Πού είχαμε μείνει; Α ναι.
«Το πρόβλημα της ομάδας στα κρίσιμα σημεία των μεγάλων αγώνων της προηγούμενης τριετίας δεν ήταν ποτέ η αμυντική λειτουργία αλλά η φανερή ανεπάρκεια στην επίθεση. Εφόσον το δείγμα είναι πλέον πολύ μεγάλο για να θεωρηθεί συγκυριακό ή μη αντιπροσωπευτικό, θα είναι εγκληματικό αν δεν επιστρατευτεί κάθε μέσο προκειμένου να μην έχουμε ρεπετισιόν για 4η χρονιά.
Περισσότερο από ποτέ, είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η στιγμή που κάθε “εγωισμός” και κάθε “καθώς πρέπει” προσέγγιση θα πρέπει να πάνε στην άκρη απ’ όλους, όπως ακριβώς συνέβη στην τελευταία φάση του τελικού της Πόλης. Ακόμα κι αν χρειαστεί να εγκαταλειφθούν προσωρινά κάποιες βασικές “αρχές”. Είτε αυτές αφορούν τον χρόνο συμμετοχής, είτε τον αριθμό προσπάθειών που παίρνει ή όχι ένας παίκτης, ακόμα και τα πρόσωπα της αρχικής πεντάδας αν αυτό είναι ικανό να βάλει στον αντίπαλο έναν παράγοντα που δεν είχε υπολογίσει εξαρχής.
Γιατί, κακά τα ψέματα, μέσα στο συνολικό αγωνιστικό μεγαλείο του, ο Ολυμπιακός του Μπαρτζώκα είναι μια ομάδα που ξέρεις πώς θα λειτουργήσει σχεδόν σε κάθε φάση, ασχέτως αν μπορείς να το αντιμετωπίσεις ή όχι. Τουλάχιστον αυτό φάνηκε στα προηγούμενα φάιναλ φορ, έστω και με τις ιδιαιτερότητες του καθενός εξ αυτών. Θεωρώ όμως ότι φέτος υπάρχουν τα εχέγγυα για μια διαφορετική “συνταγή” αν παραστεί ανάγκη».
Από τις 9 Μαΐου που γράφτηκαν τα παραπάνω μεσολάβησαν 19 μέρες – και ένα ακόμη χαμένο φάιναλ φορ. Το χειρότερο είναι πως δεν επρόκειτο για «προφητεία», αλλά για μια περιληπτική απεικόνιση όσων πήγαν στραβά στις τρεις προηγούμενες απόπειρες. Στις τρεις προστέθηκε μια τέταρτη την Παρασκευή, που συνιστά τη μακράν πιο αποτυχημένη παρουσία του Ολυμπιακού σε φάιναλ φορ στον 21ο αιώνα. Με 68 πόντους δεν μπορείς να νικήσεις σε ημιτελικό Euroleague, τουλάχιστον όχι την τελευταία 10ετία.
Αρχικώς να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή βάση τους γιατί πολύς κόσμος συχνά μπερδεύεται με το τι συνιστά αποτυχία. Αποτυχία λοιπόν δεν είναι να διεκδικείς και εντέλει να χάνεις την κούπα με ένα μπάτζετ πολύ μικρότερο από εκείνο των αντιπάλων σου. Όπως το 2022 στο Βελιγράδι όπου ο Ολυμπιακός αποκλείστηκε από την εν ενεργεία πρωταθλήτρια Ευρώπης που έδινε σε δυο παίκτες της (Μίτσιτς, Λάρκιν) τα χρήματα που κόστιζε σχεδόν ολόκληρο το ρόστερ του Μπαρτζώκα.
Το 2023 επίσης δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για αποτυχία. Πάλι με συγκεκριμένα οικονομικά δεδομένα, ο Ολυμπιακός έπαιξε ίσως το καλύτερο μπάσκετ στη σύγχρονη ιστορία της Ευρωλίγκας (έστω κι αν έφτυσε αίμα στη σειρά με τη Φενέρ) και στον τελικό έχασε από ένα απίθανο σουτ του Γιουλ και από ένα άστοχο του Σλούκα. Ο οποίος επέστρεψε στις… εργοστασιακές του ρυθμίσεις φέτος, επιβεβαιώνοντας πως η περυσινή «έκρηξη» – ειδικά στο φάιναλ φορ – ήταν η απόλυτη εξαίρεση και όχι ο μέχρι πέρυσι απαράβατος κανόνας που τον ήθελε ρολίστα σε ημιτελικούς και τελικούς. Είτε στην πρώτη του ερυθρόλευκη θητεία, είτε σε αυτή με τη φανέλα της Φενέρ, είτε στην επιστροφή του στον Ολυμπιακό.
Στο Κάουνας η απογοήτευση ήταν τεράστια, διότι όλοι είχαν πιστέψει, ειδικά μετά τον ημιτελικό με τη Μονακό, πως η κούπα δεν μπορεί να χαθεί. Απογοήτευση και αποτυχία βεβαίως, δεν συμβαδίζουν πάντα. Η Ρεάλ πήγε στη Λιθουανία χωρίς Γιαμπουσέλε και Ντεκ, όμως δίχως αυτούς είχε κάνει λίγες εβδομάδες νωρίτερα τη μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία των πλέι οφ.
Οι προσδοκίες ήταν όντως πολύ μεγάλες το 2023. Μόνο που αυτές δεν προέκυψαν από την άφιξη «παιχταράδων» ή την αύξηση του μπάτζετ αλλά μέσα από τη σκληρή καθημερινή δουλειά του Μπαρτζώκα και των παικτών του. Μια δουλειά που μετέτρεψε ένα σύνολο με μπάτζετ κοντά στη 10άδα σε απόλυτο φαβορί για την κούπα μπαίνοντας στον Μάιο.
Δυσκολεύομαι ως εκ τούτου να χαρακτηρίσω «αποτυχία» μια υπέρβαση που έφτασε ένα σουτ μακριά από την υλοποίησή της. Θα ήταν αποτυχία αν το πεταχτάρι του Πρίντεζη έβρισκε το σίδερο αντί για το διχτάκι; Ή μήπως θα στήναμε κρεμάλες αν χανόταν ο τελικός στο Λονδίνο; Για το περσινό φάιναλ φορ δεν γίνεται καν συζήτηση, οπότε φτάνουμε στο Άμπου Ντάμπι.
Το γιατί η πίεση αυξήθηκε κατακόρυφα από το περασμένο καλοκαίρι το γνωρίζουν και οι πέτρες. Όπως γνωρίζουν και ότι μετά από πολλά χρόνια οι Αγγελόπουλοι εγκατέλειψαν τη σφιχτή οικονομική πολιτική για να ματσάρουν τον επιχορηγούμενο από το κράτος Παναθηναϊκό. Θεωρώ ότι απευθύνομαι σε νοήμονες αναγνώστες που δεν χρειάζονται ιδιαίτερες διευκρινίσεις για το παραπάνω.
Ο Ολυμπιακός λοιπόν, μπήκε στη φετινή Euroleague με αποκλειστικό στόχο την κατάκτησή της. Οι στοιχηματικές τον έδιναν φαβορί μαζί με τον Παναθηναϊκό και όλοι οι οπαδοί πίστεψαν πως αυτή τη φορά το τρόπαιο δεν μπορεί να χαθεί. Το προβληματικό ξεκίνημα άφησε τη θέση του σε ένα εντυπωσιακό σερί νικών και όταν η ομάδα τράβηξε το πόδι από το γκάζι το πλασάρισμα στην πρώτη δυάδα είχε ήδη εξασφαλιστεί.
Ακόμα και στο σταύρωμα με τη Ρεάλ κανείς δεν πίστευε πραγματικά ότι ο Ολυμπιακός μπορεί να μείνει εκτός φάιναλ φορ. Η πεποίθηση αυτή αποδείχθηκε σωστή: μόλις μια ήττα στη σειρά και αυτή στη βραδιά που ο Εβάν Φουρνιέ ήταν απών. Το 3-1 αποτύπωσε τη διαφορά δυναμικότητας των δυο ομάδων και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι προς τον αμμώδη Γολγοθά των Εμιράτων. Αυτόν που εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε ότι δεν αξιολογήθηκε καθόλου σωστά.
Η ήττα με κάτω τα χέρια από τη Μονακό δεν συνιστά απλώς αποτυχία αλλά κανονικό Βατερλό. Τόσο που σε κανένα από τα προηγούμενα 13 ερυθρόλευκα φάιναλ φορ δεν συναντάται κάτι παρόμοιο, ούτε καν το 1999 όταν η Ζαλγκίρις του Καζλάουσκας αποδείχθηκε ασταμάτητο εξπρές. Από το 1994 μέχρι σήμερα ποτέ ο Ολυμπιακός δεν είχε ηττηθεί από καθαρό αουτσάιντερ και μάλιστα τόσο εύκολα, αν εξαιρέσουμε βεβαίως τον δραματικό τελικό του Τελ Αβίβ. Η διαφορά όμως ήταν πως τότε οι Ερυθρόλευκοι τον τελικό τον έπαιξαν ουσιαστικά δυο μέρες νωρίτερα, όταν νίκησαν τον ΠΑΟ στην πρώτη από τις έκτοτε αμέτρητες νίκες τους σε ευρωπαϊκά ντέρμπι αιωνίων.
