Final Four 2025: Το ερυθρόλευκο no fear και ο τελευταίος πειρασμός του Γιώργου Μπαρτζώκα

Ο Γιώργος Χαλάς επισημαίνει ΕΥΘΕΩΣ τις ερυθρόλευκες διαφορές σε σχέση με τα προηγούμενα φάιναλ φορ και αναλύει το σκεπτικό περί «υποχρέωσης» του Ολυμπιακού να επιστρέψει τροπαιούχος, θεωρώντας πως ήρθε επιτέλους η ώρα για να πάρει τη Euroleague η κορυφαία ομάδα μιας ολόκληρης σεζόν

Νικώντας για 5η φορά σε έξι αγώνες τη Ρεάλ, ο Ολυμπιακός εξασφάλισε την παρουσία του σε φάιναλ φορ για 14η φορά στην ιστορία του. Κι αν ο συγκεκριμένος αριθμός δεν ακούγεται ήδη αρκετά μεγάλος σε κάποιους, ίσως να τους εντυπωσιάσει λίγο παραπάνω το ότι στο Άμπου Ντάμπι οι Ερυθρόλευκοι θα έχουν συμπληρώσει 10 συμμετοχές στην τελική φάση της Euroleague από το 2009 κι έπειτα.

Για να αντιληφθούμε το πλήρες μέγεθος της επιτυχίας των Πειραιωτών υπάρχουν κάμποσοι αριθμοί ακόμη. Όπως ότι ο Παναθηναϊκός στο ίδιο διάστημα έχει μόλις τέσσερις παρουσίες (η τρίτη από την τέταρτη είχαν απόσταση 12 ετών) και εξασφάλισε την 5η με πολύ άγχος το βράδυ της περασμένης Τρίτης. Ή ότι για πρώτη φορά στην ιστορία μια ελληνική ομάδα θα δώσει το «παρών» σε τέταρτο σερί φάιναλ φορ.

Πόσο απλό είναι φτάσεις στην τελική τετράδα του Μαΐου; Ειδικά για τον Ολυμπιακό, καθόλου. Το 2022 ήταν η πρωτάρα Μονακό, η οποία όμως προερχόταν από ένα τρομερό φινάλε στη regular season που της είχε δώσει τον άτυπο τίτλο της μακράν καλύτερης ομάδας στον β’ γύρο με 13 νίκες σε 16 ματς (το 17ο κόντρα στην ΤΣΣΚΑ δεν έγινε ποτέ λόγω του εμπάργκο για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία).

Το 2023 ήταν η Φενέρ του Ιτούδη που φιλοδοξούσε να επιστρέψει στο φάιναλ φορ για πρώτη φορά στη μετά Ομπράντοβιτς εποχή, την οποία μάλιστα οι πρωτοπόροι Ερυθρόλευκοι «πήραν μαζί τους» μέσω της νίκης τους την τελευταία αγωνιστική επί της Μπασκόνια. Ακόμα και σήμερα φαντάζει αδιανόητο ότι μια ομάδα προτίμησε να νικήσει και να πέσει πάνω σε έναν από τους πιο δύσκολους αντιπάλους, αντί να εμφανιστεί αδιάφορη και να «επιλέξει» τη Ζαλγκίρις. Αδιανόητο αλλά… μπαρτζωλυμπιακό.

Πέρυσι τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Εν μέσω αμέτρητων προβλημάτων αλλά και μεταγραφικών επιλογών που δεν απέδωσαν, ο Ολυμπιακός βρέθηκε με μειονέκτημα έδρας στα πλέι οφ. Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό ήταν και η «απροσδόκητη» ήττα της Ρεάλ στη Μαδρίτη από τον Παναθηναϊκό, σε μια περίοδο που οι Μαδριλένοι αποφάσισαν να τραβήξουν το πόδι από το γκάζι και να κάνουν τρεις σερί ήττες (Αρμάνι εκτός, ΠΑΟ, Φενέρ εντός), όσες δηλαδή είχαν στις 25 πρώτες αγωνιστικές!

Η υπό νορμάλ συνθήκες τριπλή ισοβαθμία που θα έφερνε τον Ολυμπιακό 4ο και τον ΠΑΟ 5ο δεν προέκυψε ποτέ και κάπως έτσι η ομάδα του Μπαρτζώκα έπεσε πάνω στην Μπαρτσελόνα. Την οποία χρειάστηκε να νικήσει τέσσερις φορές για την αποκλείσει, αφού η παλιοπαρέα των Μπελόσεβιτς – Ντιφαλά σκηνοθέτησε το ριφιφί του Game 3.

Φέτος, ο Ολυμπιακός πήρε για δεύτερη φορά την πρωτιά στην κανονική περίοδο, παραμένοντας η μοναδική ελληνική ομάδα που έχει πετύχει κάτι τέτοιο. Για το ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ουσιαστικό αντίκρισμα σε ό,τι αφορά το εν λόγω επίτευγμα, αυτό μόνο η Euroleague θα μπορούσε να το έχει καταφέρει. Αν θέλετε επεξήγηση, πολύ ευχαρίστως.

Η λίγκα με το πιο άδικο σύστημα διεξαγωγής

Από το 2016 που ξεκίνησε το ενιαίο πρωτάθλημα των 34 αγωνιστικών, η κούπα δεν κατέληξε ποτέ στα χέρια του πρώτου της regular season. Το τρόπαιο έχει πάει από δυο φορές στον 2ο, τον 3ο και τον 5ο, έχει πάει ακόμα και στον 6ο (η Εφές του 2022), ποτέ όμως στην κατά τεκμήριο κορυφαία ομάδα της κανονικής σεζόν.

Σε καμία μπασκετική λίγκα του κόσμου δεν συναντάται ο παραλογισμός της Euroleague. Να παίζεις δηλαδή ένα πρωτάθλημα 34 αγωνιστικών κόντρα σε όλες τις ομάδες της διοργάνωσης, στη συνέχεια να γίνεται ένας γύρος πλέι οφ στις 3 νίκες και στο τέλος να μπαίνουν όλοι στο ίδιο καζάνι για να κριθούν οι κόποι μιας ολόκληρης χρονιάς σε δυο μονούς αγώνες μέσα σε 48 ώρες.

Από την ταπεινή Basket League μέχρι το NBA, δεν θα βρείτε πουθενά σύστημα διεξαγωγής σαν αυτό της Ευρωλίγκας. Άσχετο, αλλά δεν έχω καταλάβει γιατί κάποιοι επιμένουν να μην κλίνουν την Ευρωλίγκα, δηλαδή τον εξελληνισμένο όρο της Euroleague. Και ακούω κάθε τόσο σε μεταδόσεις «της Ευρωλίγκα» και με πιάνουν τα διαόλια μου. Όπως ανατριχιάζω και στο «τρεισήμισι λεπτά», αντί του ορθού «τριάμισι».

Γιατί είναι λανθασμένο και εντέλει άδικο το σύστημα διεξαγωγής της Euroleague; Διότι δεν είναι δυνατόν να παίζουν όλοι με όλους και στο τέλος ο πρώτος να μην έχει κανένα ουσιαστικό πλεονέκτημα. Το νόημα της πρώτης θέσης σε μια λίγκα που περιλαμβάνει post season είναι να δίνει ισχυρά κίνητρα για την κατάκτησή της. Προσέξτε, μιλάμε για λίγκα και όχι για τουρνουά ομίλων που κάποιοι παίζουν με κάποιους άλλους και μετά από ένα σημείο ξεκινούν τα νοκ άουτ.

Ο Ολυμπιακός βγήκε πρώτος το 2023 και έπεσε (και με δική του ευθύνη ασφαλώς) πάνω στη Φενέρ. Ξαναβγήκε φέτος πρώτος και του έκατσε η Ρεάλ, δηλαδή η ομάδα που έχει στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης 11 φορές, έχει χάσει άλλους δέκα τελικούς και αποτελεί τον μπασκετικό εκπρόσωπο του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού οργανισμού στον πλανήτη.

