Νέες αποκαλύψεις για τη γνωστή πρώην αθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής, η οποία έχει πάρει μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η οποία συνελήφθη ανάμεσα στα 44 άτομα που συμμετείχαν σε κύκλωμα με τηλεφωνικές απάτες έρχονται στο φως.
Η 37χρονη γνωστή αθλήτρια έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 καθώς και σε μεγάλες διοργανώσεις όπου έχει κατακτήσει αρκετά μετάλλια, και είχε ένα βοηθητικό ρόλο για το κύκλωμα, σύμφωνα με την ΕΡΤ. Ο αδελφός της εκτελούσε χρέη «εισπράκτορα» για τη σπείρα τηλεφωνικών απατών, και αυτή τον βοηθούσε να ξεπλένει τα χρήματα τα οποία κέρδιζε από την εκποίηση των χρυσαφικών και των μετρητών που λάμβανε από τη δράση της σπείρας.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η αθλήτρια είναι κάτοικος των βορείων προαστίων και η εμπλοκή της προκύπτει μέσα από τις καταγεγραμμένες συνομιλίες του κυκλώματος που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.
Πάνω από 7 εκ. ευρώ η λεία τους
Σημειώνεται ότι σε αστυνομική επιχείρηση που έγινε την Πέμπτη (13/11), σε περιοχές της Αττικής και Κορινθίας, με τη συμμετοχή τουλάχιστον 400 αστυνομικών, συνελήφθησαν συνολικά 45 άτομα, από τα οποία τα 44, μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα αρχηγικά μέλη, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται άλλα 96 άτομα.
Σε βάρος των κατηγορούμενων σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, απάτες, απάτες με υπολογιστή και διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών, τετελεσμένες και σε απόπειρα, από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφία και πλαστογραφία πιστοποιητικού, αντιποίηση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, παράβαση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, τα όπλα, την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για την ευζωία των ζώων συντροφιάς, απάτη κατά του Δημοσίου, ληστεία, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων.
Όπως ανακοινώθηκε από την ΕΛΑΣ, από την έρευνα προέκυψε ότι τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2023, οι κατηγορούμενοι συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, δομημένη ιεραρχία και διακριτούς ρόλους, δραστηριοποιούμενοι στη διάπραξη απατών σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε όλη την επικράτεια, με σκοπό τον παράνομο πορισμό εισοδήματος και την επιδίωξη οικονομικού οφέλους μέσω της πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα και παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής.
Πώς δρούσε το κύκλωμα
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, η εγκληματική οργάνωση είχε το αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο, στο Ζευγολατιό Κορινθίας, που λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών, καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.
Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, ‘Ασσος, Εξαμίλια κλπ).
Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές-Φυλή (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι), προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με το «Αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο».
Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια, δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.
Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Ενδεικτικό είναι ότι καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από 40 τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (για τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων, προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.