Μπαρουτοκαπνισμένοι από συνεχόμενα φάιναλ φορ, προπονητές και παίκτες του Ολυμπιακού ήταν υποχρεωμένοι να καταπιούν τη Μονακό του σαφώς πιο άπειρου προπονητικά Βασίλη Σπανούλη και να κάνουν και διαχείριση δυνάμεων ενόψει του τελικού με τη Φενέρ. Αντ’ αυτού, τρικυμία. Ο συντελεστής δόμησης γύρω από την Etihad Arena εκτοξεύτηκε, το ερυθρόλευκο ηθικό βρήκε πάτο μόλις οι Γάλλοι έφυγαν μπροστά και το μοιραίο άρχισε να διαφαίνεται καθαρά πριν το τέλος του 3ου δεκαλέπτου.
Οφείλω να ομολογήσω πως είμαι πολύ μπερδεμένος τα τελευταία 24ωρα. Ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχυσης στο μυαλό μου σχετίζεται και με τις τοποθετήσεις του Γιώργου Μπαρτζώκα μετά τον ντροπιαστικό (ελπίζω να μην είναι πολλοί εκείνοι που διαφωνούν με τον χαρακτηρισμό) αποκλεισμό από τους Μονεγάσκους.
Άκουσα τον κόουτς να λέει αμέσως μετά το ματς με τη Μονακό πως ουσιαστικά ο Ολυμπιακός δεν έπαιξε με τη φιλοσοφία του. Σε εκείνη ακριβώς τη στιγμή πείστηκα ότι πολλά απ’ όσα είχαν γίνει στα προηγούμενα φάιναλ φορ δεν αξιολογήθηκαν σωστά. Διότι αν υπήρχε ένα ζήτημα που έπρεπε να αναθεωρηθεί, ήταν ακριβώς αυτό: η περιβόητη «φιλοσοφία μας». Αυτή που έκανε τους Ερυθρόλευκους (όπως και το 2023) να μοιάζουν σχεδόν αχτύπητοι σε κανονική περίοδο και πλέι οφ και που στις κρίσιμες στιγμές δεν είχε τις σωστές απαντήσεις. Επί της ουσίας ένα πανίσχυρο όπλο που με μαθηματική ακρίβεια στρέφεται εναντίον τους στα νοκ άουτ.
Παρένθεση. Είναι τεράστιο κεκτημένο του Ολυμπιακού (του Μπαρτζώκα) το γεγονός πως αναγκάζει κάθε αντίπαλο να προσαρμοστεί πάνω στον τρόπο παιχνιδιού του. Αυτό το «προνόμιο» το έχουν μονάχα οι κορυφαίες ομάδες σε κάθε άθλημα, δίχως την παραμικρή αμφισβήτηση. Ταυτόχρονα όμως, δημιουργείται και ένα σοβαρό θέμα από τη στιγμή που οι αντίπαλοι σου θέτουν προβλήματα τα οποία καλείσαι να επιλύσεις.
Τι γίνεται λοιπόν όταν ενώ όλοι γνωρίζουν πού και πώς θα σε χτυπήσουν σε ένα νοκ άουτ ματς εδώ και χρόνια, εσύ δεν δείχνεις την παραμικρή διάθεση για ευελιξία και εφαρμογή ενός εναλλακτικού σχεδίου, μιας διαφορετικής προσέγγισης; Την απάντηση τη δίνουν τα αποτελέσματα: θα αποχωρείς ηττημένος από το παρκέ, κατά κανόνα πριν καν φτάσεις στον τελικό.
Δεν είναι ντροπή να δουλέψεις τρικ που δεν έχεις εφαρμόσει ξανά πριν από τα ματς που κρίνουν όλη σου τη σεζόν, καμιά φορά ακόμα και το μέλλον σου. Γενικώς δεν είναι ντροπή να ξεφύγεις από τα πράγματα που κάνεις κάθε αγωνιστική και να μπεις σε διαφορετικά μονοπάτια όταν μπροστά σου υπάρχει ένα τεράστιο διακύβευμα. Όχι απλώς δεν είναι ντροπή, είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις. Και δεν αναφέρομαι στο αν θα πας π.χ. σε αλλαγές ή σε hedge out στην άμυνα.
Κανείς δεν θα σου πει «μπράβο» επειδή έχασες προσκολλημένος στις «αρχές» σου. Όλοι όμως θα σε συγχαρούν όταν πάρεις στα χέρια σου την κούπα, αδιαφορώντας για το αν χρειάστηκε να αφήσεις τη φιλοσοφία σου για λίγο στην άκρη ή ακόμα καλύτερα, αν πρόσθεσες νέα στοιχεία σε αυτήν. Διότι είναι αποδεδειγμένο με κάθε τρόπο πως αυτή η φιλοσοφία που σε κάνει κορυφαίο ως τα τέλη Απριλίου, έναν μήνα αργότερα μετατρέπεται σε αχίλλειο πτέρνα την οποία οι αντίπαλοι σημαδεύουν μέχρι να σε ξαπλώσουν.
Το πρώτο στάδιο για την επίλυση ενός προβλήματος είναι ο εντοπισμός του, ώστε στη συνέχεια να αναλύσεις τη φύση του και να φτάσεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Φοβάμαι πως ακόμα και μετά από τέσσερα χαμένα φάιναλ φορ, δεν είμαστε καν κοντά στην παραδοχή του προβλήματος. Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα τόσο από το αγωνιστικό πρόσωπο του ημιτελικού, όσο και από τις δηλώσεις που ακολούθησαν.
Η ισοπέδωση που ξεκίνησε από το βράδυ της Παρασκευής μόνο εκτός προγράμματος δεν ήταν, δυστυχώς. Όσο μεγαλύτερη είναι η απαίτηση για την κατάκτηση ενός τίτλου, τόσο πιο μεγάλες θα είναι και οι αντιδράσεις σε περίπτωση αποτυχίας. Άρα και τόσο πιο πιθανό να χαθεί κάθε μέτρο και να αντιμετωπίζεται ο Μπαρτζώκας ως προπονητής επιπέδου Γ’ ΕΣΚΑ. Λες και ήταν άλλος ο προπονητής πριν από έναν μήνα, λες και ο Ολυμπιακός είχε τα φάιναλ φορ στο τσεπάκι του μέχρι να αναλάβει και να βάλει τάξη στο χάος.
Ο Μπαρτζώκας είναι ο άνθρωπος που οδήγησε τον Ολυμπιακό σε τέταρτο σερί φάιναλ φορ, κάτι που δεν είχε πετύχει ποτέ άλλοτε ελληνική ομάδα. Το γεγονός αυτό όμως συνδυάζεται και με κάποιες αρνητικές επιδόσεις. Μόλις δυο ομάδες πριν τους Ερυθρόλευκους προκρίθηκαν σε τέσσερα συνεχόμενα φάιναλ φορ δίχως να πάρουν την κούπα. Η πρώτη χρονικά ήταν η Μπασκόνια (ως Τάου Θεράμικα τότε) από το 2005 μέχρι το 2008 και η δεύτερη ήταν η ΤΣΣΚΑ που μετά από 8 σερί παρουσίες, έκανε διάλειμμα το 2011 και από το 2012 ξεκίνησε να μετρά τέσσερις συνεχόμενες αποτυχίες – κατά κανόνα με την υπογραφή του Ολυμπιακού – μέχρι που επέστρεψε στους τίτλους το 2016.
Η διαφορά είναι καμία πως δεν είχε τον ίδιο προπονητή στον πάγκο τις συγκεκριμένες τετραετίες. Οι Βάσκοι άλλαξαν 5-6 κατά τη διάρκεια της τετραετίας, ενώ η ΤΣΣΚΑ έδιωξε τον Καζλάουσκας μετά τον τελικό της Πόλης, απέτυχε άλλες δυο σεζόν με τον Μεσίνα και στη συνέχεια μια ακόμη με τον Ιτούδη, προτού ο Έλληνας τεχνικός την επαναφέρει στην κορυφή στο 5ο σερί φάιναλ φορ των Μοσχοβιτών.
Ο «Ίβκοβιτς» Μεσίνα και ο… «Ιωαννίδης» Ίβκοβιτς
Μιλώντας για Μεσίνα, οι νεότεροι έχουν ίσως στο μυαλό τους τον κυριούλη που θυμίζει προσωπάρχη στη… δημόσια υπηρεσία της Αρμάνι. Και πιθανόν να αγνοούν πως πρόκειται για τον άνθρωπο που θα αναγνωρίζεται παντοτινά στη Μόσχα ως ο λυτρωτής που επανάφερε την ΤΣΣΚΑ στην κορυφή της Ευρώπης. Το 2006 οι Μοσχοβίτες προκρίθηκαν στον τελικό για πρώτη φορά μετά από 33 χρόνια, όταν ακόμη υπήρχε Σοβιετική Ένωση με τον Μπρέζνιεφ στο κουμάντο της. Όχι μόνο πήραν την κούπα, αλλά έπαιξαν και σε άλλους τρεις συνεχόμενους τελικούς, χάνοντας τους δυο από τον ΠΑΟ. Τα δυο τρόπαια του Μεσίνα ήρθαν κόντρα στη Μακάμπι και η ειρωνεία είναι πως η ήττα από τη Μακάμπι στον ημιτελικό του 2014 αποτέλεσε ουσιαστικά την αρχή του τέλους της δεύτερης θητείας του στην ΤΣΣΚΑ.