Αυτό το μέγεθος κλήθηκε να αποκλείσει η ομάδα του Μπαρτζώκα και το έκανε για δεύτερη φορά σε διαδικασία πλέι οφ, με το ίδιο σκορ όπως και την πρώτη (2009). Και τώρα; Τι γίνεται τώρα; Η ομάδα που μόχθησε για να βγει πρώτη στην κανονική περίοδο και πέταξε έξω τη Ρεάλ με ευκολία, καλείται να αντιμετωπίσει άλλους δυο αντιπάλους μέσα σε 48 ώρες, σε άλλη ήπειρο.

Σε μια λίγκα όπου θα επικρατούσε η κοινή λογική, η διοργάνωση θα ολοκληρωνόταν με πλέι οφ μέχρι και τους τελικούς. Ο πρώτος της regular season θα είχε το απόλυτο πλεονέκτημα έδρας κι έτσι δεν θα χρειαζόταν να μπει ποτέ κανείς σε δεύτερες σκέψεις για τον αν τον συμφέρει να βγει πρώτος, δεύτερος ή τρίτος, κοιτώντας κοντόφθαλμα μονάχα το σταύρωμα στην 8άδα.

Ακόμα και ο δεύτερος θα είχε σοβαρά κίνητρα να παραμείνει δεύτερος, γνωρίζοντας πως θα έχει πλεονέκτημα έδρας μέχρι και τα ημιτελικά. Και βέβαια, εννοείται ότι ο πρωταθλητής Ευρώπης που θα προέκυπτε θα ήταν πραγματικά αδιαμφισβήτητος, έχοντας επικρατήσει σε τρεις διαφορετικές σειρές αγώνων.

Κι αν το πρόβλημα είναι τα πολλά ματς, βάλε μέσα 28 ομάδες που θα παίξουν όλοι με όλους από μια φορά σε 27 αγωνιστικές (το ποιος θα παίξει ένα εντός έδρας ματς παραπάνω θα προκύπτει από την κατάταξη της προηγούμενης σεζόν ή από απλή κλήρωση) και ξεκίνα από τους «16» με best of three και best of five από τα προημιτελικά κι έπειτα. Αυτό είναι ένα πολύ πρόχειρο φορμάτ που είμαι βέβαιος ότι μπορεί να γίνει πολύ καλύτερο μετά από περισσότερη σκέψη. Πάντοτε όμως με την προϋπόθεση ότι ο πρωταθλητής Ευρώπης δεν θα προκύπτει μέσα σε ένα 48ωρο αλλά μετά από σειρά αγώνων.

Παρατήρησα πως για πολύ κόσμο ο αποκλεισμός της Ρεάλ θεωρήθηκε κάτι σχετικά απλό, για να μην πω αυτονόητο. Λες και υπάρχει άλλη ελληνική ομάδα που έχει αποκλείσει τους Μαδριλένους σε πλέι οφ και μάλιστα δυο φορές. Όσες έχει τεθεί αντιμέτωπος των Μερένγκες ο ΠΑΟ, κάνοντας όλη κι όλη μια νίκη σε δυο διαδοχικές σειρές (2018 και 2019).

Το κεφάλαιο «Ολυμπιακός και Euroleague» μπορεί να προσεγγιστεί με πολλούς τρόπους. Είναι αλήθεια πως οι τρεις κούπες σε 13 συμμετοχές στο φάιναλ φορ ακούγονται λίγες, ειδικά αν υπολογίσουμε τους έξι χαμένους τελικούς. Δύσκολα βεβαίως θα βρείτε ομάδα να έχει παίξει δυο φορές στη φυσική έδρα του αντιπάλου (Ρεάλ 2015, Φενέρ 2017) και μια ακόμη στη χώρα του (Ρεάλ, Σαραγόσα 1995), ενώ άλλες δυο να έχει χάσει στο τελευταίο σουτ (1994, 2023). Με απλά λόγια, το πεταχτάρι του Πρίντεζη στην Πόλη είναι η ελάχιστη δυνατή αποζημίωση για όσα έχουν δει τα ματάκια μας στους ερυθρόλευκους τελικούς.

Αν όμως θεωρήσουμε… αποτυχημένο τον Ολυμπιακό, τι να πούμε για την ΤΣΣΚΑ που έχει εμφανιστεί σε 18 φάιναλ φορ από το 2001 και πήρε την κούπα μόλις τέσσερις φορές. Έχοντας μάλιστα συχνότατα το μεγαλύτερο μπάτζετ στην Ευρώπη, δηλαδή καμία σχέση με αυτά που ισχύουν για τους Πειραιώτες ειδικά από το 2011 κι έπειτα.

Είναι αλήθεια πως οι περισσότεροι οπαδοί του Ολυμπιακού έχουν μανουριάσει από πέρυσι, όχι γιατί η ομάδα τους γύρισε ξανά με άδεια χέρια από το Βερολίνο (το ότι βρέθηκε εκεί ήταν έτσι κι αλλιώς υπέρβαση βάσει συνθηκών) αλλά γιατί η κούπα πήγε στον Παναθηναϊκό. Το ότι στο διάστημα της αποχής των Πρασίνων από τα φάιναλ φορ ο Ολυμπιακός πήρε δυο φορές την Ευρωλίγκα, ήταν τρεις φορές φιναλίστ και άλλες δυο στον μικρό τελικό μάλλον το περνάμε στα ψιλά. Όπως και να το κάνεις, είναι πιο πρόσφατη η επιτυχία των Πρασίνων από το θρυλικό back to back, σε βαθμό που να μη λογαριάζεται όσο θα έπρεπε η συνέπεια παραμονής των Πειραιωτών σε τοπ επίπεδο. Αυτό που αγνοούσε ο αιώνιος αντίπαλός τους για μια ντουζίνα χρόνια…

Σε αυτό το μακρύ διάστημα της ευρωπαϊκής ανυπαρξίας του, ο ΠΑΟ είχε μόνιμο αποκούμπι τον «φάρο» του Βασιλακόπουλου που έκανε ό,τι μπορεί προκειμένου να χρυσώσει το χάπι των αλλεπάλληλων αποτυχιών στη Euroleague. Κάποιοι, παρασυρμένοι ίσως από τα τρολ των δημοσιογραφικών βόθρων, ξεχνούν ότι το περυσινό ήταν μόλις το πρώτο φάιναλ φορ της εποχής Δημήτρη Γιαννακόπουλου, που ανέλαβε τα ηνία της ομάδας τη σεζόν 2012/13.

Για την ξαφνική απλοχεριά το καλοκαίρι του 2023, δεν χρειάζεται να λέμε κάθε φορά τα ίδια. Αυτό βεβαίως δεν απασχολεί τους οπαδούς, είτε του ενός είτε του άλλου. Αυτοί του ΠΑΟ είδαν φάιναλ φορ μετά από 12 χρόνια και κούπα μετά από 13 και ουδόλως ενδιαφέρονται για το πώς ξαφνικά οι χορηγοί άρχισαν να κάνουν ουρά έξω από το χαρισμένο ΟΑΚΑ. Ούτε και θα προβληματιστούν για το παγκόσμιο ρεκόρ των τεσσάρων σερί ορισμών του αχώριστου ντουέτου Ντιφαλά – Μπελόσεβιτς (συνολικά πέντε σε post season, αν βάλουμε μέσα και το Game 1 με την Εφές), με τους οποίους οι Πράσινοι πανηγύρισαν δυο προκρίσεις και μια νίκη στον τελικό.

Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Από ένα σημείο κι έπειτα κανείς δεν πρόκειται να δώσει ελαφρυντικά στην ομάδα του επειδή οι απέναντι ευνοούνται ξεδιάντροπα από το κράτος. Στην τελική, θα σου πουν ξερά «αφού το παιχνίδι παίζεται έτσι, πρέπει κι εμείς να κινηθούμε αναλόγως». Κι ας ξέρουν όλοι ότι οι Αγγελόπουλοι δεν θα διανοούνταν ακόμη και να σκεφτούν οποιαδήποτε μη σύννομη ή έστω ανήθικη πρακτική.

Στους «όλους» δεν συμπεριλαμβάνονται οι εργολάβοι των σηπτικών δεξαμενών που ταΐζουν δηλητήριο και τοξικότητα όσους τους παίρνουν στα σοβαρά πάνω στην οπαδική απελπισία τους. Αναλογιστείτε πώς νιώθει ένας οπαδός του Ολυμπιακού μετά από δυο χρόνια χωρίς πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο και πολλαπλασιάστε αυτά τα συναισθήματα επί χίλια. Διότι δεν μιλάμε απλώς για μια 15ετία χωρίς κούπα, αλλά για συνολικά 29 χρόνια με μόλις δύο πρωταθλήματα.

Ακούνε λοιπόν αυτοί οι δηλητηριασμένοι για «μαφίες», «τιμοκαταλόγους» και «αγορασμένα τρόπαια» και το μυαλό τους αδυνατεί να κάνει οποιαδήποτε συγκροτημένη σκέψη. Πόσο μάλλον να αναρωτηθεί για το προφανές: αν η Ευρωλίγκα της εποχής Μπερτομέου – Μποντίρογκα είναι τόσο διεφθαρμένη όσο διαφημίζουν τα πιστόλια της ενημέρωσης, τι λέει αυτό για την ομάδα που έχει πάρει τις περισσότερες κούπες επί ημερών τους; Και η οποία είναι άχαστη, αφού έχει 5/5 τελικούς.

Είναι τόσο… ομαδάρα η ομάδα τους που καταφέρνει να λυγίζει ακόμα και τους αγορασμένους διαιτητές; Αγορασμένους από άλλους, ασφαλώς. Όπως πέρυσι καλή ώρα που ο Μποντίρογκα έστελνε συνεχώς το δίδυμο της ακολασίας για να αδικεί τον Παναθηναϊκό σε όλα τα κρίσιμα νοκ άουτ. Ή όπως το 2007 που η… αύρα του ΟΑΚΑ δεν ήταν από μόνη της αρκετή και χρειάστηκε ρεκόρ βολών στην ιστορία των τελικών προκειμένου να μην πάει η κούπα στην ΤΣΣΚΑ. Για να μην πούμε για την κακιά FIBA που τόλμησε να ζητήσει συγγνώμη στην Μπαρτσελόνα με μια πρωτοφανή στα χρονικά ανακοίνωση για τα λάθη που έκριναν τον τίτλο του 1996.

Μπαρτσελόνα Παναθηναϊκός FIBA ανακοίνωση συγγνώμη

Μέχρι όλοι αυτοί οι υποδοχείς τοξικότητας να καταφέρουν να σκεφτούν καθαρά και να πάρουν στο κυνήγι όσους τους δουλεύουν ψιλό γαζί, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Η αλήθεια είναι πως τώρα που το ξανασκέφτομαι, οι προπηλακισμοί σε γυναικόπαιδα δεν είναι καν το πιο σοκαριστικό απ’ όσα έχουμε δει στο ΟΑΚΑ τις τελευταίες μέρες. Τουλάχιστον όχι όσο το να βλέπεις ένα μικρό κοριτσάκι να προσπαθεί να φτύσει παίκτες αντίπαλης ομάδας που περνούν από δίπλα του για να μπουν στο παρκέ.

Σε περίπου δέκα μέρες ο Ολυμπιακός θα αναχωρήσει για το Άμπου Ντάμπι. Όλα δείχνουν ότι θα βρεθεί εκεί χωρίς απουσίες αν δεν προκύψει κάτι έκτακτο, με δεδομένο ότι μεσολαβεί τουλάχιστον ένα ματς (ο δεύτερος ημιτελικός με την ΑΕΚ στις 15/5) και με την ελπίδα να μη χρειαστεί τρίτο δυο μέρες αργότερα. Δεν ξέρω πότε ακριβώς ήταν η τελευταία φορά που ο Μπαρτζώκας είχε για συνεχόμενες εβδομάδες όλο το ρόστερ στη διάθεσή του, σίγουρα όμως θα πρέπει να ανατρέξουμε στη σεζόν 2022/23.

Μιλώντας για τραυματισμούς, έχω δεχτεί πάρα πολλές ερωτήσεις σχετικά με την περίπτωση του Κίναν Έβανς. Δεν έχω όμως να πω κάτι παραπάνω σε σχέση με όσα έχουν ειπωθεί από τον ίδιο τον προπονητή. Στις 4 Απριλίου ο Αμερικανός κάθισε για πρώτη φορά στον πάγκο στο Βερολίνο και το ίδιο βράδυ ο Γιώργος Μπαρτζώκας δήλωσε πως υπήρξε αρχικά η σκέψη να χρησιμοποιηθεί, αλλά προτιμήθηκε να κάνει λίγες προπονήσεις ακόμη και να παίξει στο επόμενο ματς (με τη Μακάμπι).

Κάτι τέτοιο δεν συνέβη και όταν ρωτήθηκε σχετικώς ο κόουτς μετά το παιχνίδι με τους Ισραηλινούς, είπε επί λέξει τα παρακάτω: «Ερχόμενος από έναν τέτοιο τραυματισμό απουσίας οκτώ – δέκα μηνών, δεν ξέρω αν είναι ωραία ιδέα να τον βάλεις σε παιχνίδια που καίνε. Όχι ότι δεν έχει την προσωπικότητα και την ποιότητα για να ανταπεξέλθει, αλλά πρέπει να ματσάρει την ταχύτητα και την ένταση που θα παίζονται τα ματς και θα θέλει λίγο χρόνο». Όπως γίνεται αντιληπτό, το παράθυρο για επιστράτευση του Έβανς έκλεισε οριστικά.

Θα πω για πολλοστή φορά πως ο Γιώργος Μπαρτζώκας δεν έχει να αποδείξει τίποτα ως προπονητής. Αν αύριο κληθούν όλοι οι Ευρωπαίοι μπασκετόφιλοι να ψηφίσουν για τον κορυφαίο τεχνικό της Euroleague, ο κόουτς του Ολυμπιακού θα είναι πρώτος με πολύ μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο. Το αποτέλεσμα δεν θα αλλοιωνόταν σημαντικά ακόμα κι αν στους μπασκετόφιλους συμπεριλαμβάνονταν κι εκείνοι που εδώ και δεκαετίες δεν έχουν την επιλογή να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο και έχουν στραφεί αναγκαστικά στο μπάσκετ, προφανώς με αποκλειστική ευθύνη του Ολυμπιακού. Εσχάτως και στο βόλεϊ, όπου τα πρωταθλήματα έρχονται αραιά αλλά με… προσαυξήσεις, όπως ίσως διαπιστώσατε όσοι είστε τακτικοί αναγνώστες του ΑΘΛΟΥ.

Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία για το ότι πρόκειται για τον μακράν πιο επιδραστικό προπονητή στο σύγχρονο ευρωπαϊκό μπάσκετ, με την αγωνιστική φιλοσοφία του να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης ακόμα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Γενικώς, σε όποια χώρα δεν υπάρχουν ΜΜΕ συνδεδεμένα απευθείας με το αποχετευτικό σύστημα (όπως θα έλεγε και ο Κωνσταντίνος Κατακουζηνός), ο Μπαρτζώκας αναγνωρίζεται ως μια πραγματική ιδιοφυΐα του αθλήματος. Αυτονόητα τα εύσημα πηγαίνουν και στους συνεργάτες του, για να μην ξεχνιόμαστε.

