Τον κώδωνα του κινδύνου για τη μείωση των υδατικών πόρων στη χώρα λόγω της κλιματικής αλλαγής, το οποίο χαρακτηρίζει εξαιρετικά σοβαρό, που επιδεινώνεται συνεχώς, κρούει η καθηγήτρια Yδρολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής Ελισσάβετ Φελώνη.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Φελώνη υπογραμμίζει ότι «εάν δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα για την εξοικονόμηση νερού και τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων, η Αττική ενδέχεται να αντιμετωπίσει ξανά σοβαρά προβλήματα υδροδότησης, όπως αυτά που παρατηρήθηκαν πριν από τρεις δεκαετίες».
Περαιτέρω, δε, σημειώνει πως «για την αντιμετώπιση του προβλήματος της μείωσης των υδατικών πόρων στην Ελλάδα, απαιτείται μια ολιστική και μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα διασφαλίσει την επάρκεια του νερού για τις επόμενες δεκαετίες. Κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή παίζει η βελτίωση των υποδομών ύδρευσης και αποχέτευσης, οι οποίες πρέπει να αναβαθμιστούν άμεσα για να μειωθούν οι διαρροές νερού, που αποτελούν ακόμη σημαντικό πρόβλημα σε πολλές περιοχές».
Οι επιπτώσεις είναι έντονες
Στο ερώτημα πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα με τη μείωση των υδατικών πόρων στην ευρύτερη ελληνική επικράτεια η κ. Φελώνη τόνισε: «Το πρόβλημα με τη μείωση των υδατικών πόρων στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά σοβαρό και επιδεινώνεται συνεχώς λόγω της κλιματικής αλλαγής, της αυξημένης ζήτησης νερού και της μη ορθολογικής διαχείρισης. Οι επιπτώσεις είναι έντονες τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική Ελλάδα, με πολλές περιοχές να βρίσκονται σε ανησυχητική κατάσταση. Αυτή η κατάσταση δεν είναι καινούργια. Ήδη, από τις αρχές του 2000, η επιστημονική κοινότητα, μέσω μεγάλων ευρωπαϊκών ερευνητικών έργων, είχε προειδοποιήσει για τις σοβαρές συνέπειες, εκτιμώντας ότι οι απορροές θα μπορούσαν να μειωθούν μέχρι και 40% έως το 2050, λόγω της αύξησης των θερμοκρασιών και της μείωσης των βροχοπτώσεων».
Και συνεχίζει λέγοντας: «Η πρόσφατη παρατεταμένη περίοδος ανομβρίας, ιδιαίτερα την τελευταία διετία, έχει αναδείξει την καθυστέρηση στην επένδυση σε κρίσιμες υποδομές νερού, γεγονός που γίνεται πιο έντονο με την εξέλιξη των κλιματικών συνθηκών και την αύξηση του τουρισμού. Παρά την υιοθέτηση της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Νερά (2000/60/ΕΚ), η οποία αποτέλεσε ένα σημαντικό πρώτο βήμα, δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς η ευκαιρία για τη διαμόρφωση ενός Ενιαίου Εθνικού Σχεδίου Βιώσιμης Διαχείρισης των Υδατικών Πόρων. Ένα τέτοιο σχέδιο θα έπρεπε να εστιάζει στη βελτιστοποίηση της διαχείρισης των υφιστάμενων υποδομών, στον σχεδιασμό και την προτεραιοποίηση νέων επενδύσεων, καθώς και στην προώθηση μέτρων μη κατασκευαστικού χαρακτήρα».
SOS για την Αττική
Ο κίνδυνος είναι μεγάλος και για την Αττική και η καθηγήτρια Yδρολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής εξηγεί τις πιθανότητες που υπάρχουν να αντιμετωπίσει μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας η ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας.
