To πατριωτικό μας φρόνημα είναι προτιμότερο να το διοχετεύουμε πρωτίστως σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας (και σε πολύ πιο σοβαρά ζητήματα της κοινωνίας μας) και δευτερευόντως στον αθλητισμό. Κάποια θέματα δεν αγγίζονται και είναι ευαίσθητα για τη συντριπτική πλειοψηφία του Τύπου, αλλά εδώ είμαστε για να καταγράψουμε, απλά, την πραγματικότητα. Πάντα ενυπόγραφα.
Προφανώς και λόγω της ΣΠΟΥΔΑΙΑΣ ΧΘΕΣΙΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ για ολόκληρο τον ελληνικό λαό και της ιστορικής Εθνικής Επετείου, η ισοπαλία της Εθνικής Ελλάδας στην έδρα της Εθνικής Ισπανίας (1-1) είναι τεράστια επιτυχία, ανεξάρτητα με τον τρόπο που ήρθε και την «κακοποίηση» του ποδοσφαίρου σε δύο ολόκληρα ημίχρονα, παίζοντας για 78 λεπτά (μέχρι και την είσοδο του Γιώργου Γιακουμάκη) χωρίς κλασικό επιθετικό και με διάταξη 4-6-0.
Επειδή κάποια πράγματα συνδέονται και πρέπει να επισημαίνονται, για μία ακόμα φορά το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα είχε ιδανική διαιτησία σε ένα διεθνές ματς. Πόσο μάλλον σε ένα εκτός έδρας παιχνίδι απέναντι σε ένα ευρωπαϊκό μεγαθήριο. Ο συνειρμός ήρθε με τη μία στο μυαλό μου. Για μία ακόμα φορά, η Εθνική Ελλάδας αντιμετωπίστηκε με τον απαιτούμενο σεβασμό από τη διαιτητική ομάδα, κάτι που δεν συμβαίνει στους ευρωπαϊκούς αγώνες του Ολυμπιακού. Η «γλώσσα του σώματος» του διαιτητή Μάρκο Γκουίντα απέπνεε υπερβολικό σεβασμό προς τη φιλοξενούμενη ομάδα. Ξέχωρα, βέβαια, από το επιεικώς αμφισβητούμενο (και για μένα, ανύπαρκτο) που καταλόγισε υπέρ της Εθνικής ομάδας και το οποίο αν δινόταν υπέρ του Ολυμπιακού στην Ευρώπη ή σε κάποιο εγχώριο ματς υψηλού ενδιαφέροντος, θα αποτελούσε θέμα συζήτησης μέχρι το τέλος της σεζόν. Βασικά, θα «σφαζόμασταν» μεταξύ μας για μήνες.
Το θέμα μου είναι πως με διαιτησίες τύπου Γκουίντα ο Ολυμπιακός θα είχε προκριθεί κόντρα σε Γουλβς (πέρυσι) και Άρσεναλ (φέτος), στην προημιτελική φάση του Europa League και θα είχε την ευκαιρία να διεκδικήσει την κατάκτηση ενός ευρωπαϊκού τροπαίου. Οι Ερυθρόλευκοι αδικήθηκαν κατάφωρα και στις δύο περιπτώσεις, με τον Πολωνό Μαρτσίνιακ και τον Γερμανό Ζίμπερτ να στερούν τη δυνατότητα της ακόμα μεγαλύτερης διάκρισης και της απόλυτης αγωνιστικής υπέρβασης για τον ενδοξότερο ελληνικό σύλλογο.
Και αυτό που ενοχλεί ακόμα περισσότερο είναι πως ο συγκεκριμένος Ιταλός διαιτητής (ο Γκουίντα) είχε διαιτητεύσει τον Ολυμπιακό στην έδρα της Βικτόρια Πλζεν (23/7/2019, 0-0), σφυρίζοντας 60%-40% υπέρ της έδρας. Την 25η Μαρτίου του 2021, έκανε την απόλυτη διαιτησία για μία φιλοξενούμενη ομάδα και ένα 40%-60% κόντρα στο απόλυτο φαβορί της αναμέτρησης! Η νοοτροπία και τα κριτήρια των σφυριγμάτων του στη Γρανάδα, ήταν η ημέρα με τη νύχτα σε σχέση με το παιχνίδι κόντρα στην Πλζεν, αλλά και γενικότερα τους αγώνες του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. Έτσι, προκαλούνται εύλογες απορίες, αλλά και έντονος εκνευρισμός και μεγάλη οργή. Είναι άδικο για τον Ολυμπιακό να παίζει το ποδόσφαιρό του εντός και εκτός έδρας, και να αποτελεί όαση για την Ελλάδα στην Ευρώπη, αλλά να μην έχει ακριβοδίκαιη αντιμετώπιση από τους κομβικούς παράγοντες ενός αγώνα, όπως είναι η διαιτησία.
Για την ιστορία, η Ισπανία είχε υπέρ της την κατοχή μπάλας με το συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 77% (77%-23%). Μέτρησε 9 τελικές προσπάθειες έναντι μόλις μιας της Ελλάδας (το πέναλτι), που βρήκε το γκολ της ισοφάρισης χωρίς καν να έχει την μπάλα στην κατοχή της και υποψία απειλής προς την αντίπαλη εστία σε ολόκληρη τη διάρκεια της αναμέτρησης. Ούτε σουτ! Τα κόρνερ ήταν 3-0, ενώ το σοκαριστικό στατιστικό στοιχείο αποτυπώθηκε στις ολοκληρωμένες και επιτυχημένες πάσες: 867 οι Ισπανοί (σε 943 προσπάθειες μεταβίβασης μπάλας), 141 οι Έλληνες (σε 216 απόπειρες)! Η φράση «δεν πέρασε τη σέντρα», πήρε σάρκα και οστά στη Γρανάδα και την πρεμιέρα των προκριματικών του Μουντιάλ 2022.
Επειδή τρέφω απεριόριστο σεβασμό στον ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΣΑΒΒΑ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ, που λείπει πολύ σε όλους τους Ολυμπιακούς, όπως και σε εμένα, σταματάω κάπου εδώ. Και οι… πέτρες γνωρίζουν πια τι συμβαίνει στα υψηλά κλιμάκια της UEFA και FIFA και την αντιμετώπιση που έχει ο μοναδικός ελληνικός σύλλογος που εκπροσωπεί επάξια το ελληνικό ποδόσφαιρο στην Ευρώπη και σε διεθνές επίπεδο. Άλλωστε, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει…
Ωστόσο, κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται και να γράφονται τη στιγμή που πρέπει όσο και αν «πληγώνονται» το πατριωτικό φρόνημα και η Εθνική υπερηφάνεια ορισμένων, μόνο, βέβαια, όταν αυτά αφορούν ένα μεμονωμένο αθλητικό γεγονός είτε σε ομαδικό είτε ατομικό άθλημα και όχι στην καθημερινή «πτώχευση» (οικονομικά και ηθικά) των ιδανικών του Έλληνα και την καθημερινή εξαθλίωση, σε όλα τα επίπεδα και τις πτυχές της ζωής μας, του ιστορικότερου λαού ολόκληρης της ανθρωπότητας…