Για να το κάνουμε πιο δικό μας το πράγμα, ο Μεσίνα είναι επί της ουσίας για τους Μοσχοβίτες ό,τι για τον Ολυμπιακό ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. Όσο για το ποιος είναι ο Γιάννης Ιωαννίδης της ΤΣΣΚΑ, η απάντηση είναι μάλλον απλή: ο ίδιος ο Ντούντα. Επί των ημερών του η ΤΣΣΚΑ εδραιώθηκε στην ελίτ της Ευρώπης πηγαίνοντας σε τρία σερί φάιναλ φορ, αλλά δεν κατάφερε να κάνει το τελευταίο βήμα. Τρεις σερί χαμένοι ημιτελικοί, με αποκορύφωμα εκείνον του 2005 στη Μόσχα που έκανε πολλούς να πιστεύουν ότι οι Ρώσοι δεν θα πάρουν ποτέ ξανά την κούπα. Πεποίθηση που διαψεύστηκε μόλις έναν χρόνο αργότερα.
Ο Ίβκοβιτς της ΤΣΣΚΑ αποκλείστηκε τρεις φορές στον ημιτελικό και ο Μεσίνα πήρε την κούπα με την πρώτη, αμέσως μετά τον Ντούντα. Ο Ίβκοβιτς του Ολυμπιακού πήρε την κούπα επίσης με την πρώτη, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τον Ιωαννίδη που δυο φορές έχασε στον τελικό και την τρίτη έμεινε εκτός φάιναλ φορ. Για τους Ρώσους ο Ντούντα μπορεί να θεωρείται λούζερ, για τους Ερυθρόλευκους όμως αποτελεί τον μεγαλύτερο winner στην ευρωπαϊκή ιστορία του συλλόγου.
Ο Μπαρτζώκας πήρε την Ευρωλίγκα με την πρώτη, γράφοντας ιστορία ως ο πρώτος Έλληνας προπονητής με τίτλο πρωταθλητή Ευρώπης και παραμένει ο μοναδικός που τα κατάφερε με ελληνική ομάδα. Ο δεύτερος είναι ο Ιτούδης που χρειάστηκε κάμποσες δεκάδες εκατομμύρια παραπάνω στον πάγκο της ΤΣΣΚΑ. Τα οποία αποδεδειγμένα δεν σου εξασφαλίζουν από μόνα τους την ευτυχία…
Για να ξεμπερδεύουμε με τις στατιστικές και ιστορικές αναφορές. Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους πήρε την Κυριακή τον πρώτο του τίτλο μετά από πέντε χαμένα φάιναλ φορ. Το 1/6 του Σάρας είναι ίδιο με το 1/6 του Μπαρτζώκα, με τη διαφορά όμως πως ο Λιθουανός είχε πολύ μεγάλα μπάτζετ στη διάθεσή του εξαιρουμένου του 2018 με τη Ζαλγκίρις. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει με τον Μπαρτζώκα που μονάχα φέτος είχε μπάτζετ επιπέδου ομάδας κορυφής (και γι’ αυτό γίνεται λόγος για ξεκάθαρη αποτυχία). Αυτή τη στιγμή όμως ο ένας λογαριάζεται από κάποιους ως μαέστρος και ο άλλος ως ταβερνιάρης.
Στο δικό μου μυαλό, ο Ολυμπιακός είναι ίσως η μοναδική ομάδα στην Ευρώπη που έχει επιλέξει ακόμα και το πώς θα χάνει, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν μοιάζει να έχει plan b όταν το πράγμα πάει να στραβώσει. Και ίσως αυτή να είναι η εξήγηση για το ότι οι πιθανότητες ανάκαμψης στο τελευταίο δεκάλεπτο μοιάζουν λιγοστές εδώ και καιρό. Η πιο εντυπωσιακή ανατροπή ήταν αυτή που έγινε με την Παρί στο ΣΕΦ και όμως δεν ήταν αρκετή για να φέρει τη νίκη.
Τι είναι αυτό που κάνει τους Ερυθρόλευκους να μοιάζουν κατά κανόνα καταδικασμένοι όταν βρεθούν 8-9 πόντους πίσω στο τελευταίο δεκάλεπτο ή και αρκετά νωρίτερα σε πολλές περιπτώσεις; Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι η έλλειψη εναλλακτικού σχεδίου που προείπα. Μια άλλη μπορεί να σχετίζεται με το ψυχολογικό κομμάτι, το οποίο όμως είναι συνήθως συνδεδεμένο με τις ατομικές ικανότητες αλλά και την πνευματικό στάτους του κάθε παίκτη.
Το ματς με τη Μονακό θεωρητικά ήταν ντέρμπι μέχρι τα μισά της 3ης περιόδου, λίγο πριν φτάσει η διαφορά σε διψήφιο νούμερο. Στην πραγματικότητα όμως έπαψε να είναι τέτοιο από το 15′ και την τελευταία φορά που προηγήθηκε ο Ολυμπιακός (26-24). Για ένα δεκάλεπτο το ματς παιζόταν σε πολύ μικρές διαφορές και όμως οι Ερυθρόλευκοι δεν ανέκτησαν το προβάδισμα ούτε για ένα δευτερόλεπτο, ούτε καν ισοφάρισαν έστω και στιγμιαία. Κάθε φορά που χρειαζόταν ένα σουτ ή μια καλή άμυνα, οι παίκτες του Μπαρτζώκα έμοιαζαν να λιποθυμούν. Από την πίεση; Να το δούμε.
Ο κόουτς αναφέρθηκε δεκάδες φορές στην πίεση τους τελευταίους μήνες, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε αν θέλετε τη γνώμη μου. Αντιλαμβάνομαι ότι ο ίδιος αισθάνεται την πίεση πιο πολύ από οποιονδήποτε: ο συνδυασμός των ιδιοτήτων του τοπ προπονητή και του δεδηλωμένου οπαδού του Ολυμπιακού τον κατέστησαν νο.1 στόχο ενός ολόκληρου μηχανισμού που εκφράζεται κατά κύριο λόγο μέσω δημοσιογραφικών υπονόμων. Αυτό το αναγνωρίζει ακόμα και ο πιο ορκισμένος εχθρός του.
Αν μάλιστα είσαι συχνότατα απροστάτευτος στις οργανωμένες επιθέσεις, εννοείται ότι η πίεση που νιώθεις είναι αφόρητη. Το ζητούμενο εδώ είναι να βρεις έναν τρόπο να τη διαχειριστείς ιδιωτικά, δίχως να ανακυκλώνονται τα περί πίεσης εντός κι εκτός αποδυτηρίων. Διότι δεν υπάρχει χειρότερο από το να επιτρέψεις στους παίκτες σου, όποιοι κι αν είναι αυτοί, να νιώσουν πως μπορούν να επικαλεστούν οποιαδήποτε δικαιολογία σε περίπτωση αποτυχίας.
Δεδομένα ο Μπαρτζώκας ένιωθε την περισσότερη πίεση απ’ όλους, αφού για αδιευκρίνιστους λόγους καμιά φορά έχει τον ρόλο του «υπόλογου» και για θέματα που δεν σχετίζονται με το αγωνιστικό. Και τούτο δεν είναι προφανώς δική του ευθύνη. Για τους παίκτες πάλι, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος για το αν και κατά πόσο ένιωθαν πίεση ανάλογη με αυτή του προπονητή τους. Άσε που δεν δέχομαι την πίεση ως δικαιολογία για έναν επαγγελματία αθλητή.
Ένας έκανε δηλώσεις για την επόμενη ομάδα του την παραμονή του ημιτελικού, αντί να ξεκόψει κάθε κουβέντα με κατηγορηματικό τρόπο. Στην τελική, τι σχέση το μέλλον ενός παίκτη με το ότι σε λίγες ώρες ετοιμάζεται να διεκδικήσει την Ευρωλίγκα και γιατί πρέπει να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση; Να μην το σκέφτηκε;
Ένας άλλος – που του έχω και τεράστια αδυναμία – ανέβαζε την επομένη του αποκλεισμού το εστιατόριό του στο instagram, λες και ο ίδιος δεν ήταν μέλος της ομάδας που μέσα σε 40 λεπτά έχυσε για ακόμα μια χρονιά την καρδάρα με το γάλα που μάζευε για 38 αγώνες. Και το ότι έπαιξε λιγότερο απ’ όσο θα περίμενε και ενδεχομένως να άξιζε δεν έχει καμία σημασία. Να μην το σκέφτηκε κι αυτός;
Η πίεση στον πρωταθλητισμό είναι κίνητρο κορυφής, αν σε λυγίζει σημαίνει ότι δεν κάνεις
Μπορώ να δικαιολογήσω πολλά πράγματα στον επαγγελματικό αθλητισμό. Η πίεση δεν είναι ένα από αυτά, απλούστατα διότι είναι αναπόσπαστο μέρος του πρωταθλητισμού. Ποια πίεση στην τελική ρε αδερφέ; Πληρώνεσαι έναν σκασμό λεφτά και έχεις λυμένα όλα σου τα προβλήματα ώστε το μόνο που θα σε απασχολεί να είναι οι προπονήσεις και οι αγώνες σου. Πήγες να παίξεις σε ένα γήπεδο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και είδες το μεγαλύτερο μέρος του να είναι κόκκινο και να σε στηρίζει. Και το «ευχαριστώ» μετά την αμαχητί – πλην Φουρνιέ προφανώς – παράδοσή σου ήταν να φύγεις για τα αποδυτήρια χωρίς πολλά-πολλά, αποφεύγοντας να σταθείς μπροστά στον κόσμο ως ελάχιστη ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης. Να τον χαιρετήσεις, να ακούσεις και τα σχολιανά σου στην τελική ώστε να βοηθήσεις να εκτονωθεί λιγάκι η κατάσταση.