Το κακό είναι πως όσο σπουδαίος κι αν είναι ένας προπονητής, όσο καλά κι αν έχει προετοιμάσει την ομάδα, όσο εξαιρετικά κι αν την έχει οπλίσει με εντυπωσιακά plays και μια ολόκληρη μπασκετική φιλοσοφία που δεν έχει ταίρι στην Ευρώπη, στις κρίσιμες στιγμές τα πάντα εξαρτώνται αποκλειστικά από τους παίκτες. Αν μάλιστα συζητάμε συγκεκριμένα για φάιναλ φορ και τελικούς Euroleague, από τους παίκτες που έχουν την μπάλα στα χέρια τους και που καλούνται να πάρουν την πιο μεγάλη ευθύνη.

Οι παίκτες με την μπάλα στα χέρια

Στην εποχή της σημερινής Euroleague (2000 κι έπειτα), μονάχα τέσσερις μη γκαρντ πήραν τον τίτλο του MVP σε φάιναλ φορ. Από αυτούς τους τέσσερις μονάχα ένας ήταν βαρύ σέντερ και η βασική υπαιτιότητα για ό,τι συνέβη στο Κάουνας βαραίνει τόσο τον Φαλ όσο και συνολικά την ομάδα που δεν κατάφερε να βρει τρόπο για να αποτρέψει το μπούλινγκ του Ταβάρες σε όποιον πλησίαζε τη ρακέτα της Ρεάλ.

Το ασύλληπτα παρανοϊκό είναι πως άλλοι δυο ήταν επίσης MVP σε βάρος των Πειραιωτών: ο Νοτσιόνι το ’15 και ο Έκπε Ούντο δυο χρόνια αργότερα. Για να μην το κουράζουμε περαιτέρω, ο μόνος μη γκαρντ MVP σε φάιναλ φορ που δεν είχε τον Ολυμπιακό απέναντί του ήταν ο Κλάιμπερν το 2019 (ΤΣΣΚΑ – Εφές).

Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι οι τρεις κούπες των Ερυθρολεύκων ήρθαν με MVP τον άπιαστο Ρίβερς το 1997 και τον μυθικό Σπανούλη στο back to back. Έστω κι αν ο Παπανικολάου έκανε το παιχνίδι της ζωής του στον τελικό της Πόλης και ότι βάσει στατιστικής ήταν ο κορυφαίος κόντρα στην ΤΣΣΚΑ. Όταν όμως σε μια – δυο φάσεις κρίνονται οι κόποι μιας σεζόν (και πολύ παραπάνω κάποιες φορές), τα όσα έχουν προηγηθεί στα 39 και κάτι λεπτά σχεδόν δεν μετράνε.

Τι έκανε ο Σπανούλης της Πόλης, τον οποίο παρεμπιπτόντως θέλουν σε δυο εβδομάδες όλοι οι Ολυμπιακοί να δουν με σκυμμένο το κεφάλι, για πρώτη φορά από το 2010 κι έπειτα; Πήρε στα χέρια του την μπάλα για την τελευταία επίθεση, έχοντας 8,5” στη διάθεσή του για να αποφασίσει, να ενορχηστρώσει αλλά και να εκτελέσει τα πάντα. Χωρίς τάιμ άουτ, χωρίς καν η επίθεση να προέλθει από επαναφορά αλλά από ριμπάουντ, ο Βασίλης άφησε στην άκρη περίπλοκες τακτικές και ψαγμένες οδηγίες για να λειτουργήσει με το ένστικτο του τεράστιου παίκτη.

Υποθέτοντας πως όλη η προσοχή της ΤΣΣΚΑ θα πέσει πάνω του, βάζει σε εφαρμογή ένα παράτολμο σχέδιο: να εμπιστευτεί την μπάλα σε κάποιον άλλον. Η σκέψη του Σπανούλη αποδεικνύεται ολόσωστη αφού το μαρκάρισμά του ξεκινάει με τον Σβεντ, στο χάι ποστ έρχεται το ντουμπλάρισμα του Τεόντοσιτς και στο τελευταίο βήμα μέσα στη ρακέτα τον περιμένει ο τεράστιος Κιριλένκο.

Με μια θεωρητικά «απλή» κίνηση ο Σπανούλης διαλύει όλη τη ρωσική άμυνα και δίνει τη δυνατότητα στον Πρίντεζη να πετάξει την μπάλα από τα 3 μέτρα. Για όσους γνωρίζουν ή μπορούν να φανταστούν τη νοοτροπία και το σκεπτικό του Βασίλη, η έκπληξη είναι τεράστια. Ένας γεννημένος νικητής εμπιστεύεται μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας του (δηλαδή το πρώτο του τρόπαιο ως απόλυτος ηγέτης) σε κάποιον άλλον. Ενστικτωδώς και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ο – όπως όλοι οι θρύλοι – «εγωιστής» Σπανούλης λειτουργεί ως δόλωμα έχοντας αποφασίσει ότι τίποτε δεν μετράει περισσότερο από την τελική νίκη.

Στην προηγούμενη τριετία, ο Ολυμπιακός δεν είχε στην περιφέρειά του τον παίκτη-φόβητρο. Δηλαδή έναν τύπο με τις ικανότητες αλλά και την προσωπικότητα να καθαρίσει στα δύσκολα και ειδικά εκεί που κρίνονταν όλα. Πρόπερσι, ο επίδοξος αντι-Σπανούλης πήρε το τελευταίο σουτ και το έχασε. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν εκεί, αλλά στο γεγονός πως έκλεισε τον τελικό με 6 πόντους και μόλις έναν στην τελευταία περίοδο.

Για πολλοστή φορά στην καριέρα του, ο Σλούκας αποδείκνυε ότι ήταν ένας σπουδαίος παίκτης μεν, αλλά που δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εκείνος ο μπροστάρης μιας ομάδας. Στα χρόνια του στον Ολυμπιακό ήταν πάντα στη σκιά του Σπανούλη (στον τελικό του 2015 ο Βασίλης ήταν σε κακή κατάσταση και ουδείς μπόρεσε να βγει μπροστά για να αποτρέψει τη βαριά ήττα από τη Ρεάλ), στoυς τρεις τελικούς με τη Φενέρ η κορυφαία εμφάνισή του ήταν το 2016 με 6 PIR (στους άλλους δυο είχε μόλις 3 δίχως να απαιτείται από αυτόν κάτι περισσότερο) και η μόνη εξαίρεση σε όλα τα παραπάνω ήρθε πέρυσι στον τελικό του Βερολίνου.

Βέβαια, όλοι αναγνωρίζουν πως ο Παναθηναϊκός δεν θα έφτανε ούτε στο φάιναλ φορ αν ο Αταμάν δεν έπαιρνε γρήγορα χαμπάρι ότι η σεζόν θα πήγαινε στον βρόντο με την τετράδα Σλούκα – Γκραντ – Βιλντόσα – Κάιλ Γκάι, δίνοντας την εντολή να αποκτηθεί με κάθε κόστος ο Κέντρικ Ναν. Ο Αμερικανός έγινε πολύ γρήγορα ο μπροστάρης της πράσινης επίθεσης και σήμερα ουδείς θα μπορούσε να φανταστεί ανταγωνιστικό ΠΑΟ χωρίς αυτόν. Αντιθέτως, θα μπορούσε κάλλιστα να φανταστεί τους Πράσινους ομάδα πρωταθλητισμού με κάποιον άλλον στη θέση του Σλούκα, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχει στο ρόστερ το πολυεργαλείο Τζέριαν Γκραντ.