«Η ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας έχει αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα λειψυδρίας στο παρελθόν, με πιο χαρακτηριστική περίοδο αυτή των αρχών της δεκαετίας του ’90. Το 1989 σημειώθηκε η μεγαλύτερη μέχρι τότε ετήσια κατανάλωση νερού (376 εκατομμύρια m³), ενώ ήδη από το προηγούμενο έτος παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των εισροών στους ταμιευτήρες, οδηγώντας σε μια σχεδόν επταετή περίοδο ξηρασίας» ανέφερε σχετικά και προσθέτει:
«Σήμερα, το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας έχει ενισχυθεί με την προσθήκη του ταμιευτήρα του Ευήνου και έχουν γίνει βελτιώσεις στα δίκτυα διανομής, καθιστώντας το σύστημα πιο ανθεκτικό σε σχέση με εκείνη την περίοδο. Παρότι η ετήσια κατανάλωση πλέον ξεπερνά τα 400 εκατομμύρια m³, η κατάσταση έχει βελτιωθεί, αλλά το πρόβλημα της λειψυδρίας παραμένει επίκαιρο, μιας και η κλιματική αλλαγή και οι αυξημένες θερμοκρασίες αυξάνουν τους κινδύνους για νέες περιόδους λειψυδρίας. Εάν δεν ληφθούν περαιτέρω μέτρα για την εξοικονόμηση νερού και τη βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων, η Αττική ενδέχεται να αντιμετωπίσει ξανά σοβαρά προβλήματα υδροδότησης, όπως αυτά που παρατηρήθηκαν πριν από τρεις δεκαετίες».
Πότε θα χτυπήσει «κόκκινο» στην πρωτεύουσα
Στο ερώτημα πότε μπορούμε να πούμε ότι θα έχει χτυπήσει «κόκκινο» για την λειψυδρία στην πρωτεύουσα η καθηγήτρια τόνισε: «Δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια πότε θα “χτυπήσει κόκκινο” η λειψυδρία στην Αθήνα, καθώς αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως οι αλλαγές του κλίματος, η διαχείριση των υδατικών πόρων και η κατανάλωση νερού. Ωστόσο, αν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν και επαληθευτούν σενάρια που προβλέπουν μείωση των βροχοπτώσεων κατά 20-30%, οι πιθανότητες για σοβαρή λειψυδρία αυξάνονται σημαντικά μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Αυτό το ενδεχόμενο θα γίνει πιο πιθανό αν δεν ληφθούν ουσιαστικά μέτρα για την εξοικονόμηση και την ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων, όπως η αναβάθμιση των υποδομών, η ενίσχυση των συστημάτων ανακύκλωσης νερού και η περαιτέρω αξιοποίησή του για χρήσεις όπως η άρδευση, και η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού για τη μείωση της κατανάλωσης».
Το πρόβλημα στα νησιά
Αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στα νησιά η κ. Φελώνη υπογράμμισε: «Η αντιμετώπιση της λειψυδρίας στα ελληνικά νησιά απαιτεί μια συνδυασμένη προσέγγιση. Η αφαλάτωση αποτελεί κεντρική λύση, καθώς η εγκατάσταση μονάδων αφαλάτωσης μπορεί να εξασφαλίσει σταθερή παροχή νερού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Για να είναι βιώσιμες, αυτές οι μονάδες θα πρέπει να λειτουργούν με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και αιολική ενέργεια».
Και συνεχίζει: «Ταυτόχρονα, η δημιουργία μικρών φραγμάτων και δεξαμενών για τη συλλογή και αποθήκευση βρόχινου νερού μπορεί να ενισχύσει την αυτονομία των νησιών, ιδιαίτερα σε περιόδους με χαμηλή βροχόπτωση. Ωστόσο, η αποδοτικότητα αυτής της λύσης εξαρτάται από τα τοπικά χαρακτηριστικά κάθε νησιού.Η διαχείριση των υπόγειων υδάτων είναι επίσης κρίσιμη. Η προστασία των υδροφόρων οριζόντων και ο έλεγχος των υπεραντλήσεων θα συμβάλλουν στη βιώσιμη χρήση των διαθέσιμων πόρων. Επίσης, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών για την εξοικονόμηση νερού, όπως τα έξυπνα συστήματα άρδευσης και η επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένου νερού, μπορεί να μειώσει την κατανάλωση και να βελτιώσει τη συνολική διαχείριση του νερού».