Η πίεση στον πρωταθλητισμό είναι για να σε παρακινεί, να σε σπρώχνει ακόμα πιο πάνω, να σε κάνει να διεκδικείς την κορυφή και μόνο αυτήν. Αν αδυνατείς να τη διαχειριστείς και σε γονατίζει το βάρος της, λυπάμαι αλλά δεν κάνεις. Δεν είναι εύκολο πράγμα ο πρωταθλητισμός και απαιτεί ένα σωρό ικανότητες και θυσίες. Με λίγα λόγια, όταν απαιτείς να πληρώνεσαι ως αθλητής πρωταθλητισμού, οφείλεις να έχεις το work ethic ενός Σπανούλη, ακόμα κι αν δεν διαθέτεις το ταλέντο του.
Όπως αντιλαμβάνεστε, άφησα να περάσουν μερικά 24ωρα ώστε να μη μεταφέρω εν θερμώ συναισθήματα. Δεν σας κρύβω ότι κάποια γεγονότα μετά τη λήξη του ημιτελικού με έχουν ενοχλήσει περισσότερο και από τον ίδιο τον αποκλεισμό. Τον οποίο επιμένω να χαρακτηρίζω ντροπιαστικό βάσει της απαράδεκτης, αμαχητί εικόνας που εμφάνισε η κορυφαία ομάδα της regular season στο πιο μεγάλο παιχνίδι της σεζόν. Πίσω στο σκορ για 25 συνεχόμενα λεπτά χωρίς ουσιαστική αντίδραση δεν τα λες και λίγα. Ειδικά όταν είσαι το απόλυτο φαβορί της αναμέτρησης.
Έγραψα πιο πάνω ότι ο Ολυμπιακός έχει επί της ουσίας «επιλέξει» πώς θα χάνει τα ματς. Όταν τα πάντα βασίζονται στην ομαδικότητα και η αυτενέργεια κοντεύει να… ποινικοποιηθεί, το πιθανότερο σενάριο είναι να μη βρεθεί τρόπος ώστε να ξεκολλήσει το κάρο από τη λάσπη αν τελικώς πέσει μέσα της. Ούτε καν με το γερό σπρώξιμο του συγκλονιστικού Φουρνιέ που είδε το ματς της ζωής του να πηγαίνει στον βρόντο. Και επειδή τα λέμε όλα, θεωρώ λιγάκι άκομψο από πλευράς Μπαρτζώκα το γεγονός πως δεν αναγνώρισε στον Γάλλο σταρ αυτό που παραδέχθηκε όλη η μπασκετική Ευρώπη. Όταν όλοι οι παίκτες σου λίγο – πολύ σέρνονται και ένας κάνει παπάδες, δεν είναι κακό να του το δώσεις δημόσια. Δεν είναι και κάνας πιτσιρικάς που θα πάρουν τα μυαλά του αέρα στην τελική…
Το τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα είναι σε απόλυτη συνάρτηση με το τι έχει συμβεί ήδη. Προσπάθησα να το γράψω με τρόπο τις προάλλες, τώρα όμως θα το πω ωμά. Δεν αντέχω άλλο Γουόκαπ και Φαλ σε φάιναλ φορ. Καλοί, χρυσοί και άγιοι αλλά νομίζω τέσσερις φορές είναι αρκετές για να πειστούμε ότι δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά στα τέλη Μαΐου. Οι δυο τους έχουν αποτελέσει επανειλημμένα «στόχο» των αντίπαλων προπονητών και αν αναλογιστούμε τα αποτελέσματα, μάλλον δικαιώθηκαν από την επιλογή τους. Τετραπλή σύμπτωση δεν υφίσταται έτσι κι αλλιώς.
Σπουδαία η προσφορά του Τόμας στον Ολυμπιακό, ουδείς το αμφισβητεί. Και θα συνεχίσει να είναι και στο μέλλον θαρρώ, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν μπορεί να γίνει από θέση πρωταγωνιστή. Πόιντ γκαρντ με μηδενική έκρηξη, κακό σουτ και ισχνή προσφορά στο σκορ δεν μπορεί να θεωρείται βασικός σε ομάδα που έχει βλέψεις για κούπα, όσα καλά κι αν κάνει άλλες δουλειές. Κάποτε ο Μπαρτζώκας αναφερόμενος στον Γουόκαπ είχε μιλήσει για τον ιστορικό του μέλλοντος, ωστόσο αυτός του παρόντος δεν μπορεί να μη λάβει σοβαρά υπόψη του όλες αυτές τις αδυναμίες και τα επακόλουθά τους.
Στην εποχή του «όλοι σουτάρουν» και που οι περισσότερες ομάδες έχουν ακόμα και 5άρια με αξιόπιστο μακρινό σουτ, δεν υπάρχει πολυτέλεια για 21 λεπτά Γουόκαπ σε ημιτελικό Euroleague. Πολύ περισσότερο όταν ο αντίπαλος «άσος» είναι ο MVP του αγώνα. Σε ποιον να το πεις και να σε πιστέψει ότι ο βασικός χειριστής μιας ομάδας που εδώ και χρόνια κυνηγάει την κούπα έχει σκοράρει 9 πόντους στα τρία τελευταία φάιναλ φορ. Δια έξι μας κάνει 1,5 πόντο ανά παιχνίδι, με αποκορύφωμα βεβαίως το Κάουνας απ’ όπου γύρισε άποντος, έχοντας μεταξύ άλλων 0/2 βολές στον ημιτελικό.
Ελάχιστοι παίκτες στην ιστορία του Ολυμπιακού είχαν τη φιλοτιμία και τον αλτρουισμό του Τεξανού. Μιλάμε για ένα παιδί που κάποτε προσφέρθηκε από μόνο του να δώσει μέρος από το συμβόλαιό του για να διευκολύνει μια ακριβή μεταγραφή που ήταν στα σκαριά. Δεν χρειάζεται καν να μπω στο αγωνιστικό σκέλος για να υπενθυμίσω την προσφορά του, όμως από το 2021 που ήρθε στο ΣΕΦ μέχρι σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά. Όχι μόνο τα μπάτζετ, αλλά και οι απαιτήσεις για ευρωπαϊκή κούπα που θα γίνουν ακόμα πιο έντονες την επόμενη σεζόν.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον ΜακΚίσικ. Αγαπημένος, αγωνιστής, πρόσφερε πολλά στην ομάδα ακόμα κι όταν δεν υπήρχαν σοβαρές απαιτήσεις από εκείνον, όμως είναι σαφές ότι αυτή τη στιγμή η παρουσία του στο ρόστερ έχει περισσότερο συναισθηματική αξία παρά αγωνιστική. Η εικόνα του εδώ και μήνες είναι αποκαρδιωτική, ενώ στον ημιτελικό ο Μπαρτζώκας τον άφησε σκάρτα τρία λεπτά στο παρκέ, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορεί να προσβλέπει σε βοήθεια από τον Σακ ούτε για τα απολύτως βασικά.
Μου προξενεί εντύπωση λοιπόν που ο κόουτς εξεπλάγη από την – εν θερμώ; – δήλωση του ΜακΚίσικ περί σκέψεων αποχώρησης από την ενεργό δράση, σαν να είχε μακρόπνοα πλάνα για τον Αμερικανό που αγαπήθηκε πολύ στο ΣΕΦ. Να με συμπαθάτε, αλλά θεωρώ πως οι υπέρμετροι συναισθηματισμοί δεν έχουν θέση στον πρωταθλητισμό και ειδικά σε μια ομάδα με την τεράστια υποχρέωση κατάκτησης τίτλων όπως ο Ολυμπιακός. Κάπως έτσι φτάνουμε σε αυτό που εγώ εντοπίζω ως ρίζα του προβλήματος.
Θεωρώ ότι εδώ και χρόνια έχει αναπτυχθεί ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς στον οργανισμό του Ολυμπιακού που σε κάποιες περιπτώσεις μάλλον φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Και επειδή είναι της μόδας η κουβέντα περί αξιολόγησης και άρσης μονιμότητας στο Δημόσιο, νομίζω πως δεν θα ήταν κακό να ανοίξει και στους Ερυθρόλευκους. Έτσι κι αλλιώς, το τάιμινγκ για μια αναθεώρηση σε πρόσωπα, αγωνιστική φιλοσοφία και συνολική προσέγγιση των πραγμάτων θεωρώ πως είναι ιδανικό, για να μην πω επιβεβλημένο.