Ένα μοτίβο που δεν μπορεί να αγνοηθεί

Στα τελευταία 6’47” του ημιτελικού με την Εφές ο Ολυμπιακός βάζει 5 πόντους: ένα καλάθι του Χασάν Μάρτιν 20” πριν τη λήξη, δυο βολές του Σλούκα και άλλη μια του Ντόρσεϊ. Στον τελικό με τη Ρεάλ οι Ερυθρόλευκοι βάζουν 4 πόντους στα τελευταία 6 λεπτά: ένα καλάθι και μια βολή του Κάνααν και άλλη μια βολή του Βεζένκοφ. Η συγκομιδή στον περυσινό ημιτελικό ήταν ελαφρώς καλύτερη (6 πόντοι στα τελευταία 5’30”), με τη σημαντική υποσημείωση πως το ματς είχε ουσιαστικά τελειώσει από νωρίς και η Ρεάλ δεν επέτρεπε να μπαίνουν ιδέες ανατροπής στο μυαλό των παικτών του Μπαρτζώκα.

Θεωρώ ότι το μοτίβο του κρισιμότερου νοκ άουτ αγώνα κάθε χρονιάς στην προηγούμενη τριετία είναι σαφές και δεν μπορεί να αγνοηθεί. Στα παραπάνω προσθέστε και τη λεπτομέρεια πως στα τελευταία τρίλεπτα των προαναφερθέντων αγώνων ο Ολυμπιακός πήγε μονάχα μια φορά στις βολές (δυο εύστοχες του Σλούκα με την Εφές στα 61” πριν τη λήξη). Που σημαίνει ότι δεν είχε τον τρόπο να απειλήσει με προσωπική προσπάθεια, αναγκάζοντας τον αντίπαλο να καταφύγει σε φάουλ για να γλιτώσει ένα πιθανό καλάθι.

Ο καθένας μπορεί να τα διαβάσει όλα αυτά όπως θέλει. Στα δικά μου μάτια αυτό το επαναλαμβανόμενο φαινόμενο μαρτυρά πως στις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν υπήρξε στο παρκέ ο μπροστάρης που θα πάρει την μπάλα στα χέρια με αποφασιστικότητα και θα πάει με τσαμπουκά προς το αντίπαλο καλάθι, σκοράροντας ή παίρνοντας φάουλ για βολές.

Υπάρχει κι ένα ακόμη στοιχείο που κράτησα για ξεχωριστή αναφορά. Στα τελευταία (τουλάχιστον) έξι λεπτά των τριών χαμένων ημιτελικών και τελικών, ο Ολυμπιακός βρήκε μόλις ένα τρίποντο. Του ΜακΚίσικ στον ημιτελικό με τη Ρεάλ, όταν η διαφορά ήταν στο -12 τριάμισι λεπτά πριν το τέλος. Και αυτό ολοκληρώνει την παράθεση των δεδομένων που οδηγούν στο τελικό συμπέρασμα.

Όσο καλά κι αν παίζει μια ομάδα, όσο εξαιρετικά κι αν την έχει διδάξει ο προπονητής της να κυκλοφορεί την μπάλα και να βρίσκει ελεύθερα σουτ, έρχεται νομοτελειακά η ώρα που τα μεγάλα σουτ δεν υπόθεση συστήματος και τακτικής αλλά χαρακτήρα και προσωπικότητας. Ακόμα κι όταν η κυκλοφορία δεν βραχυκυκλώνει από την έξτρα πίεση των περιστάσεων, το ελεύθερο σουτ που ενδεχομένως θα προκύψει έχει πολλαπλάσια πίεση στα τελευταία λεπτά.

Εδώ και κάποια χρόνια ο Ολυμπιακός είναι η ομάδα που έχει απείρως περισσότερες πιθανότητες να φάει το τελευταίο σουτ του μεγάλου αγώνα παρά να το βάλει. Για να μην ανοίξουμε το πράγμα και στην εγχώρια πραγματικότητα και θυμηθούμε πόσες φορές αστόχησαν οι Ερυθρόλευκοι πέρυσι στο τελευταίο δίλεπτο του 4ου τελικού, όταν ουσιαστικά έκαναν δώρο τον τίτλο στον ΠΑΟ. Γιατί αλίμονο σε όποιον πίστευε πως υπήρχε έστω και μια πιθανότητα νίκης μέσα στο ΟΑΚΑ, με την πράσινη τοξικότητα να έχει σπάσει κάθε ρεκόρ.

Το πρόβλημα της ομάδας στα κρίσιμα σημεία των μεγάλων αγώνων της προηγούμενης τριετίας δεν ήταν ποτέ η αμυντική λειτουργία αλλά η φανερή ανεπάρκεια στην επίθεση. Εφόσον το δείγμα είναι πλέον πολύ μεγάλο για να θεωρηθεί συγκυριακό ή μη αντιπροσωπευτικό, θα είναι εγκληματικό αν δεν επιστρατευτεί κάθε μέσο προκειμένου να μην έχουμε ρεπετισιόν για 4η χρονιά.

Περισσότερο από ποτέ, είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η στιγμή που κάθε «εγωισμός» και κάθε «καθώς πρέπει» προσέγγιση θα πρέπει να πάνε στην άκρη απ’ όλους, όπως ακριβώς συνέβη στην τελευταία φάση του τελικού της Πόλης. Ακόμα κι αν χρειαστεί να εγκαταλειφθούν προσωρινά κάποιες βασικές «αρχές». Είτε αυτές αφορούν τον χρόνο συμμετοχής, είτε τον αριθμό προσπάθειών που παίρνει ή όχι ένας παίκτης, ακόμα και τα πρόσωπα της αρχικής πεντάδας αν αυτό είναι ικανό να βάλει στον αντίπαλο έναν παράγοντα που δεν είχε υπολογίσει εξαρχής.

Γιατί, κακά τα ψέματα, μέσα στο συνολικό αγωνιστικό μεγαλείο του, ο Ολυμπιακός του Μπαρτζώκα είναι μια ομάδα που ξέρεις πώς θα λειτουργήσει σχεδόν σε κάθε φάση, ασχέτως αν μπορείς να το αντιμετωπίσεις ή όχι. Τουλάχιστον αυτό φάνηκε στα προηγούμενα φάιναλ φορ, έστω και με τις ιδιαιτερότητες του καθενός εξ αυτών. Θεωρώ όμως ότι φέτος υπάρχουν τα εχέγγυα για μια διαφορετική «συνταγή» αν παραστεί ανάγκη.

Το τι μπορεί να κάνει και τι όχι π.χ. ο Φαλ ή ο Γουόκαπ – ειδικά στα φάιναλ φορ – το γνωρίζουν καλά όσοι παρακολουθούν τακτικά αγώνες Ευρωλίγκας, πόσο μάλλον τα αντίπαλα επιτελεία. Αν λοιπόν κριθεί αναγκαίο, δεν είναι ντροπή ο Μουσταφά να παίξει ένα δεκάλεπτο ή και λιγότερο, μοιράζοντας τον υπόλοιπο χρόνο σε Μιλουτίνοφ και Ράιτ. Για τον οποίο Ράιτ διαβάζω συχνά εκτρώματα αλλά ποτέ ένα «μπράβο» σε ένα παιδί που κρίνεται πάντα αυστηρά σε κάθε παράλειψη και που σπανιότατα του αναγνωρίζεται το γεγονός πως όσο βρίσκεται στο παρκέ το +/- της ομάδας είναι σχεδόν πάντοτε θετικό.

