13.2 C
Athens

Ολυμπιακός: Χάθηκε ευκαιρία, αλλά η πρόκριση παραμένει ανοιχτή

Ο Ολυμπιακός δεν είχε ισορροπία στις γραμμές του στο Μπέργκαμο, η Αταλάντα έδειξε ότι δεν είναι άτρωτη και οι Ερυθρόλευκοι καλούνται στον επαναληπτικό να εξαντλήσουν τις υπαρκτές πιθανότητες ανατροπής και πρόκρισης - Γράφει ο Παναγιώτης Γκαραγκάνης

Ο Ολυμπιακός γνώρισε ακόμα μία «φθηνή» ήττα στην Ευρώπη, η οποία έχει εξήγηση και θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Η Αταλάντα μπορεί στην καλή της ημέρα να είναι υπερηχητική, αλλά εδώ και περίπου δύο μήνες δεν παίζει καλά και στον πρώτο αγώνα του Μπέργκαμο αποδείχθηκε ότι δεν είναι αχτύπητη. Βάσει της τακτικής προσέγγισης και διαχείρισης του πρώτου αγώνα από τον Πέδρο Μαρτίνς, το τελικό 2-1 προκαλεί ανακούφιση και αφήνει ανοιχτή την πρόκριση ενόψει της ρεβάνς (24/2).

Βέβαια, στην πρώτη σεζόν της αλλαγής του κανονισμού με την κατάργηση του εκτός έδρας γκολ, ο Ολυμπιακός έχει αποκλειστεί, ήδη, με αυτόν τον τρόπο από τα προκριματικά του Champions League (υπό το προηγούμενο καθεστώς, το 2-2 στην έδρα της Λουντογκόρετς θα έφερνε την πρόκριση, που δεν θα κρινόταν ποτέ στα πέναλτι), ενώ κινδυνεύει να μείνει εκτός των «16» του Europa League, αν και ηττήθηκε στην Ιταλία με το καλύτερο σκορ που μπορεί να χάσει μία ομάδα σε εκτός έδρας παιχνίδι της. Ο Θρύλος θέλει νίκη με δύο γκολ διαφορά, ενώ αν δεν είχε αλλάξει ο κανονισμός θα τού αρκούσε επικράτηση, απλά, με ένα γκολ…

Οι Ερυθρόλευκοι προηγήθηκαν σχετικά νωρίς (16′) με το μακρινό σουτ του Τικίνιο (ο οποίος στάθηκε τυχερός, καθώς γλίστρησε πάνω στην προσπάθειά του, αλλά ευτυχώς η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα), είχαν τις φάσεις στο πρώτο ημίχρονο για να σκοράρουν και δεύτερο γκολ, αλλά πλήρωσαν το κακό εικοσάλεπτο στο δεύτερο ημίχρονο (από το 46′ μέχρι το 65′), στο οποίο πραγματικά υπέφεραν, δεχόμενοι δύο πανομοιότυπα γκολ ύστερα από δύο κόρνερ από δεξιά και τον αντίπαλο στόπερ Τζιμσίτι να σκοράρει με το κεφάλι και το δεξί πόδι αντίστοιχα, μέσα σε δύο λεπτά (61′, 63′). Ένας κεντρικός αμυντικός, ο οποίος πέτυχε τα πρώτα δύο γκολ του στη σεζόν (στην 26η συμμετοχή του), «πλήγωσε» τους Πειραιώτες…

Κάποιες σκόρπιες σκέψεις έπειτα από τον πρώτο αγώνα με την Αταλάντα

Ο Μαρτίνς άρχισε με διάταξη 4-2-3-1 τη θητεία του στον Ολυμπιακό, η πώληση του Ποντένσε οδήγησε στην απόφαση για θωράκιση του κεντρικού άξονα και χρησιμοποίηση τριών κεντρικών μέσων (4-3-3), ενώ από την περασμένη σεζόν έχει μπει στο playbook και ο σχηματισμός με τρεις στόπερ. Ωστόσο, το βράδυ της Πέμπτης (17/2), είδαμε την απόλυτη αντίθεση (και υπερβολή) και την ομάδα να παρατάσσεται με έναν καθαρόαιμο κεντρικό μέσο σε αγώνα κορυφαίου αγωνιστικού επιπέδου και τον Αγκιμπού Καμαρά να παίζει δίπλα στο «εξάρι» Εμβιλά. Ένα καθαρό 5-4-1, που είχε σαφή προσανατολισμό να κερδηθούν μπάλες και να βγει η ομάδα στην αντεπίθεση, αξιοποιώντας κατά κύριο λόγο την ταχύτητα του Αγκιμπού και του Ονιεκούρου. Πόσο εφικτό, όμως, είναι αυτό να γίνει σε μεγάλη διάρκεια; Πώς από τους τρεις κεντρικούς μέσους φτάσαμε στον έναν στο Μπέργκαμο; Η Αταλάντα είχε την κατοχή μπάλας με το μέρος της (65%-35% συνολικά) και ο Ολυμπιακός φάνηκε ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ρυθμό του ματς από το 35′ μέχρι το 65′. Οι Πρωταθλητές Ελλάδας άντεξαν ένα «σκάρτο» ημίχρονο, έχοντας «γυμνό» το κέντρο.

