Κλαίει και οδύρεται η ΑΕΚ για την ποινή που της επέβαλε η Πειθαρχική Επιτροπή της Super League με αφορμή τα όσα συνέβησαν στον αγώνα με τον Ολυμπιακό. Την ίδια ώρα διακινεί διαρροές, παράγει αναρτήσεις στα social media και διοχετεύει κείμενα απαξίωσης του προέδρου της Επιτροπής Εφέσεων επαναφέροντας στον δημόσιο διάλογο υποθέσεις άλλων εποχών που κρίθηκαν οριστικά και μαζί τους και η πλήρης απαλλαγή τότε εγκαλούμενου και νυν εφέτη…
Λογικά όλα αυτά ως ένα βαθμό και ευθέως ανάλογα του ύφους και του ήθους της συγκεκριμένης ΠΑΕ, όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται και δημοσίως τα επικαλείται. Δεν είναι άλλωστε ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία ομάδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο που καταλήγει σε «ψιλοεκβιασμούς» όταν το έδαφος κρίνεται πρόσφορο.
Μόνο που το πρόβλημα της ΑΕΚ και της κάθε ανάλογης στο ελληνικό ποδόσφαιρο ΑΕΚ δεν είναι ούτε η δικαστίνα της Super League, ούτε η Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ, ούτε οι διατάξεις του πειθαρχικού Κώδικα, ούτε η ερμηνεία τους.
Για όλες τις ΑΕΚ αυτής της χώρας, που αφιονισμένες χρόνια ολόκληρα συκοφαντούσαν, συνομωτούσαν, κατήγγειλαν, δολοφονούσαν χαρακτήρες και άτομα, σχεδίαζαν και οργάνωναν την εποχή της κάθαρσης και της εξυγίανσης το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν, είναι και θα παραμένει, για όσο διάστημα δεν επιλύεται οριστικά και αμετάκλητα, ακραιφνώς πολιτικό.
Είναι η ολοσχερής, χωρίς καμία διάθεση έκπτωσης, παράδοση της οργάνωσης και της λειτουργίας του αθλήματος στις διαθέσεις του βαθέως κράτους και των κομματικών – κυβερνητικών εκδοχών του.
Είναι η υποκατάσταση, με τις ευλογίες όλων των ανάλογων με την ΑΕΚ ποδοσφαιρικών και επιχειρηματικών σχημάτων, της Ρήτρας Ανεξαρτησίας του, δηλαδή της αυτόνομης και ανεξάρτητης δόμησης και λειτουργίας του, από τις κατασταλτικές, αποκλειστικά, διαθέσεις μιας διαχρονικής κομματικό – κυβερνητικής παρεούλας (υπό όλα τα πολιτικά σχήματα), που ζήτησε και πήρε τις τύχες του ελληνικού ποδοσφαίρου στα χέρια της για να παίξει στις πλάτες του ψηφοθηρικά και «άλλου είδους» παιχνίδια, από εκείνα που μπορεί και να σε κάνουν πλούσιο, αν συγχρωτίζεσαι με τους κατάλληλους ανθρώπους.
Η ΑΕΚ πληρώνει (πριν πλήρωσαν άλλοι για πολύ λιγότερα) την απόλυτη, σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας δυτικού τύπου και ειδικά στις ανεπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, κυριαρχία κομματικών και κυβερνητικών σχηματισμών, στο πρόσωπο αρμόδιων, υποτίθεται, υπουργών, στο ποδόσφαιρο, στην ΕΠΟ και στα όργανα της.
Η ίδια η ΑΕΚ μαζί με όλη την παλιοπαρέα της κάθαρσης και της εξυγίανσης πούλησε, όσο πιο ακριβά μπορούσε, την εντιμότητα και την επάρκεια της τακτικής δικαιοσύνης σε αντίθεση με την ανεντιμότητα και την ανεπάρκεια των συνταξιούχων δικαστικών και των νομικών εν γένει. Η ίδια ζήτησε και πήρε διορισμό των τακτικών δικαστών, η ίδια αποθέωσε την δίκαιη κρίση τους και την αντικειμενικότητα τους.
Τώρα ζει το δικό της επικοινωνιακό δράμα, να πρέπει να δημιουργεί συνθήκες επικοινωνιακής αμφισβήτησης της εντιμότητας εν ενεργεία εφέτη, να επικαλείται, ψιλοεκβιάζοντας, «περσινά ξινά σταφύλια» πειθαρχικών και ποινικών διώξεων που οδήγησαν στην πλήρη αθώωση του και την ίδια ώρα να διατυπώνει την απαίτηση (που μπορεί να είναι και λογική) να ακυρωθεί η ποινή σε ένα συσχετισμό με μια, δήθεν, ανάλογη του ΠΑΟΚ.
Το λες και υπαρξιακό δράμα αυτό που συμβαίνει. Διδακτικό όμως για όλους στην Ένωση και ευρύτερα και ενδεικτικό τι παθαίνει όποιος, για χάρη πρόσκαιρων ωφελημάτων, επιτίθεται και αμφισβητεί την ίδια την ουσία της σύγχρονης οργάνωσης και λειτουργίας του ποδοσφαίρου σε όλο τον πολιτισμένο πλανήτη.