Οι 2+1 παράμετροι που μπορούν να κάνουν τη διαφορά (και) στα κρίσιμα

Δίχως αμφιβολία, το ρόστερ με το οποίο θα πάει ο Μπαρτζώκας στο Άμπου Ντάμπι είναι το πιο ποιοτικό που είχε ποτέ στη διάθεσή του. Είναι μια ομάδα που την έχει χτίσει πέτρα-πέτρα μαζί με τους συνεργάτες του και που η υπέρβαση των Αγγελόπουλων του έδωσε τη δυνατότητα να απογειώσει φέτος με συγκεκριμένες προσθήκες. Συνεπώς, υπάρχουν αυτή τη στιγμή τουλάχιστον τρεις καλοί λόγοι για να περιμένουμε κάτι διαφορετικό σε τούτη την περίσταση.

Ξεκινάμε με τον Σέιμπεν Λι. Στους πρώτους μήνες του στην Ευρώπη ο Αμερικανός έκανε πάταγο. Σε οκτώ ματς με τη Μακάμπι στη Euroleague πρόλαβε να ξεπεράσει τους 12 πόντους μ.ο. (και 12,2 PIR) παίζοντας κάτι λιγότερο από 20 λεπτά, ενώ με τη Μανίσα τρομοκράτησε όλο το BCL αποχωρώντας ως ο πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης.

Η ραγδαία πτώση των αριθμών του στον Ολυμπιακό θεωρώ ότι δεν είναι αποτέλεσμα ξαφνικής ανεπάρκειας αλλά ισορροπιών. Γκαρντ με ποσοστά… Φαλ και Ταβάρες στο δίποντο δεν υπάρχει στη Euroleague. To 73,7% του Σέιμπεν Λι στα ερυθρόλευκα είναι αδιανόητο, αν σκεφτεί κανείς ότι ο πιο εύστοχος παίκτης της λίγκας στο δίποντο είναι ο Φαλ (που ολοκληρώνει τις προσπάθειές του μονάχα με κάρφωμα ή λέι απ) με 75% και ακολουθεί ο Ταβάρες με 73,8%.

Στα 25 του ο Λι δείχνει ότι διαθέτει το πρωτογενές υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένοι οι σπουδαίοι σκόρερ. Εκρηκτικός και μπουκαδόρος παρά το 1,85, ο Αμερικανός σίγουρα δικαιούται περισσότερες (ατομικές) προσπάθειες, ειδικά από τη στιγμή που το μακρινό σουτ του δεν είναι αξιόπιστο. Κι αν στην τελική κάνει και μια επιπολαιότητα, δεν χρειάζεται να τον κρεμάμε στα μανταλάκια. Από τη στιγμή που πρόκειται για έναν παίκτη με εξαιρετικό 1vs1, θα δυσκολευόμουν να τον αφήσω στον πάγκο την ώρα που η μπάλα θα καίει. Μια επιτυχημένη μπούκα μπορεί να φέρει είτε άμεσο καλάθι είτε ασίστ στον παίκτη που θα μείνει ελεύθερος μετά το ντουμπλάρισμα.

Κεφάλαιο Άλεκ Πίτερς. Γνωστός και ως ο πιο εύστοχος παίκτης σε όλη την Ευρώπη από μακριά την τελευταία διετία. Όταν λοιπόν διαθέτεις στο ρόστερ έναν τύπο που σουτάρει σε σταθερή βάση πάνω από 50% στο τρίποντο, την ώρα που αυτός που βρίσκεται στο παρκέ θα πρέπει η βασική προτεραιότητα όλης της ομάδας να είναι πώς θα του δώσει όσα περισσότερα ελεύθερα σουτ γίνεται.

Για να το πω χοντρά, δεν έχω πρόβλημα να χάσω ματς που ο Πίτερς θα έχει πάρει 6-7 τρίποντα και θα είναι άστοχος. Αντιθέτως, θα τραβήξω τις κοτσίδες μου αν ξαναδώ μηδενικά όπως αυτά του Γουόκαπ, που για άγνωστο λόγο τον παίρνει από κάτω όταν μπαίνει σε φάιναλ φορ. Και ας είχε καταλυτική συνεισφορά και στις τρεις προηγούμενες προκρίσεις, αλλά και σημαντικό ρόλο στα φετινά πλέι οφ παρά τη μακρά απουσία του.

Σε όλη τη φετινή σειρά των πλέι οφ ο Πίτερς πήρε όλα κι όλα 8 σουτ από μακριά. Για έναν ελεύθερο σκοπευτή σαν τον Αλέκο, ο αριθμός είναι απίστευτα μικρός. Παίκτες σαν τον Αμερικανό μπορεί να ζεσταθούν ακόμα και μετά από δυο άστοχες προσπάθειες, φτάνει να μη χρειάζεται να μεσολαβεί ένα δεκάλεπτο από το ένα σουτ στο επόμενο. Ειδικά ο Πίτερς αν «κλειδώσει» ένα-δυο εύστοχα σουτ, τον αφήνεις να σουτάρει όλη νύχτα όπως συνέβη με την Άλμπα στο Βερολίνο (8/9).

Ναι, ο Πίτερς δεν είναι καινούργιος. Αυτή τη φορά όμως μπορεί να αποτελέσει ένα όπλο μαζικής καταστροφής από απόσταση, ειδικά αν συνυπάρξει με τον Βεζένκοφ παίζοντας στο «3» ή ακόμα και στο «5» σε κάποιες ιδιαίτερες περιστάσεις. Σε αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσω κάτι. Θεωρώ πως ειδικά στα τελευταία λεπτά ενός μεγάλου ματς, η επίθεση παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από την άμυνα.

Ενώ συνήθως λέμε (και γενικώς ισχύει) ότι η άμυνα δίνει ενέργεια για την επίθεση, στο κρίσιμο σημείο τα πράγματα αλλάζουν. Η ομάδα που επανειλημμένα δεν μπορεί να βρει σκορ βλέπει το ηθικό της να καταρρακώνεται όσο κι αν προσπαθεί πίσω. Και όταν μια, δυο, τρεις αποτυγχάνεις να βάλεις την μπάλα μέσα, σε κυριεύει το άγχος και χάνεις την ψυχραιμία σου και στην άμυνα. Διότι απλούστατα, μέσα σου έχεις πιστέψει ότι αν τυχόν φας καλάθι, κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει αναπάντητο. Ο αντίπαλος παίζει με το μυαλό σου και μόλις σε πνίξει το άγχος, η ήττα είναι εκεί και σε περιμένει με ανυπομονησία. Όπως ακριβώς περίμενε τους Ρώσους που έβαλαν 8 πόντους στα τελευταία 13′ του τελικού το 2012…

Στον τελικό του Κάουνας ο Πίτερς δεν είχε παίξει ούτε δευτερόλεπτο. Στον περυσινό ημιτελικό με τη Ρεάλ ήταν μακράν ο κορυφαίος του αγώνα, ωστόσο οι 23 πόντοι με τα 5/6 τρίποντα, τα 10 ριμπάουντ και οι 26 βαθμοί PIR πήγαν στον βρόντο. Ο Άλεκ ανταποκρίθηκε εξαιρετικά σε ρόλο μπροστάρη πέρυσι, κάνοντας την καλύτερη σεζόν της καριέρας του. Και φέτος με την επιστροφή του Βεζένκοφ αποδεικνύει ότι με την κατάλληλη διαχείριση μπορεί να είναι το ίδιο πολύτιμος, ίσως και παραπάνω αν η αραβική περιπέτεια έχει αίσιο τέλος.

Και φτάνουμε στην περιπτωσάρα που λέγεται Εβάν Φουρνιέ. Το πιο διαφορετικό στοιχείο στο ρόστερ του φετινού Ολυμπιακού σε σχέση με εκείνα της προηγούμενης τριετίας είναι η παρουσία του Γάλλου, «ο παίκτης με την μπάλα στα χέρια» που λέγαμε πιο πάνω. Προερχόμενος από μια καριέρα 12 ετών στο NBA με πολλές σπουδαίες σεζόν σε προσωπικό επίπεδο, ο Φουρνιέ δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να βρεθεί σε ομάδα που θα πήγαινε μακριά. Τέσσερις παρουσίες σε πλέι οφ (η τελευταία το 2021 με τους Σέλτικς), τέσσερις αποκλεισμοί από τον πρώτο γύρο.

Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο για έναν τέτοιο παίκτη, ο πρώτος τίτλος της επαγγελματικής του καριέρας ήρθε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Ρόδο: το Σούπερ Καπ κόντρα στον Παναθηναϊκό. Στο NBA ήταν αδύνατον να διεκδικήσει τίτλο ενώ με την εθνική Γαλλίας έχει έξι μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμιο και Ευρωμπάσκετ αλλά κανένα από αυτά δεν είναι χρυσό.

Όλα τα παραπάνω έρχονται σε αντιδιαστολή με την τεράστια κλάση του Εβάν αλλά και τη δίψα του να κατακτήσει τη δεύτερη σημαντικότερη λίγκα του κόσμου. Παρότι δεν έχει παράσημα «ηγέτη», από αυτούς δηλαδή που έχουν καταφέρει κάποια στιγμή να οδηγήσουν μια ομάδα στην κορυφή, έχει αδιαμφισβήτητα την ποιότητα αλλά και τα… κάκαλα να γίνει τέτοιος φορώντας την Ερυθρόλευκη. Διότι ακόμα και στις βραδιές που τα μακρινά σουτ δεν έχουν μπει για 35-36 λεπτά, οι αντίπαλοι τρέμουν κάθε επόμενη προσπάθεια γνωρίζοντας πως είναι όσο άνιωθος χρειάζεται ώστε να πάρει την ευθύνη πάνω του ό,τι κι αν έχει προηγηθεί. Και να τρέμουν πως όσο πιο κρίσιμο είναι το σουτ, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες ευστοχίας του.

Φουρνιέ, Σέιμπεν Λι αλλά και το «σύμπλεγμα Βεζένκοφ – Πίτερς» είναι τρία στοιχεία που ο Ολυμπιακός σίγουρα δεν διέθετε στις τρεις προηγούμενες απόπειρές του να πάρει την 4η κούπα. Βεζένκοφ και Πίτερς είχαν συνυπάρξει και πρόπερσι, δίχως όμως τη φετινή αρμονία. Ο MVP των φετινών πλέι οφ σκοράρει κατά μ.ο. 3 πόντους παραπάνω από τη σεζόν 2022/23, ενώ ακριβώς την ίδια αύξηση έχουν και τα νούμερα του Αμερικανού που από το προπέρσινο 4,6 πήγε στο 7,6.

Πέρυσι οι Πίτερς και Πετρούσεφ σκόραραν μαζί 19,7 πόντους ανά ματς, ενώ φέτος Σάσα και Άλεκ βάζουν 27,6. Το ότι αυτοί οι χαρισματικοί επιθετικοί αναγκάζονται να στριμωχτούν στην ίδια θέση καμιά φορά μοιάζει με κατάρα, όμως συνολικά η συνύπαρξή τους στο ίδιο ρόστερ αποτελεί ευλογία. Δεν ξέρω τι θα έκανε οποιοσδήποτε αντίπαλος προπονητής αν έβλεπε τον Μπαρτζώκα να βάζει όλα τα επιθετικά του όπλα στο κρίσιμο σημείο, την ώρα που ο ίδιος θα ήταν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει μια πιο αμυντικογενή πεντάδα.

Κάθε καλάθι που δέχεσαι στα τελευταία λεπτά ενός μεγάλου ματς βαραίνει διπλά τις πλάτες σου, ειδικά όταν ξέρεις πως θα ματώνεις στο σκοράρισμα επειδή κάποιοι από τους ικανότερους επιθετικούς σου βρίσκονται στον πάγκο. Αντίστοιχα, όσο πιο μεγάλη είναι η δική σου αυτοπεποίθηση στην επίθεση, τόσο θα αυξάνεται η πίεση στα αντίπαλα σουτ, άρα και οι πιθανότητες να βγει η άμυνα.

Όλα αυτά βεβαίως είναι θεωρίες επί χάρτου. Το μόνο σίγουρο είναι πως τα μεγάλα ματς κρίνονται από τους μεγάλους παίκτες και αυτούς που διαθέτουν προσωπικότητα και χαρακτήρα. Σε αυτόν τον τομέα οι Ερυθρόλευκοι έχουν φέτος τις προδιαγραφές να εμφανίσουν το πλεόνασμα που τους έλειψε τις προηγούμενες σεζόν. Ακόμα και σε επίπεδο αύρας, αφού δεν ξεχνάμε πώς τελείωσε το ευρωπαϊκό όνειρο το 2022 και το 2023.

Είναι μεγάλη υπόθεση να βρίσκεσαι σταθερά στην ελίτ του ευρωπαϊκού μπάσκετ για μιάμιση δεκαετία και κάτι, μετρώντας δέκα φάιναλ φορ από 2009. Από την άλλη, ειδικά για φέτος η πρόκριση στο Άμπου Ντάμπι προς το παρόν δεν μου λέει τίποτα, ούτε καν ο επιβλητικός τρόπος με τον οποίο ήρθε σε κανονική σεζόν και πλέι οφ. Γι’ αυτό και δεν θέλω να ξανακούσω ατάκες του τύπου «να απολαύσουμε το ταξίδι» κλπ.

Ταξίδια σαν κι αυτό έχουν κάνει αμέτρητα οι παίκτες του Μπαρτζώκα. Αυτή τη φορά δεν μπορεί να υπάρξει ίχνος απόλαυσης, τουλάχιστον όχι μέχρι η κόρνα της λήξης του τελικού να τους βρει πρωταθλητές Ευρώπης. Το Βελιγράδι ήταν η χαρά της επιστροφής, το Κάουνας ήταν οι αγχώδεις διαταραχές του θεωρητικού φαβορί, το Βερολίνο ήταν το τέλος της διαδρομής πριν καν η αποστολή προσγειωθεί στη γερμανική πρωτεύουσα. Το Άμπου Ντάμπι δεν μπορεί να είναι τίποτε από τα παραπάνω.

Ο φετινός Ολυμπιακός είναι «υποχρεωμένος» να επιστρέψει με την κούπα. Όχι γιατί το έθεσαν ως ξεκάθαρο στόχο οι πρόεδροί του από τον Αύγουστο κιόλας. Ούτε επειδή για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια βρίσκεται μέσα στα 4-5 μεγαλύτερα μπάτζετ της Ευρώπης, απέχοντας ωστόσο καμιά 10ριά εκατομμύρια από εκείνο της Φενέρ. Αυτό δεν συνέβη επειδή αγόρασε «παιχταράδες», αλλά γιατί πλήρωσε τις υπεραξίες που ο ίδιος δημιούργησε. Και στην τελική, πληρώνει με τα δικά του λεφτά, αφού δεν του χαρίστηκε τίποτε σε αντίθεση με τον ανταγωνιστή του.

Ο φετινός Ολυμπιακός είναι «υποχρεωμένος» να επιστρέψει με την κούπα. Πρώτα για να στείλει ένα μήνυμα ελπίδας σε όλη την Ευρώπη πως το καλό (μπάσκετ και όχι μόνο) μπορεί κάποια στιγμή να νικήσει. Έπειτα, για να γράψει ιστορία ως ο πρώτος πρωταθλητής που θα έχει τερματίσει στην 1η θέση της regular season, δηλαδή να πάει η κούπα για πρώτη φορά στην καλύτερη ομάδα ολόκληρης της σεζόν. Πάνω απ’ όλα όμως για να επιβραβευτεί η προσφορά του προπονητή του στο άθλημα, την οποία αδυνατούμε να αντιληφθούμε στο πλήρες μέγεθός της όπως συμβαίνει με τους αμέτρητους θαυμαστές του στο εξωτερικό.