Η ώρα της αξιολόγησης έφτασε και όπως έχω τα πράγματα στο μυαλό μου, πιθανολογώ πως οι επερχόμενοι τελικοί δύσκολα θα αλλάξουν τη γενική εντύπωση. Καταρχάς θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στις αξίες και τις υπεραξίες. Είναι αλήθεια πως ο Ολυμπιακός μπήκε στη φετινή Euroleague με ένα από τα υψηλότερα μπάτζετ της Ευρώπης για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Κατά κύριο λόγο όμως, τα ποσά αυτά προέκυψαν από τις υπεραξίες που ο ίδιος ο Μπαρτζώκας και ο τρόπος παιχνιδιού του δημιούργησαν.
Ο Φαλ είναι ένας παίκτης συγκεκριμένων δυνατοτήτων και με τρανταχτές αδυναμίες σε κομμάτια όπου ακόμα και άσημοι σέντερ υπερτερούν. Το ότι αυτή τη στιγμή παίρνει 4-5 φορές παραπάνω χρήματα από το αρχικό συμβόλαιό του με τον Ολυμπιακό οφείλεται πολύ περισσότερο στον Μπαρτζώκα παρά στον Μουσταφά. Η απόδοσή του είναι εδώ και πάρα πολύ καιρό σε συνεχή πτώση, ο ίδιος είναι τρομερά επιρρεπής σε τραυματισμούς και μην ακούσω για «δουλειές που δεν φαίνονται» γιατί θα αρχίσει να γυαλίζει το μάτι μου.
Η αρχική αξία του ερυθρόλευκου ρόστερ είναι αυτή του πρώτου συμβολαίου κάθε παίκτη που ήρθε στην ομάδα. Αναλογιστείτε λοιπόν με πόσα χρήματα πρωτοήρθαν ο Βεζένκοφ, ο Πίτερς, ο Φαλ και οι υπόλοιποι και κάντε τη σύγκριση με το τωρινό μπάτζετ. Το ότι μια ομάδα με τον ίδιο κορμό εδώ και χρόνια πληρώνει σχεδόν τα διπλάσια χρήματα χωρίς ιδιαίτερες προσθαφαιρέσεις, σημαίνει πως η ονομαστική αξία των παικτών της ανέβηκε μέσα από τη συνολική απόδοση, για την οποία αποκλειστικός υπεύθυνος είναι ο προπονητής. Και κυρίως αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια ομάδα που χτίστηκε και δεν αγοράστηκε εξ ολοκλήρου όπως ο «νεόπλουτος» Παναθηναϊκός Aktor το καλοκαίρι του 2023.
Η μοναδική εξαίρεση στα παραπάνω λέγεται Εβάν Φουρνιέ. Ο μόνος παίκτης που ήρθε με το στάτους του σταρ την τελευταία τετραετία είναι ο Γάλλος. Το βράδυ της Παρασκευής ο μεσιέ Εβάν τράβηξε μια χοντρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις «υπεραξίες» και τις πραγματικές αξίες, υπενθυμίζοντας σε όλους ότι όσο και να βελτιώσεις κάποιον παίκτη μέσα από το σύνολο, δεν μπορείς να τον κάνεις πραγματικό ηγέτη αν δεν έχει γεννηθεί με αυτή την πολύτιμη προδιαγραφή. Δεν μπορείς να φτιάξεις Φουρνιέ, όπως δεν μπορείς να φτιάξεις και Σπανούλη αν δεν το έχει ήδη μέσα του.
Στα τελευταία 7μισι λεπτά ο Ολυμπιακός έχει σκοράρει 14 πόντους. Υπό νορμάλ συνθήκες θα ήταν αρκετοί για να του δώσουν μια νίκη, αν αυτή επίδοση δεν ξεκινούσε από το -10 και αν ο αντίπαλος δεν έβαζε επίσης 14 πόντους. Για το πρώτο γεγονός, αποκλειστικός υπεύθυνος ήταν ο Γάλλος, αφού και οι 14 προήλθαν από εκείνον: 11 δικοί του με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο και άλλοι 3 από μια ασίστ πάρε-βάλε στον Πίτερς που πήρε και φάουλ. Για το δεύτερο γεγονός, υπαίτιο ήταν το αδιανόητο κλατάρισμα όλης της ομάδας που έδειχνε ανήμπορη ακόμα και να παλέψει στοιχειωδώς στην άμυνα.
Αν ανατρέξουμε σε αντίστοιχα χρονικά διαστήματα των προηγούμενων ηττών στα φάιναλ φορ, θα δούμε πως οι Ερυθρόλευκοι δεν είχαν τον παίκτη που θα καθάριζε όταν οι άλλοι δεν μπορούσαν όπως έγραφα και τις προάλλες. Στα τελευταία 6’47” του ημιτελικού με την Εφές ο Ολυμπιακός βάζει 5 πόντους: ένα καλάθι του Χασάν Μάρτιν 20” πριν τη λήξη, δυο βολές του Σλούκα και άλλη μια του Ντόρσεϊ. Στον τελικό με τη Ρεάλ οι Ερυθρόλευκοι βάζουν 4 πόντους στα τελευταία 6 λεπτά: ένα καλάθι και μια βολή του Κάνααν και άλλη μια βολή του Βεζένκοφ. Η συγκομιδή στον περυσινό ημιτελικό ήταν ελαφρώς καλύτερη: 6 πόντοι στα τελευταία 5’30”, όμως οι 3 ήταν στην τελευταία επίθεση από τον Πίτερς, όταν τα πάντα είχαν τελειώσει και οι Ισπανοί είχαν ουσιαστικά σταματήσει να παίζουν άμυνα.
Δεν χρειάζεται να είσαι μύστης του αθλήματος ή πολυβραβευμένος προπονητής για να επισημάνεις τη σημασία των παραπάνω αριθμών. Από την άλλη, μόνο το προπονητικό τιμ μπορεί να αναλύσει και να εξηγήσει το γιατί η ομάδα εμφάνισε τέτοια εικόνα παράδοσης, παρότι ο μπροστάρης που έλειπε τα προηγούμενα χρόνια από την επίθεση αυτή τη φορά ήταν εκεί. Για να βάλει ο Φουρνιέ τους 11 πόντους του πήρε μόλις μια ασίστ, αυτή του Φαλ μετά τα δυο σερί χαμένα σουτ από Γουόκαπ και Γκος.
Στο επίμαχο χρονικό διάστημα ο Φουρνιέ είχε 2/4 τρίποντα. Δηλαδή, ένα παραπάνω απ’ όσα είχε όλος ο Ολυμπιακός στα κομμάτια των αγώνων που προανέφερα. Ακριβώς στο ίδιο διάστημα οι συμπαίκτες του είχαν 0/5 τρίποντα και συνολικά 0/6 εντός παιδιάς μαζί με την τάπα που έφαγε ο Πίτερς. Κι όταν στο 65-72 ο Γάλλος μοιραία παγιδεύτηκε αφού δεν είχε την παραμικρή βοήθεια προσπαθώντας για ώρα ολομόναχος, η κάμερα έπιασε τον Μπαρτζώκα να του κάνει παρατηρήσεις. Να πω ότι μου άρεσε η σκηνή; Δεν μου άρεσε. Και δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ αν ήμουν στη θέση του Φουρνιέ εκείνη τη στιγμή, να βλέπω τον προπονητή μου να μου κάνει παράπονα ενώ έπαιζα και για τους υπόλοιπους τέσσερις…
Θεωρητικά η επική εμφάνιση του Εβάν πήγε στον βρόντο, αφού οι παίκτες του Ολυμπιακού είδαν από την εξέδρα τον τελικό. Έχω την αίσθηση όμως ότι υπάρχει τρόπος να πιάσει τόπο, αν αξιολογηθεί σωστά κάθε στιγμή, κάθε απόφαση και κάθε ενέργεια του Γάλλου σταρ στον ημιτελικό. Σαν ένα όραμα που σου δείχνει τον δρόμο που έχασες, όσο η βασική σου προτεραιότητα δεν ήταν ο τελικός θρίαμβος αλλά η διαδρομή. Γιατί δεν είναι μυστικό πως πολλές φορές οι Ερυθρόλευκοι παρασύρονται από τον θαυμασμό για τον τρόπο παιχνιδιού τους, σε βαθμό που να ξεχνούν ότι πρωτίστως παίζουν για να νικούν και όχι για να εντυπωσιάζουν.
Έχω αναφερθεί πολλάκις στις επιλογές μέσα στο παρόν κείμενο. Να υπενθυμίσω λοιπόν ότι ο Φουρνιέ δεν προέκυψε από «επιλογή». Η προσθήκη του ήταν κάτι εντελώς έκτακτο, αφού το ρόστερ είχε κλείσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του κόουτς. Όταν ο Εβάν επικοινώνησε με τους ανθρώπους του Ολυμπιακού για να τους πει ότι είναι διαθέσιμος και ότι θέλει πολύ να έρθει αν τον θέλουν κι εκείνοι, μεσολάβησε η απόφαση των Αγγελόπουλων για νέα υπέρβαση, στη συνέχεια η έγκριση του Μπαρτζώκα και τελικά η μεταγραφή ολοκληρώθηκε. Επαναλαμβάνω όμως ότι ο σχεδιασμός είχε ήδη ολοκληρωθεί με την απόκτηση των Βιλντόσα και Ντόρσεϊ στα γκαρντ, συν τον Έβανς που τον είδαμε τελικά μόνο με φόρμα, 12 ολόκληρους μήνες μετά την εγχείρισή του.
