Στο ολλανδικό VICE έδωσε συνέντευξη ο Νίκος Μαχλάς, ανοίγοντας την καρδιά του για την εξαιρετικά δύσκολη περιπέτεια υγείας του γιου του, ο οποίος υποβλήθηκε σε επέμβαση για μεταμόσχευση καρδιάς από 8χρονο δωρητή.
Αναλυτικά όσα είπε ο παλαίμαχος Έλληνας επιθετικός για την οικογένειά του και τα χρόνια του στην Ολλανδία:
Για τον γιο του: «Ο μεγάλος γιος είχε πόνους στο στήθος από τα 14. Μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι είχε ένα κληρονομικό πρόβλημα στην καρδιά. Στα 18 η κατάσταση χειροτέρεψε σε τέτοιο σημείο που μπήκε σε νοσοκομείο της Αθήνας και η καρδιά του λειτουργούσε μόλις στο 12%. Θα πέθαινε σε λίγες μέρες αν δεν γινόταν κάτι. Οι γιατροί στην Αθήνα δεν είχαν τα μέσα να τον βοηθήσουν και κανόνισαν να πάμε σε ένα νοσοκομείο στο Ανόβερο, σε έναν διάσημο ειδικό καρδιολόγο. Έπρεπε να τοποθετηθεί μία συσκευή στην καρδιά του για να μείνει στη ζωή. Στο Ανόβερο έσωσαν τη ζωή του γιου μου.
Η μεταμόσχευση ήταν η καλύτερη επιλογή για να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του. Μπήκε σε λίστα αναμονής, προσευχόμουν για έναν δωρητή κάθε μέρα, περιμένοντας το τηλεφώνημα της λύτρωσης. Κάθε πρωί σκεφτόμουν μήπως είναι σήμερα η μέρα. Στις αρχές Μαρτίου λάβαμε το λυτρωτικό τηλεφώνημα. Υπήρχε μία καρδιά για τον Γιώργο. Αργότερα μάθαμε ότι προερχόταν από ένα οκτάχρονο παιδί που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Τον θεωρούμε άγγελο – σωτήρα μας. Η μεταμόσχευση έγινε στις 16 Μαρτίου και κράτησε πάνω από οκτώ ώρες. Η πρώην σύζυγός μου και εγώ ήμασταν στην αίθουσα αναμονής, οικογένεια, φίλοι και γνωστοί προσεύχονταν. Ο άνθρωπος με το γκρίζο μούσι στη φωτογραφία που ανέβασα στο instagram είναι ο θείος μου. Είναι ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Αφρικής και ήρθε στο νοσοκομείο ειδικά για μας.
Όταν ο γιατρός είπε ότι η καρδιά του Γιώργου ήταν σταθερή, έκλαψα όπως ποτέ άλλοτε. Ένιωσα σαν να κέρδισα το Μουντιάλ και το Τσάμπιονς Λιγκ και δέκα φορές παραπάνω. Πριν από την επέμβαση ήμουν 100 χρόνων, τώρα είμαι 20. Όλα μυρίζουν καλύτερα και έχουν καλύτερη γεύση από ό,τι πριν. Ακόμα και το φαγητό του νοσοκομείου. Ο Γιώργος πρέπει να μείνει για εξετάσεις και για να δυναμώσει. Μόλις πάρουμε το πράσινο φως θα επιστρέψουμε στην Κρήτη, ελπίζουμε να έχουμε ένα ξένοιαστο καλοκαίρι. Τότε θα δω τι θα κάνω σε σχέση με τη δουλειά. Μου λείπει ένα καλοκαιρινό απόγευμα στην Κρήτη με την οικογένειά μου, σε ένα μεγάλο τραπέζι με μουσακά, ψάρι, να γελάμε μαζί, να πίνουμε και να τρώμε. Τον άνεμο και τον ήλιο στο δέρμα μου και να ηρεμώ. Δεν το έχω κάνει αυτό τρία χρόνια τώρα. Ανυπομονώ να περάσω καλά με τους γιους μου, θα ήθελα να τους πάρω στην Ολλανδία μία μέρα. Η τελευταία μου φορά στο Άρνεμ ήταν πριν από 15 χρόνια. Πέρυσι πήγα στο Άμστερνταμ, στον φίλο μου Άγγελο Χαριστέα που έχει εστιατόριο εκεί».
Για τη Φίτεσε: «Είναι η μεγάλη αγάπη μου. Πήγα εκεί από την Ελλάδα το 1996 σε έναν άγνωστο κόσμο. Ο Τέο Μπος ήταν συγκάτοικός μου στην πρώτη προετοιμασία. Μιλούσα λίγα αγγλικά. Έμαθα μικρές φράσεις όπως ”τι κάνεις;” και ”με λένε Νίκο” από τον Τέο. Στην πρώτη μου προπόνηση οι συμπαίκτες ήθελαν να με μου κάνουν τεστ. ”Στείλε τους σε μένα”, μου έλεγε ο Τέο. Ο συμπατριώτης μου Γιώργος Ζαγκότσης, που είχε τότε ελληνικό εστιατόριο στο Άρνεμ, ήταν επίσης σημαντικός για μένα. Ήταν σαν δεύτερος πατέρας μου.
Στην πρώτη χρονιά έπρεπε να βρω τον δρόμο μου. Είναι δύσκολο να δέχεσαι κριτική. Όταν σε αγοράζουν με πολλά λεφτά τότε οι απαιτήσεις είναι μεγάλες. Ο Γιώργος μου έλεγε ”ηρέμησε, θα τα καταφέρεις” και μου σέρβιρε ένα μεγάλο πιάτο φαγητό, συνήθως με πολύ κρέας. Αν δεν ήταν εκεί ο Γιώργος, δεν ξέρω αν θα τα είχα καταφέρει. Η μητέρα μου έχει ένα δωμάτιο στο σπίτι με αποκόμματα, φανέλες, φωτογραφίες και το Χρυσό Παπούτσι. Είναι ένα μικρό μουσείο. Είναι πολύ περήφανη για μένα. Όταν θέλω να επιστρέφω πίσω στον χρόνο το επισκέπτομαι. Είναι ωραία να σκέφτεσαι τις καλές στιγμές της ζωής σου. Χαμογελώ πάντα όταν σκέφτομαι τον καιρό μου στην Ολλανδία».
Για τον Άγιαξ: «Με ήθελαν η Μίλαν και η Μπάγερν, αλλά ένιωσα ότι ο Άγιαξ ήταν η καλύτερη επιλογή. Ένιωθα καλά στην Ολλανδία, και σκεφτόμουν ότι αν έπαιζα στον Άγιαξ θα ερχόταν πάλι μία μεγάλη ομάδα και θα ήμουν πλέον έτοιμος. Επίσης ήταν ιδιαίτερο για μένα γιατί έπαιζε εκεί παλιά ο Φαν Μπάστεν, για τον οποίο ήμουν τρελός όταν ήμουν παιδί. Όταν τον συνάντησα στον Άγιαξ, τον ρώτησα αν μπορούσα να έχω μία παλιά φανέλα του. Μου την υποσχέθηκε, αλλά δυστυχώς δεν την πήρα ποτέ. Μάρκο, αν το διαβάζεις αυτό, ακόμα περιμένω για τη φανέλα».