Ο Πέδρο Μαρτίνς έβαλε «τρικλοποδιές» στην ομάδα και τον εαυτό του, περιμένοντας κάτι ανέφικτο: να μπορέσει να ανταποκριθεί ο Ολυμπιακός σε ένα «γεμάτο» ενενηντάλεπτο, παίζοντας με έναν καθαρόαιμο κεντρικό μέσο. Χρειάζονταν παίκτες για να κρατήσουν την μπάλα και είδαμε τη διαφορά όταν εισήλθε στον αγωνιστικό χώρο ο Μαντί, ο οποίος ελευθέρωσε τον Αγκιμπού. Ο δεύτερος είναι πιο χρήσιμος στην πίεση όταν αγωνίζεται σε πιο προωθημένο ρόλο γιατί δεν χρειάζεται να καλύψει άσκοπα μέτρα με την μπάλα. Τα «τρεξίματά» του δεν έκαναν τη διαφορά σε ρόλο «οκταριού». Δεν είναι εξτρέμ, δεν είναι δεκάρι, αλλά παίζει ανάμεσα στο «8» και το «10». Εκεί, τον θέλει ο Ολυμπιακός. Ψηλά. Να πιέζει, να κερδίζει μπάλες και να πατάει άμεσα την αντίπαλη μεγάλη περιοχή χωρίς να χάνει χρόνο και να σπαταλάει δυνάμεις.

Οι Ερυθρόλευκοι όσο άντεξαν, προσπάθησαν να ακολουθήσουν την τακτική των αντεπιθέσεων, αλλά σε τρεις περιπτώσεις οι επιλογές ήταν οι χειρότερες δυνατές κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου. Στο 12′, ο Ρέαμπτσιουκ δεν γύρισε την μπάλα όπως έπρεπε από αριστερά, με τρεις συμπαίκτες του στο «κουτί». Στο 22′, από την άλλη πλευρά, ο Λαλά είχε όλο το πεδίο μπροστά του για μία καλύτερη απόφαση (είτε σέντρα είτε «μπούκα»), αλλά η σέντρα του ήταν κακή και η ιταλική ομάδα απομάκρυνε τον κίνδυνο. Η τρίτη φάση καταγράφηκε στο 35′, με το κλέψιμο και το χαμένο τετ α τετ του Ονιεκούρου. Η ομάδα, πάντως, δεν πίεσε ιδιαίτερα στα 3/4 του αγωνιστικού χώρου, αλλά κυρίως πίσω από τη μεσαία γραμμή. Εκεί, ο Ονιεκούρου είχε συμβολή, αλλά η χαμένη ευκαιρία του στο 35′ ενδέχεται να αποδειχθεί κομβική. Δεν είναι ότι δεν σκόραρε, αλλά πως για μία ακόμα φορά το τελείωμά του ήταν άγαρμπο, κακό και δεν δικαιολογεί τα 4.500.000 που δαπανήθηκαν για την απόκτησή του.

Ο Ολυμπιακός ήταν ανώτερος μέχρι το 35ο λεπτό, αλλά από εκείνο το σημείο και μέχρι το 2-1 στο 63′ «ήπιε θάλασσα». Δέχτηκε πίεση, δεν μπορούσε να κρατήσει μπάλα και μοιραία υποχώρησε μέτρα. Ο Ελβετός διαιτητής Σαν «ανακάλυψε» ορισμένα παραπάνω φάουλ και κόρνερ από αυτά που έγιναν κανονικά υπέρ της Αταλάντα, η οποία βοηθήθηκε και από τη διπλή αλλαγή με την έναρξη στο δεύτερο μέρος, αν και δεν είχε καθαρόαιμο σέντερ φορ στη σύνθεσή της μετά την αποχώρηση του Μουριέλ, ο οποίος αγωνίστηκε στο πρώτο ημίχρονο.