Δεν θέλω καν να διανοηθώ πώς θα εξελισσόταν η σεζόν αν ο Γάλλος δεν είχε την τρέλα με τον Ολυμπιακό και πήγαινε π.χ. στη Ρεάλ ή σε κάποιον άλλο ανταγωνιστή. Μπορώ όμως να υποθέσω βάσιμα πως ο δρόμος προς το Άμπου Ντάμπι θα ήταν κακοτράχαλος και η μουρμούρα θα είχε ξεκινήσει πολύ πριν φτάσουμε στον μοιραίο αποκλεισμό από τη Μονακό.
Συνυπολογίζοντας τον αντίκτυπο της παρουσίας του Φουρνιέ αλλά και την ανεπάρκεια που έδειξαν οι Βιλντόσα και Ντόρσεϊ όσο κυλούσε η χρονιά (για τον Τάιλερ με την κελεμπία που τον αδικούν όλοι οι προπονητές εδώ και μια τριετία δεν υπάρχουν λόγια), έχω κάθε λόγο να θεωρώ «ελλειμματικό» τον αρχικό σχεδιασμό. Ελλειμματικό, δεδομένου ότι θα ήταν πρακτικά αδύνατον να διεκδικήσεις κούπα με τέσσερις ρολίστες στα γκαρντ, όταν αποδείχθηκε περίτρανα ότι δεν μπόρεσες να το κάνεις ούτε με τον Εβάν σε δαιμονισμένη κατάσταση και τους περισσότερους γύρω του να παραπαίουν.
Μετά από τρία φάιναλ φορ με συγκεκριμένη κατάληξη, ήταν σαφές πως εκεί που θα έπρεπε να δοθεί το μεγαλύτερο βάρος ήταν η περιφέρεια. Σύμφωνοι, η πρώτη επιλογή ήταν ο Κίναν Έβανς που έκανε παπάδες στο Κάουνας και θα έφερνε στοιχεία άγνωστα τα τελευταία χρόνια στο ΣΕΦ. Από τη στιγμή όμως που έγινε εξαρχής γνωστό ότι για περίπου ένα δεκάμηνο θα ήταν εκτός, περιθώριο για ρίσκο δεν υπήρχε.
Ακόμα κι αν υπήρχε τρόπος υπογεγραμμένης εγγύησης πως ο Αμερικανός θα έμπαινε στους δέκα ή ακόμα και στους εννιά μήνες υγιέστατος και χωρίς το παραμικρό πρόβλημα, συζητάμε στην καλύτερη για τέλη Φλεβάρη όταν σε πολύ μεγάλο βαθμό έχει κριθεί η πρώτη τριάδα. Άρα ένας «Φουρνιέ» ήταν επιβεβλημένο να αποκτηθεί εντός προγράμματος πολύ πριν φτάσουμε στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Τέσσερα χρόνια ο Ολυμπιακός επιστρέφει από το φάιναλ φορ με άδεια χέρια. Κι ενώ ουσιαστικά η φετινή είναι η μοναδική πραγματική αποτυχία όπως εξήγησα πιο πάνω, η οργή πολλαπλασιάστηκε επειδή το πράγμα λειτουργεί σωρευτικά. Όπως και να το δεις, είτε αουτσάιντερ είτε φαβορί όταν είσαι η μοναδική σταθερή ομάδα στα τέσσερα τελευταία φάιναλ φορ, βάσει πιθανοτήτων και μόνο είναι πιο πιθανό να καταλήξει σε σένα έστω μια κούπα απ’ ό,τι π.χ. στη Φενέρ, τον ΠΑΟ, τη Μονακό ή την Μπαρτσελόνα των δυο συμμετοχών ή ακόμα και τη Ρεάλ των τριών.
Δεν είναι παγκόσμια ανακάλυψη το γεγονός πως στα μεγάλα ματς μιλάνε οι μεγάλες προσωπικότητες και ειδικά αυτές που έχουν την μπάλα στα χέρια τους. Ούτε και επιτρέπεται σε κανέναν να πιστεύει πως ο Βεζένκοφ θα πάρει την μπάλα στα κρίσιμα και θα καθαρίσει, αν δεν τον βρει κάποιος ανοιχτό στο τρίποντο ή σε κάθετη κίνηση προς το καλάθι.
Ο εξαιρετικός Σάσα μετατράπηκε σε σούπερ σταρ μέσα από τα plays και την αγωνιστική φιλοσοφία του Μπαρτζώκα αλλά και τη δική του σκληρή δουλειά, όμως στα τελευταία λεπτά δεν μπορείς να του δώσεις την μπάλα και να κάνεις στην άκρη. Το μοναδικό τεσσάρι στην Ευρώπη που έχει τη δυνατότητα να καθαρίσει ως γκαρντ λέγεται Μίροτιτς, είναι πλέον 34 και με κάπως επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό τα τελευταία χρόνια (παρότι τα νούμερά του παραμένουν εκπληκτικά). Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με ένα μικρό θαύμα της φύσης, έστω κι αν θεωρώ ότι δεν έφτασε ποτέ το ταβάνι του.
Αδιαφορώ για το τι θα γίνει στους τελικούς, αν και το υποψιάζομαι. Δεν αδιαφορώ επειδή υποτιμώ το πρωτάθλημα, ίσα-ίσα που εδώ και πάρα πολλά χρόνια χτυπιέμαι για τη σημασία της κατάκτησης του τίτλου, απλώς στην παρούσα φάση θεωρώ ό,τι δεν θα πρέπει να επηρεαστεί κανείς από ό,τι κι αν συμβεί στα ματς που έρχονται. Το ποιοι μπορούν πολύ, ποιοι λίγο και ποιοι καθόλου, κρίθηκε τελεσίδικα στον ημιτελικό με τη Μονακό. Ασφαλώς και δεν λαμβάνεται υπόψη ο μικρός τελικός με τον Παναθηναϊκό, ο οποίος έχει μονάχα στατιστική αξία ως η 9η σερί νίκη του Ολυμπιακού σε ευρωπαϊκό ντέρμπι.
Τα «όλοι είναι ίσοι» μπορεί να ακούγονται ρομαντικά, όμως στην πραγματικότητα είναι σουρεαλιστικά και δεν έχουν την παραμικρή βάση στον επαγγελματικό αθλητισμό. Ποιοι ήταν ίσοι δηλαδή; Ο Τζόρνταν με τον Στιβ Κερ; Ο Γκάλης με τον Ρωμανίδη; Ο Σπανούλης με τον Μάντζαρη ή ακόμα και τον Σλούκα; Ή μήπως τώρα ο Φουρνιέ με τον ΜακΚίσικ, τον Βιλντόσα και κάμποσους ακόμη; Και σίγουρα δεν είναι κριτήριο το πόσο «καλό παιδί» είναι κάποιος. Δεν ψάχνεις για γαμπρούς, αλλά για αθλητές που θα εκπληρώσουν τους στόχους σου.
Για να προλάβω τυχόν πονηρές σκέψεις, να διευκρινίσω πως δεν έχει σημασία το αν κάποιος είναι «καλό παιδί – καλός χαρακτήρας», όμως έχει τεράστια σημασία το να είναι καλός και σωστός επαγγελματίας. Ελπίζω να γίνεται κατανοητό ότι καλός επαγγελματίας αθλητής δεν μπορεί να είναι κάποιος που εισηγείται… απολύσεις στους ιδιοκτήτες της ομάδας ή υποδεικνύει την αντικατάσταση συμπαίκτη του προς τον προπονητή με προκλητικό τρόπο.
Ο προπονητής είναι το απόλυτο αφεντικό μιας ομάδας στα αποδυτήρια ή τέλος πάντων οφείλει να είναι τέτοιο. Ο ουσιαστικός του ρόλος όμως περιορίζεται δραματικά ακριβώς εκεί που ξεκινά το ορθογώνιο κουτί 28×15. Όσες οδηγίες κι αν έχουν δοθεί από πριν, όση προετοιμασία κι αν έχει προηγηθεί, όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσα στο κουτί από αυτούς που έχουν την μπάλα στα χέρια τους. Και επειδή πολλές φορές ο αντίπαλος είναι προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει την τακτική σου, τα πάντα θα κριθούν στις αποφάσεις που θα πάρουν οι προσωπικότητες που διαθέτει η ομάδα σου. Συνεπώς, μια ομάδα πρωταθλητισμού είναι υποχρεωμένη να διαθέτει τέτοιες, ξεκινώντας από την περιφέρεια.
Ο Βεζένκοφ έμεινε για πρώτη φορά στη σεζόν σε μονοψήφιο νούμερο. Ασφαλώς και πρόκειται για εξαίρεση όταν μιλάμε για ένα και μοναδικό ματς και προφανώς δεν θα κριθεί για μια κάκιστη εμφάνιση, έστω και στο πιο κρίσιμο σημείο. Υπάρχει όμως ένα στατιστικό δεδομένο που δεν μπορεί να λογιστεί ως συμπτωματικό. Το 0/6 του Σάσα στο τρίποντο ήρθε και έκατσε δίπλα στο 2/8 του Κάουνας αλλά και το 1/6 του ημιτελικού με την Εφές. Δηλαδή, στις τρεις πιο επώδυνες ήττες του Ολυμπιακού την τελευταία τετραετία ο Βεζένκοφ είχε συνολικά 3/20 τρίποντα.
