Η Αλεξανδρούπολη ήταν σύμφωνα με τους Financial Times το κέντρο επιχείρησης παρέμβασης των δύο Ρώσων διπλωματών που απελάθηκαν από την Ελλάδα.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας που υπογράφει η ανταποκρίτριά της στην Αθήνα, Kerin Hope, δύο πηγές με γνώση των δραστηριοτήτων υποστηρίζουν ότι οι δύο διπλωμάτες ήταν γνωστοί στην Αλεξανδρούπολη, στην οποία διαμένει μια μικρή κοινότητα Ρώσων με ελληνικές διασυνδέσεις.
Οι δύο διπλωμάτες υπενθυμίζουν οι FT κατηγορήθηκαν για συνεργασία με επιχειρηματίες, προκειμένου να δωροδοκήσουν τοπικούς κρατικούς αξιωματούχους, Ορθόδοξους μητροπολίτες, μέλη πολιτιστικών ενώσεων και ακροδεξιών οργανώσεων στη βόρεια Ελλάδα, με σκοπό να αντιταχθούν στη συμφωνία των Πρεσπών για το Σκοπιανό.
«Οι Ρώσοι ήθελαν να διαλύσουν τις διαπραγματεύσεις και γι’ αυτό αναβάθμισαν τη συνηθισμένη ανάμειξή τους στη Μακεδονία και τη Θράκη», δηλώνει ανώτερος Ελληνας διπλωμάτης στους FT. Σύμφωνα με το δημοσίευμα η μια από τις απόπειρες δωροδοκίας απέτυχε όταν Ελληνας αξιωματικός ανέφερε το περιστατικό στους ανωτέρους του.
«Για την Ελλάδα να διώξει Ρώσους αξιωματούχους είναι υπερβολικό και όχι μόνο γιατί υπάρχουν πολιτισμικοί και θρησκευτικοί δεσμοί ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Ελλάδα κυβερνάται από ένα κόμμα που κάποτε απολάμβανε των στενών δεσμών με το Κρεμλίνο», παρατηρούν οι FT και προσθέτουν μια δήλωση του Ελληνα αξιωματούχου που είπε: «Πιστεύω ότι δεν έχει προηγούμενο. Ακόμα και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, όταν ήμασταν ένα κράτος πρώτης γραμμής κατά του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η Ελλάδα είχε αποφύγει να απελάσει ανατολικοευρωπαίους διπλωμάτες».
Οι Ρώσοι διπλωμάτες πιστεύεται ότι πλήρωσαν ακροδεξιές οργανώσεις δια μέσου ενός Ελληνα επιχειρηματία. «Μπορείς να εξαγοράσεις μεγάλη στήριξη με 20-30.000 ευρώ στην Αλεξανδρούπολη, όπου η ανεργία είναι υψηλή και οι νέοι άνθρωποι είναι εξοργισμένοι με τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα», δηλώνει πηγή στους FT.
Διπλωμάτης δυτικής χώρας υποστήριξε πως επρόκειτο «για επιχείρηση που έγινε με το προπέτασμα των μακροχρόνιων πολιτιστικών δεσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρωσία και την κοινή θρησκευτική κληρονομιά».