Το τι θα γράψουμε και θα πούμε εμείς που τον ζήσαμε και υπήρξαμε για μεγάλο ή μικρό διάστημα συνοδοιπόροι του, θα έχει ίσως μια κάποια αξία. Το τι πιστεύουν οι φανατικοί αναγνώστες και οπαδοί του Ολυμπιακού, σαφώς μεγαλύτερη. Για να διαπιστώσεις ωστόσο το πραγματικό μέγεθος της αξίας του Θόδωρου Νικολαΐδη, άκου και διάβασε τι λένε οι αντίπαλοί του. Μεγαλύτερο παράσημο από το να σε σέβεται και να σε αναγνωρίζει ο «εχθρός» δεν πρόκειται να υπάρξει: στην πολιτική, στον πόλεμο, στον αθλητισμό, στη ζωή…
«Ε, εντάξει, 92 χρονών ήτανε» έλεγαν απέξω τους ή από μέσα τους κάποιοι χθες, στην είδηση της απώλειας του κυρίου Θόδωρου, ανεξάρτητα από την αναγνώριση του έργου του. Η διαφορά στην περίπτωσή του είναι πως τους τιτάνες δεν τους λογαριάζεις με τα χρόνια τα ανθρώπινα. Μέχρι και τη στιγμή που εισήχθη στο νοσοκομείο πριν από λίγες εβδομάδες, ο κύριος Θόδωρος ήταν πάντα εκεί: μπροστά στην οθόνη της πρώτης σελίδας ή «αγκαλιά» με το φαξ στο ησυχαστήριό του στη Μύκονο, δίνοντας κατευθύνσεις στον Πάνο για το τι, πως και που θα πάει το κάθε θέμα. Για τους ανθρώπους που τον ζούσαν καθημερινά είτε εκ του σύνεγγυς, είτε από το τηλέφωνο, ο Νικολαΐδης δεν είχε ηλικία. Τι ηλικία άλλωστε να έχει ένα μυθολογικό πρόσωπο (όπως ο ίδιος) ή μια μεγάλη ιδέα (όπως το «ΦΩΣ» που δημιούργησε);
Από τον Σεπτέμβρη του 2003, όταν ο Παντελής Διαμαντόπουλος με «επιστράτευσε» ως νεούδι (κι ας είχα κλείσει ήδη τα 26) τότε για το τμήμα των διεθνών, μέχρι και την τελευταία μας συνομιλία, δεν μπόρεσα ποτέ να συγκεντρώσω το παραμικρό στοιχείο που θα αποδείκνυε ότι «γέρασε» έστω και μια μέρα. Απόδειξη του ότι για τον κυρ Θόδωρο δεν ίσχυαν οι ίδιοι «κανόνες». Σύμφωνα με τον «παραδοσιακό» υπολογισμό της ηλικίας, τον πρωτοείδα στα 78 και τον αποχαιρέτησα στα 92. Στην πραγματικότητα όμως, δεν πίστεψα ποτέ πως αυτή η τεράστια μορφή είχε κάποιου είδους αλισβερίσι με τον χρόνο. Από τη διαύγεια και τη μεγαλοσύνη του μέχρι τα κοστούμια και το ντεκόρ του γραφείου του: όλα ίδια και απαράλλακτα, σαν τη γη που ξέχασε ο χρόνος, όπως έλεγα πάντοτε χαριτολογώντας…
Εν ολίγοις, για όλους αυτούς και για κάμποσους ακόμη λόγους, ήμουν σχεδόν σίγουρος πως ακόμα και στα 122 του θα συζητούσαμε με την ίδια ένταση που κάναμε πάντα. Και με την ίδια κυκλοθυμία από πλευράς του που στις 30 Αυγούστου σε αποθέωνε ως «τον μεγαλύτερο συντάκτη (όχι δημοσιογράφο, συντάκτη) της Ελλάδας» και στις 31 σε «στόλιζε» κανονικότατα, υπενθυμίζοντάς σου εμμέσως ότι δεν έχεις τα περιθώρια να μείνεις για περισσότερο από 24ωρο στις «δάφνες» σου. Γιατί, πιστέψτε με, το να άκουγες μια τόσο καλή κουβέντα (έστω και με την προφανή δόση τεράστιας υπερβολής) από τον κύριο Θόδωρο, ένιωθες σαν να σε έχει παρασημοφορήσει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας…
Οι τηλεφωνικές κόντρες μας πολλές φορές έκαναν τον όροφο της φωτοσύνθεσης να τρίζουν από τις φωνές του. Αυτό ήταν το ελάχιστο τίμημα του να προσπαθείς να υψώσεις το μικρό σου ανάστημα σε έναν πραγματικό γίγαντα, όταν η άποψή σου δε συμβάδιζε με τη δική του. Εκεί που καταλάβαινες ότι στην άλλη γραμμή υπήρχε ένας μύθος, ήταν όταν μετά από πέντε – δέκα λεπτά σε έπαιρνε η Ρόη ή η Ιωάννα για να σε συνδέσει ξανά με τον κύριο Θόδωρο και τη θέση του εξοργισμένου αφεντικού σου είχε πάρει ένας πράος άνθρωπος που προσπαθούσε να σε καλοπιάσει μέχρι επιτέλους να βρείτε τη «χρυσή τομή»….
Αντί επιλόγου, μια ιστορία που αποδεικνύει πως ακόμα και στις «ανθρώπινες» διαστάσεις και στιγμές του, παρέμενε μια μυθική και άκρως μυθιστορηματική φυσιογνωμία. Κάποια στιγμή γνώρισα μέσω κοινού φίλου έναν φανατικό Ολυμπιακό που κάποτε δούλευε στο διάσημο κέντρο «Στορκ» στη Φιλελλήνων, όπου μεσουράνησε η αγαπημένη ερμηνεύτρια του κυρίου Θόδωρου, η μεγάλη Μαρινέλλα.
«Νομίζω πως ένα βράδυ ο κυρ Θόδωρος με την παρέα του έβαλαν φωτιά στο μαγαζί και άρχισαν να καίνε τα τραπέζια», μου είπε ο φίλος. Του λέω προσβεβλημένος «αποκλείεται αδερφέ, θα μπερδεύτηκες ή δε θα θυμάσαι καλά. Ο Νικολαΐδης είναι ο άρχοντας των αρχόντων». «Μαζεύτηκε» ο χριστιανός και μου λέει «τι να πω, μπορεί να έχεις δίκιο». Το ίδιο βράδυ διηγήθηκα στον κύριο Θόδωρο την «κακοήθη» ιστορία που κυκλοφορούσε για το όνομά του και το πώς «έβαλα στη θέση του αυτόν που τόλμησε να πει τέτοια πράγματα». Η απάντηση ήταν μυθική: «Μ…κας πιάστηκες! –Γιατί, κύριε Θόδωρε; -Γιατί εγώ ήμουν. –Και γιατί κύριε Θόδωρε κάψατε τα κακόμοιρα τα τραπέζια; -Γιατί είχα κέφι! Άσε που είχαν παλιώσει κιόλας και ήθελαν άλλαγμα»…
ΥΓ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε λίγες ώρες μετά την είδηση του φευγιού του κυρ Θόδωρου και δημοσιεύτηκε στο δικό του «ΦΩΣ ΤΩΝ ΣΠΟΡ». Δυο χρόνια μετά, τίποτα δεν είναι ίδιο…