Αυτή τη φορά ο Ολυμπιακός δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει κανέναν φόβο. No fear, για να πιάσουμε και το αγγλόφωνο κοινό. Αν δεν το έχει κάνει ήδη, υπάρχουν μπροστά του δυο εβδομάδες μέχρι άπαντες να συνειδητοποιήσουν ότι είναι η καλύτερη ομάδα. Εφόσον αυτή η βασική προϋπόθεση εκπληρωθεί, το μυαλό των παικτών θα είναι γεμάτο από παραστάσεις νίκης και δεν θα υπάρχει ο παραμικρός χώρος για οτιδήποτε απεικονίζει αρνητική εξέλιξη.

Η πρώτη σκέψη που πρέπει να κάνει κάθε μέλος της αποστολής με το που πατήσει το πόδι του θα πρέπει να είναι «Κύριοι, καλησπέρα σας, αυτή τη φορά ήρθαμε για να μας δείτε να σηκώνουμε την κούπα». Χωρίς έπαρση, αλλά με την αυτοπεποίθηση της ομάδας που δεν διανοείται να αποχωρήσει ηττημένη. Κι αν με το καλό τελειώνοντας οι ημιτελικοί προκύψει ο πρώτος ελληνικός εμφύλιος σε τελικό, θα συζητάμε για ένα πραγματικό ραντεβού με την ιστορία.

Όποιος νομίζει ότι ο Παναθηναϊκός δεν θα έχει τεράστια πίεση σε μια τέτοια περίπτωση, ας κάνει τον κόπο να αναλογιστεί τι θα σήμαινε μια ακόμη ευρωπαϊκή ήττα από τον Ολυμπιακό, η οποία μάλιστα θα έχει κρίνει για πρώτη φορά τον πρωταθλητή Ευρώπης. Αν και ακόμη είναι νωρίς, θαρρώ πως αυτός θα είναι ο τελευταίος πειρασμός του Μπαρτζώκα: όχι απλώς να πάρει τη δεύτερη Ευρωλίγκα της καριέρας του, αλλά να έχει υπογράψει τον μεγαλύτερο μπασκετικό θρίαμβο ελληνικής ομάδας.

Το γιατί θα είναι τέτοιος θα το εξηγήσουμε αν και όταν έρθει η ώρα…

ΥΓ. Είναι αδιανόητα όσα έχουν συμβεί τις τελευταίες μέρες στη Euroleague. Ιδιοκτήτης ομάδας να στοχοποιεί ονομαστικά διαιτητές και η Ένωση Διαιτητών να καταγγέλλει τo γεγονός, αποφεύγοντας ωστόσο να αναφέρει το όνομα του Δημήτρη Γιαννακόπουλου (όπως συνέβη και με ένα γνωστό σάιτ που δεν κατάφερε να κάνει τον συσχετισμό). Πιο ντροπιαστική απ’ όλα όμως ήταν η απόφαση της λίγκας να κόψει από το φάιναλ φορ όσους στοχοποιήθηκαν κι ενώ νωρίτερα δεν είχε πάρει την παραμικρή θέση προκειμένου να στείλει έστω και για το θεαθήναι ένα μήνυμα συμπαράστασης προς τους διαιτητές της.

Κι αν οι πιο παρατηρητικοί διέκριναν μια ξαφνική αλλαγή πορείας των δημοσιογραφικών λυμάτων προς διαφορετική κατεύθυνση μετά τη γνωστοποίηση των διαιτητών που θα πάνε στο Άμπου Ντάμπι, να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο ότι δεν επρόκειτο για σύμπτωση. Όλα πήγαν κατ’ ευχήν, εξ ου και το πανηγυρικό κλίμα…

BEST OF SPORTS VIDEOS

ΑΘΛΟΣ HEADLINES

Η φωτογράφιση του Ολυμπιακού για το Final Four και το σήμα… Άμπου Ντάμπι στη φανέλα

Σε κλίμα Final Four από τώρα ο Ολυμπιακός: Δείτε τα όσα έγιναν στη Media Day των Ερυθρολεύκων με φόντο τον ημιτελικό με τη Μονακό και τη διεκδίκηση του ευρωπαϊκού στέμματος στο Άμπου Ντάμπι

Μίλερ – Τσιτσιπάς 0-2: Νικηφόρα πρεμιέρα του Στέφανου στη Ρώμη, δυσκολεύτηκε μόνο για ένα σετ

Ο «Τσίτσι» δείχνει σε καλή φόρμα και θέλει να φτάσει μακριά στο τουρνουά της Ρώμης, σε μία πόλη και επιφάνεια που τού ταιριάζει

Ο Τσάμπι Αλόνσο επιβεβαίωσε την αποχώρηση από τη Λεβερκούζεν και ετοιμάζεται για τη Ρεάλ

Τα δύο τελευταία του παιχνίδια στον πάγκο της Λεβερκούζεν...

Δήμος Αθηναίων: Εγκρίθηκαν τα 94 εκατ. ευρώ για το νέο γήπεδο του Παναθηναϊκού

Εγκρίθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών την Παρασκευή (9/5)...

Together We Fly: Οι πτήσεις του Ολυμπιακού για Άμπου Ντάμπι και όσα ισχύουν για αυτούς που ενδιαφέρονται

Τρία τσάρτερ θα διαθέσει η ΚΑΕ Ολυμπιακός για να καλυφθούν ανάγκες των φιλάθλων της που θα βρεθούν στο Άμπου Ντάμπι για το Final Four της EuroLeague

Γκριγκόνις: Ο στόχος είναι να παίξω τη νέα σεζόν, μεγάλη η ιστορία με τον τραυματισμό μου

Ο Μάριους Γκριγκόνις επιβεβαίωσε σε συνέντευξη που παραχώρησε στο...

BCL: Στη Sunel Arena ο Αταμάν για τον ημιτελικό της Γαλατάσαραϊ με την Τενερίφη

Ο Εργκίν Αταμάν έκανε πράξη τα λόγια του και...

Ο ΟΦΗ προσκάλεσε στο ΟΑΚΑ τις ομάδες των τελικών του 1987 και του 1990

Ο ΟΦΗ προχώρησε σε μια συμβολική κίνηση, καθώς προσκάλεσε...

Άρης: Στην αποστολή ο 17χρονος Χαρούπας για το τελευταίο ματς της σεζόν κόντρα στον Αστέρα

Ο 17χρονος Κωνσταντίνος Χαρούπας που μόλις λίγες μέρες πριν...

Η φωτογράφιση του Ολυμπιακού για το Final Four και το σήμα… Άμπου Ντάμπι στη φανέλα

Σε κλίμα Final Four από τώρα ο Ολυμπιακός: Δείτε τα όσα έγιναν στη Media Day των Ερυθρολεύκων με φόντο τον ημιτελικό με τη Μονακό και τη διεκδίκηση του ευρωπαϊκού στέμματος στο Άμπου Ντάμπι

Μίλερ – Τσιτσιπάς 0-2: Νικηφόρα πρεμιέρα του Στέφανου στη Ρώμη, δυσκολεύτηκε μόνο για ένα σετ

Ο «Τσίτσι» δείχνει σε καλή φόρμα και θέλει να φτάσει μακριά στο τουρνουά της Ρώμης, σε μία πόλη και επιφάνεια που τού ταιριάζει

ΟΦΗ: Με Σενγκέλια, Ζανελάτο αλλά χωρίς Νέιρα η αποστολή για Ατρόμητο

Σενγκέλια και Ζανελάτο βρίσκονται στη διάθεση του Μίλαν Ράσταβατς...