Ο μοναδικός ίσως τρόπος για να υπολογίσεις πόσο επηρεάζει η σημασία μιας αναμέτρησης έναν παίκτη, είναι να δεις πώς σουτάρει στα ματς δίχως αύριο. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως ο Σάσα είχε ήδη καταρρεύσει ψυχολογικά μετά το γρήγορο 0/3: το καταλάβαινες από τις κινήσεις του, τα λάθη του, ακόμα και από το ότι έχασε 2-3 αμυντικά ριμπάουντ μέσα από τα χέρια του, δίνοντας νέες επιθέσεις στους Γάλλους. Πρόπερσι μπορεί να ήταν άστοχος από μακριά κόντρα στη Ρεάλ, όμως συνολικά είχε κάνει θραύση και θα έπαιρνε εκείνος τον τίτλο του MVP (παρότι είχε μόνο έναν πόντο στο τελευταίο εξάλεπτο) αν ο Φαλ προλάβαινε το σουτ του Γιουλ ή αν ο Σλούκας ευστοχούσε. Σωστότατα τον κάλυψε η ανακοίνωση της ΘΥΡΑΣ 7 και είμαι βέβαιος πως θα έχει σύντομα την ευκαιρία να πάρει το αίμα του πίσω.
Οι παίκτες που θα υπηρετήσουν το πλάνο κατάκτησης της κούπας
Το τσιτάτο «παίκτες που υπηρετούν το σύστημα» πλέον δεν με καλύπτει και είμαι βέβαιος πως δεν καλύπτει και τη συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου. Αν η «υπηρεσία του συστήματος» είναι π.χ. η εικόνα του χαρισματικού σκόρερ Σέιμπεν Λι να σκέφτεται διπλά και τριπλά προτού πάρει μια φάση πάνω του, καλό θα είναι να το δουν σοβαρά ο Μπαρτζώκας και οι συνεργάτες του. Τι να τον κάνεις έναν παίκτη αν αντί να επενδύεις στο βασικό χαρακτηριστικό του, θες να τον μετατρέψεις σε Γουόκαπ;
Στις μισές επιθέσεις ο Λι θα έπρεπε να βρίσκεται σε καταστάσεις isolation ώστε να εκμεταλλευτεί την εκρηκτικότητά του στο ένας εναντίον ενός. Βάλτε να δείτε ξανά τον ημιτελικό και θα διαπιστώσετε πόσες φορές προσπαθεί να βρει χώρο, την ώρα που οι συμπαίκτες του μοιάζουν να του κάνουν… φράγμα για να μην έχει τον παραμικρό διάδρομο. Το βασικό πλάνο είναι ένα: πώς θα πάρεις στα χέρια σου την κούπα, πώς θα αποκτήσεις εθισμό στους τίτλους. Συνεπώς, θα αναζητήσεις παίκτες που μπορούν να υπηρετήσουν το πλάνο της τελικής νίκης και όχι του συστήματος.
Αναθεώρηση ίσως χρειάζεται ακόμα και η συνολική προσέγγιση του οργανισμού απέναντι σε ορισμένα πράγματα. Είναι πολύ ωραίες οι συναισθηματικές αναρτήσεις, οι συγκινητικές διαφημίσεις και όλα τα συναφή που στοχεύουν στο θυμικό του οπαδού. Αν όμως ο Ολυμπιακός γιγαντώθηκε στον Θρύλο που είναι σήμερα, δεν το κατάφερε επειδή «συμμετείχε» αλλά επειδή νικούσε και κατακτούσε τίτλους. Για κάθε έναν πιτσιρικά που θα επιλέξει (δίχως πατρική επιρροή) να υποστηρίζει μια ομάδα εν μέσω αγωνιστικών δυσκολιών, υπάρχουν άλλοι 98 που θα την αγαπήσουν επειδή πέτυχε κάτι σπουδαίο. Και ένας ακόμη επειδή πήρε προπονητή τον Ιωαννίδη, αν και όσο περνούν τα χρόνια καταλήγω πως αυτή ήταν τελικώς μια πρόφαση και ότι θα επέλεγα τον Ολυμπιακό ό,τι και να γινόταν…
Η υποχρέωση για κατάκτηση τίτλων θα πρέπει να επικοινωνείται με τη μορφή πλύσης εγκεφάλου σε κάθε ξένο που έρχεται, αφού πρωτίστως γίνει έμμονη ιδέα σε όλους τους υπόλοιπους. Διότι αν γίνει έμμονη ιδέα, τότε οι αποφάσεις θα λαμβάνονται αποκλειστικά και μόνο με γνώμονα την κορυφή, αφήνοντας τους συναισθηματισμούς στην άκρη. Οι οποίοι δεν είναι κακό να υπάρχουν, όχι όμως σε βαθμό που να εξελίσσονται σε τροχοπέδη και να γίνονται βαρίδια στη λήψη κομβικών αποφάσεων.
Ας συνοψίσουμε την κατάσταση ώστε να μη δημιουργηθεί η παραμικρή λανθασμένη εντύπωση. Επειδή πολλοί το γυροφέρνουν αλλά βλέπω ότι κανείς δεν αναφέρεται σε αυτό ΕΥΘΕΩΣ. Ο Ολυμπιακός δεν θα κληθεί να αποφασίσει στο τέλος της σεζόν αν ο Μπαρτζώκας είναι καλός προπονητής. Είναι ο πιο επιδραστικός προπονητής στην Ευρώπη και αυτό το κεφάλαιο έχει κλείσει. Η διοίκηση θα κληθεί να αποφασίσει αν θεωρεί ότι ο κόουτς μπορεί σε μια πέμπτη απόπειρα να τον οδηγήσει στο τέλος της διαδρομής, διότι σε τοπ επίπεδο οι Ερυθρόλευκοι βρίσκονται εδώ και μια τετραετία. Ή να συναποφασίσει με τον ίδιο τον Μπαρτζώκα αν κάτι τέτοιο κριθεί σκόπιμο.
Νομίζω ότι τη διαφορά μεταξύ καλύτερου και καταλληλότερου την καλύψαμε επαρκώς πιο πάνω με το παράδειγμα του Ίβκοβιτς και του Μεσίνα στην ΤΣΣΚΑ. Αν με ρωτούσε κάποιος με ποιον προπονητή θα ήθελα να πάρει ο Ολυμπιακός την Ευρωλίγκα αλλά και ό,τι άλλο υπάρχει, η απάντησή μου είναι Μπαρτζώκας ασυζητητί. Το ίδιο θα απαντούσα και για το ποιον θεωρώ καλύτερο προπονητή στην Ευρώπη. Το ότι αυτό μπορεί να μην έχει καμία σημασία στο πού θα πάει η κούπα, είναι μια άλλη ιστορία.
Αν θέλετε τη γνώμη μου, νομίζω ότι ο Αταμάν πέρυσι υποβάθμισε πολύ τον ρόλο που έχει σε μια ομάδα ένας προπονητής. Όσο και να προσπαθήσω δεν μπορώ να θυμηθώ πρωταθλητές Ευρώπης που η 12άδα τους στον τελικό να περιλαμβάνει 10 μεταγραφές. Ανεξάρτητα από τις «ομορφιές» που μεσολάβησαν, εκείνο που έμεινε ήταν πως το ατομικό ταλέντο μπορεί να αποδειχθεί πιο αποτελεσματικό από τη χημεία και το overcoaching. Και εντέλει πως όταν υπάρχει όντως πλούσιο ταλέντο, η επίδραση του προπονητή περιορίζεται στα βασικά. Ακόμα κι αν ο πιο κομβικός παίκτης έχει μπει στην ομάδα Νοέμβρη μήνα, δίχως την παραμικρή ιδέα από Ελλάδα, Ευρώπη, Eurolegue…
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορώ να βρω πρωταθλητή Ευρώπης με εννιά παίκτες στη 12άδα του τελικού που έπαιζαν αλλού την αμέσως προηγούμενη σεζόν. Ο Ολυμπιακός της Πόλης διέθετε «περσινούς» μόλις τρεις: τον Σπανούλη, τον Παπανικολάου και τον Κέσελι. Ο Πρίντεζης είχε επιστρέψει από τη Μάλαγα, ο Σλούκας από τον δανεισμό του στον Άρη και οι υπόλοιποι επτά ήταν νέες προσθήκες, είτε από την αρχή της σεζόν είτε στα μισά της. Όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα του rebuilding που έφερε η αλλαγή οικονομικής πολιτικής το κομβικό καλοκαίρι του 2011.
Με άλλα λόγια, αυτό που έκανε ο Αταμάν πέρυσι, το είχε κάνει εν πολλοίς ο Ντούντα από τότε και μάλιστα με το αντιστρόφως ανάλογο μπάτζετ. Το συμπέρασμα όμως είναι το ίδιο: καλή η χημεία και το δέσιμο, ακόμα καλύτερα όμως είναι να διαθέτεις έναν πραγματικό ηγέτη, ταλαντούχους συμπαίκτες και αποδοχή ρόλων απ’ όλους. Όλους τους καλύτερους προπονητές του κόσμου μαζί να βάλεις στον πάγκο σου, κανείς τους δεν μπορεί να διδάξει έναν παίκτη πώς θα βρει τα γκογκόφια για να βάλει τα μεγάλα σουτ στην κρίσιμη ώρα. Ή έστω λίγο νωρίτερα.
