Εφυγε από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών η σπουδαία Ισπανίδα σοπράνο Μονσερά Καμπαγιέ. Η Καταλανή υψίφωνος άφησε την τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο της Βαρκελώνης, όπως μεταδίδει η El Mundo.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και ήταν καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, αυτό όμως δεν την εμπόδιζε ακόμα και έτσι να γυρίζει τον κόσμο και να τραγουδάει.
Η Μονσερά Καμπαγιέ (Montserrat Caballé, πλήρες ονοματεπώνυμο María de Montserrat Viviana Concepción Caballé i Folch) γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1933. Αποφοίτησε από το Ωδείο της Βαρκελώνης το 1954 και έκανε το επαγγελματικό ντεμπούτο της το 1956 στην Βασιλεία, στην παράσταση της όπερας Μποέμ του Τζιάκομο Πουτσίνι.
Χάρις στις μοναδικές ερμηνείες της κατάφερε τη δεκαετία του ’70 και του ’80 να εξελιχθεί σε σοπράνο διεθνούς φήμης.
Σπουδάζει πιάνο και φωνητική από την ηλικία των 6. Ολοκληρώνει τις μουσικές σπουδές της στο Ωδείο της Βαρκελώνης σε ηλικία 23 ετών. Οι δυνατότητες της φωνής της γίνονται αντιληπτές, όταν η Μονσερά Καμπαγιέ είναι ακόμη 14 ετών.
Η όπερα «La serva padrona» του Περγκολέζι είναι η πρώτη στην οποία συμμετέχει επαγγελματικά και με το τέλος της παράστασης καβγαδίζει με τον μαέστρο, ο οποίος την επιπλήττει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου το κοινό έβλεπε την πλάτη της. Του εξηγεί ότι φοβόταν και ντρεπόταν και δεν ήθελε τα βλέμματα του κόσμου να την αποσπούν από το στόχο της.
Όπως θα εξομολογηθεί αργότερα σε συνέντευξή της, αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που φοβήθηκε τόσο πολύ. Στο εξής εμφανιζόταν πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, γεμάτη αυτοπεποίθηση στις πρόβες και παντοδύναμη στη σκηνή.
Βέβαια, προηγήθηκε μια σειρά αποτυχημένων οντισιόν στην Ιταλία, αλλά δεν πτοήθηκε. Έκανε το ντεμπούτο της στην όπερα «Μποέμ» του Τζιάκομο Πουτσίνι στη Βασιλεία της Ελβετίας το 1956. Ήταν soprano lirico, η κατηγορία των γυναικών υψιφώνων με τη ζεστή, δυνατή φωνή, όχι τόσο ευέλικτη, όσο η κολορατούρα (όπως η Κάλλας), αλλά ιδανική για ρόλους ενζενί, που τελικώς την καθιέρωσαν ως «ιέρεια» του bel canto, σε έργα του Βέρντι, του Μπελίνι, του Ντονιτσέτι και του Ροσσίνι.
Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε περίπου 10 χρόνια μετά με τη «Λουκρητία Βοργία» του Ντονιτσέτι στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. Με τον Πλασίντο Ντομίνγκο και τον Πιέρο Καπουτσίλι συνεργάστηκε το 1969 στον «Ντον Κάρλο», ενσαρκώνοντας την Ελιζαμπέτα του Βαλουά και έναν χρόνο αργότερο έκανε το επίσημο ντεμπούτο της στη Σκάλα του Μιλάνου, πάλι με τη «Λουκρητία Βοργία» και ερμηνεύοντας ξανά τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Από το Covent Garden και τη Λυρική Όπερα του Σικάγο, μέχρι τις ανά τον κόσμο περιοδείες της, η Καμπαγιέ «σφραγίζει» με το μεγαλείο της φωνής της, όπερες όπως η «Νόρμα», η «Μαντάμα Μπατερφλάι», η «Τόσκα».
Αξέχαστη υπήρξε η συνεργασία της με τον Φρέντι Μέρκιουρι των Queen, στο άλμπουμ «Barcellona» που το ομότιτλο τραγούδι του συνόδευσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992. Ενα τραγούδι, όπου ο διάσημος ροκ σταρ έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, τόσο επειδή εκτιμούσε βαθύτατα την Καμπαγιέ και τον κόσμο της όπερας, όσο και γιατί φοβόταν ότι θα μπορούσε να είναι η τελευταία του δουλειά.