Ο Ονιεκούρου κατάφερε στο καλύτερο ημίχρονο της καριέρας του στον Ολυμπιακό να προκαλέσει για μία ακόμα φορά… αγανάκτηση στους οπαδούς του. Μαζί με τους Αγκιμπού και Μασούρα, ο Νιγηριανός εξτρέμ έκανε φοβερή δουλειά στο πρώτο ημίχρονο. Με πίεση ψηλά, όπως στη φάση της μεγάλης χαμένης ευκαιρίας του, αλλά και πίεση κάτω από τη μεσαία γραμμή, κερδίζοντας μπάλες και βγαίνοντας ωραία στην κόντρα. Οι αποφάσεις του, όμως, με την μπάλα στα πόδια ήταν για ένα ακόμα παιχνίδι σοκαριστικά κακές.

Όταν μία ομάδα κερδίζει ακούραστα 13 κόρνερ, θα εκμεταλλευτεί έστω και ένα με μαθηματική ακρίβεια. Η Αταλάντα αξιοποίησε δύο κόρνερ μέσα σε ένα δίλεπτο. Σχεδόν όλα τα χτυπήματα ήταν προς το πρώτο δοκάρι για να γίνει η πρώτη επαφή και να «κοπεί» η άμυνα στα δύο. Στη φάση του 1-1, πήδηξε μόνο ο Σισέ, ενώ στο 2-1 οι Σισέ, Αγκιμπού Καμαρά και Ρέαμπτσιουκ δεν κατάφεραν να διώξουν την μπάλα από την περιοχή. Ο Ολυμπιακός έπαιξε με τρεις στόπερ και για αυτές τις φάσεις. Για να απομακρύνεται η μπάλα μακριά χωρίς δεύτερες σκέψεις. Για να καθαρίζει φάσεις στον αέρα τόσο στα κόρνερ και τα φάουλ όσο και σε κανονική ροή αγώνα. Πάντως, στο κόρνερ που οδήγησε στο 2-1, ο Σισέ έπρεπε να καθαρίσει τη φάση και να μη δώσει τόσο εύκολα μία στατική φάση στον αντίπαλο.

Στο ματς όπου ήταν υπεραπαραίτητος, ο Μπουχαλάκης μπήκε αλλαγή στο 85′. Στο Μπέργκαμο, έλειψε το κράτημα μπάλας, ο έλεγχος του ρυθμού και η ηρεμία που προσφέρει στο παιχνίδι της ομάδας. Η ισορροπία που δίνει ανάμεσα στις τρεις γραμμές. Ο Ολυμπιακός ήταν αποκομμένος γιατί πολύ απλά δεν είχε τους παίκτες στην εντεκάδα για να «κουβαλήσουν» την μπάλα και να κοντρολάρουν το ρυθμό.

Ο Μαντί Καμαρά ετοιμαζόταν να μπει στον αγωνιστικό χώρο αμέσως μετά το 1-1, αλλά χτυπήθηκε πρώτα το κόρνερ και μπήκε μετά το δεύτερο γκολ της Αταλάντα, η οποία από το 63′ και έπειτα δεν απείλησε, αλλά είχε προλάβει να κάνει τη δουλειά της. Οι Ερυθρόλευκοι δεν είχαν καθαρή ευκαιρία στο δεύτερο ημίχρονο, αλλά στο 77′ ο Αγκιμπού έπρεπε να σουτάρει στην κίνηση και να μη διστάσει χάνοντας ανεπανάληπτη ευκαιρία για να απειλήσει μετά την εκπληκτική κάθετη πάσα του Μαντί, που έβγαλε τον συμπατριώτη του σε θέση τετ α τετ.

Αδυνατώ να πιστέψω ότι ο Ελ Αραμπί θα μετατραπεί μέχρι το τέλος της σεζόν στον σέντερ φορ των 5, 10, 15 λεπτών ανά αγώνα. Όχι, δα, και ο Μαροκινός παικταράς σε ρόλο κομπάρσου επειδή δεν ανανεώνει το συμβόλαιό του.

Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά με τη διαιτητική αντιμετώπιση που τυγχάνει ο Ολυμπιακός στην Ευρώπη. Πλέον, δεν καταλογίζονται υπέρ του ούτε τα κόρνερ που κερδίζει (όπως στο 78′ μετά το σουτ του Εμβιλά).

Προφανώς και υπάρχει έδαφος για την ανατροπή. Ο Ολυμπιακός έχει κερδίσει καλύτερες ομάδες στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης». Η Αταλάντα, όμως, εκτός έδρας αποδίδει καλύτερα, βρίσκει περισσότερους χώρους και είναι «μετρ» στις αντεπιθέσεις. Η μπάλα πρέπει να προστατευτεί και να μη δίνεται αβίαστα στους αντιπάλους, όπως συνέβη στην πρόσφατη επικράτηση επί της ΑΕΚ (1-0).

ΕΥΘΕΩΣ με τον Γιώργο Χαλά Γιώργος Χαλάς