Οι τέσσερις αποτυχημένες απόπειρες κατάκτησης της Euroleague δεν είναι κάτι ασήκωτο, ακόμα και για τον κορυφαίο πολυαθλητικό σύλλογο της Ευρώπης βάσει τίτλων. Το ασήκωτο θα είναι η επιμονή σε μια άκαμπτη φιλοσοφία που μπορεί να σε φτάσει ως την τελική τετράδα αλλά αποδεδειγμένα δεν μπορεί να σου δώσει την κούπα. Δεν ξέρω γιατί θεωρείται ταμπού το να συζητάμε για τη δημιουργία μιας ομάδας με αθλητικούς παίκτες που θα έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή έφεση στο σκοράρισμα. Κι ας μην είναι εκ πεποιθήσεως «αλτρουϊστές» όπως ο Γουόκαπ. Όταν ένας «εγωιστής» σαν τον Σπανούλη έχει σημαδέψει με δική του ασίστ την ενδεχομένως πιο απίθανη κούπα στον 21ο αιώνα, μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος πως ο πραγματικός ηγέτης θα κάνει αυτό που πρέπει στην πιο κρίσιμη ώρα. Φτάνει να τον βοηθήσουν λιγάκι και οι γύρω του βεβαίως…
Από τους πέντε τελευταίους πρωταθλητές Ευρώπης μόνο ένας βασίστηκε περισσότερο στην ισχύ του σέντερ παρά στην ικανότητα της περιφέρειας. Θα ήθελα πολύ να πιστέψω ότι το γεγονός πως τα κατάφερε σε βάρος του Ολυμπιακού ήταν συγκυριακό, όμως όλα τα δεδομένα καταργούν κάθε σκέψη μεταφυσικής σύμπτωσης. Ο Ταβάρες τρόμαξε τους Ερυθρόλευκους, τους οδήγησε μακριά από τη ρακέτα και κάπως έτσι ισοστάθμισε τις σοβαρότατες απουσίες των Γιαμπουσέλε και Ντεκ. Όλοι οι υπόλοιποι (δυο φορές η Εφές και μια ΠΑΟ και Φενέρ) βασίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε περιφερειακούς, στους οποίους υπενθυμίζω ότι συμπεριλαμβάνονται και τα 3άρια όπως ο φετινός MVP Χέιζ-Ντέιβις.
Για να φτάσεις στο τέλος του δρόμου θα πρέπει πρώτα να το κάνεις εικόνα. Πόσοι θα μπορούσαν να φανταστούν Ολυμπιακό πρωταθλητή Ευρώπης με τους τέσσερις γκαρντ του αρχικού σχεδιασμού (πλην Φουρνιέ δηλαδή) και στο «3» τον Παπανικολάου με τους 4,8 πόντους ανά αγώνα; Την καλύτερη άμυνα του κόσμου να παίξεις, λέμε τώρα, ο αντίπαλος θα σε κάνει ασήκωτο γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Τον Μπαρτζώκα τον λατρεύω για όλα αυτά που πρεσβεύει και η φωτογραφία του με τον γιο μου θα είναι για πολύ καιρό ακόμη στο background του κινητού μου. Ότι δεν έχει αναγνωριστεί επαρκώς για όσα έχει προσφέρει στον Ολυμπιακό αλλά και στο άθλημα είναι δεδομένο, τουλάχιστον εντός συνόρων. Διότι όπως έχω πει ξανά, οι ξένοι τον αναγνωρίζουν ως ιδιοφυΐα του μπάσκετ που θα μπορούσε να μπει στην 8άδα της Euroleague ακόμα και με 12… κώνους στο ρόστερ του.
Τα πράγματα όμως είναι πολύ σοβαρά πλέον. Όποιος μπορεί να αντιληφθεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κατανοεί πως η φετινή πίεση προς τον κόουτς δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτή που θα καλούταν να αντιμετωπίσει του χρόνου. Έπειτα είναι και το άλλο: το τωρινό ρόστερ είχε περισσότερες αδυναμίες από αυτές που πιστευόταν και θα χρειαστεί σημαντικές ενέσεις ποιότητας. Όσο πιο καλές όμως θα είναι οι προσθήκες, τόσο πιο αφόρητη θα γίνει η πίεση για τον Μπαρτζώκα, πριν καλά-καλά ξεκινήσει η νέα Euroleague.
Φτάσαμε λοιπόν, στο ζουμί της ιστορίας. Καταρχάς, ο Ολυμπιακός έχει βάλει για κάποιον λόγο το κεφάλι του στον τορβά, στέλνοντας εδώ και πολύ καιρό το μήνυμα «μόνο Ευρωλίγκα». Λες και του περισσεύουν τα πρωταθλήματα, λες και δεν έγινε και κάτι με το να βρίσκει το κλείσιμο της σεζόν τον ΠΑΟ πρωταθλητή. Και κυρίως, λες και είναι απλή υπόθεση το να κοντράρεις όλη την Ευρώπη δίχως να έχεις σε μόνιμη βάση ένα από τα μεγαλύτερα μπάτζετ. Ακόμα και η ΤΣΣΚΑ με τα εξωφρενικά ποσά έχει από το 2009 κι έπειτα ακριβώς τις ίδιες Ευρωλίγκες με τους Πειραιώτες, έχοντας μάλιστα παίξει μόλις έναν τελικό ακόμα, έναντι τεσσάρων του Ολυμπιακού.
Ο υδροκεφαλισμός των αμέτρητων ξένων στο ρόστερ που στην πλειοψηφία τους δεν έχουν την κλάση για να κάνουν τη διαφορά θα πρέπει να σταματήσει. Μια 7άδα εξαιρετικών ξένων – άντε κι ένας 8ος ρολίστας – είναι υπεραρκετή για να γίνει η δουλειά στην Ευρώπη και ταυτόχρονα να μην προκαλούνται σοβαρές αναταράξεις στην Basket League. Από εκεί και πέρα προσπαθείς να φέρεις τους καλύτερους δυνατούς Έλληνες που κυκλοφορούν στην αγορά, εξασφαλίζοντας ότι θα είσαι εξίσου ανταγωνιστικός σε Euroleague και πρωτάθλημα. Ειδάλλως επιλέγεις να κάνεις δώρο στον ΠΑΟ τα επόμενα πρωταθλήματα και εσύ να κυνηγάς χρόνο χίμαιρες στο Κάουνας, το Βερολίνο, το Άμπου Ντάμπι, ακόμα τον Βόρειο Πόλο αν βρεθεί Εσκιμώος χορηγός που να ικανοποιήσει οικονομικά τη λίγκα.
Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του ο κόουτς για τη συνέχεια. Θεωρώ πως κανείς λογικός επαγγελματίας δεν θα διανοούταν να αναλάβει ένα τόσο βαρύ φορτίο για ακόμα μια σεζόν. Η διαφορά είναι πως ο Μπαρτζώκας δεν σκέφτεται ως επαγγελματίας όταν στην κουβέντα μπαίνει ο Ολυμπιακός. Λειτουργεί ως απόλυτος επαγγελματίας, σκέφτεται όμως πρωτίστως ως οπαδός. Και επειδή η τρέλα των οπαδών του Ολυμπιακού είναι μεγάλη, το ίδιο ισχύει και για τον τρις κορυφαίο τεχνικό της Ευρώπης.
Για το τι σκέφτονται οι Αγγελόπουλοι δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα, ωστόσο μπορώ να κάνω μια υπόθεση. Πιστεύω πως στο πρόσωπο του Μπαρτζώκα βλέπουν κι αυτοί τον καλύτερο δυνατό προπονητή που θα μπορούσαν να έχουν στην ομάδα τους. Και είμαι βέβαιος πως θα συνεχίσουν να τον θεωρούν τέτοιο, ακόμα κι αν φτάσει η στιγμή που κρίνουν πως αν και κορυφαίος, δεν είναι πλέον ο καταλληλότερος. Προσωπικά, δεν μπορώ να δεχτώ αποχώρηση του κόουτς από τον Ολυμπιακό χωρίς κάποια κούπα στα χέρια. Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη μπασκετική αδικία απέναντι σε έναν τόσο μεγάλο προπονητή και τόσο μεγάλο οπαδό της ομάδας, ο οποίος δέχτηκε τόσο βρώμικο πόλεμο.
Όσο γι’ αυτούς που πληρώνουν, θα συνεχίζουν να είναι πάντα εκεί χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα πέρα από την αναγνώριση που παίρνουν μια στο τόσο. Να χαλιούνται, να ματώνουν την τσέπη τους χωρίς κρατικά δεκανίκια για το καλύτερο δυνατό και στο τέλος της μέρας να φταίνε για όλα: για τις δικές τους παραλείψεις, των προπονητών, των παικτών, των γιατρών, των φυσικοθεραπευτών, των στελεχών, των σεκιουριτάδων, των παρκαδόρων, ακόμα και για το 0/6 του Βεζένκοφ…