Λεοντή, καθώς και τον Μίκη Θεοδωράκη (1967) με τον οποίο η συνεργασία διακόπηκε λόγω της Δικτατορίας. Τα συγκεκριμένα τραγούδια πρωτοκυκλοφόρησαν το 1970 στο Παρίσι. Συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση («Αγιος Φεβρουάριος», 1971) και με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον δίσκο «Θητεία» του οποίου η ηχογράφηση άρχισε το Νοέμβριο του 1973, διακόπηκε από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και τελικά κυκλοφόρησε το 1974 με την Μεταπολίτευση.

Κατά καιρούς είχε συνεργαστεί σχεδόν με όλους τους Ελληνες συνθέτες, όπως με τον συνθέτη Σταύρο Κουγιουμτζή και τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα καθώς και με το Θανάση Γκαϊφύλλια στην Ατέλειωτη Εκδρομή (1975), τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Γιώργο Χατζηνάσιο, τον Αντώνη Βαρδή και πολλούς άλλους. Παράλληλα έγραφε και εικονογραφούσε παραμύθια για παιδιά και επιμελείται την έκδοση λευκωμάτων με θέμα την Σύρο: Ενθύμιον Σύρας, Θέατρο στην Ερμούπολη κ.ά.

Την δεκαετία του ’90 αρθρογραφεί και συγχρόνως κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές στον Αθήνα 9,84 και στο Δεύτερο Πρόγραμμα.

Το 1994 εκδίδει τη πρώτη του νουβέλα με τίτλο Το άγγιγμα του χρόνου. Το 2004 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο Καιρός των Χρυσανθέμων» που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2005. Το 2013 ο Μάνος Ελευθερίου, βραβεύθηκε για την συνολική προσφορά του από την Ακαδημία Αθηνών.

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς