Μια και η προπονητολογία είναι αρκετά επίκαιρη, αν ρωτήσετε έναν γνώστη του ποδοσφαίρου σχετικά με το ποιοι είναι κατά τη γνώμη του οι κορυφαίοι τεχνικοί στον κόσμο τη δεδομένη χρονική στιγμή, θα ανακαλύψετε πως τουλάχιστον τρεις εξ αυτών δεν έχουν παίξει ποτέ ποδόσφαιρο σε επαγγελματικό επίπεδο. Ο μεγαλύτερος ηλικιακά είναι ασφαλώς ο Ζοσέ Μουρίνιο και ακολουθούν ο 44χρονος Τόμας Τούχελ και ο 43χρονος Λεονάρντο Ζαρντίμ. Ο πιο «ποδοσφαιριστής» από όλους ήταν ο Γερμανός, ο οποίος μέχρι τα 25 αγωνιζόταν στο τοπικό πρωτάθλημα της Regionalliga Sud…

Πόσο πολύ σχετίζεται στην πραγματικότητα η καριέρα του παίκτη με εκείνη του προπονητή; Την πειστικότερη απάντηση την έδωσε πριν από μερικές δεκαετίες ο άνθρωπος που απέκτησε το προσωνύμιο «Ο προφήτης του Φουζινιάνο», όταν κάποιος τον ρώτησε αν μπορεί ένας τύπος που δεν έχει παίξει ποδόσφαιρο επαγγελματικά να γίνει προπονητής: «Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως για να γίνεις αναβάτης θα πρέπει προηγουμένως να έχεις υπάρξει άλογο»…

To όνομά του είναι Αρίγκο Σάκι. Στην Ελλάδα σπανίως μνημονεύεται, ωστόσο ο Ιταλός συγκαταλέγεται στους κορυφαίους τεχνικούς όλων των εποχών και ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη επιρροή στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και για κάμποσα χρόνια μετά. Ο Σάκι έπαιζε μπάλα σε ερασιτεχνικά σωματεία και μέχρι να φτάσει στο επίπεδο να βιοπορίζεται από το επάγγελμα του προπονητή (και όχι απλώς να το ασκεί ως χόμπι), εργαζόταν ως πωλητής παπουτσιών. Χάρη στον Σάκι το ιταλικό ποδόσφαιρο θυμήθηκε ξανά πως υπάρχει και η επίθεση, αρχίζοντας σιγά – σιγά να απαγκιστρώνεται από την αποτελεσματική μεν κακομοιριά δε που άφησε πίσω της η εποχή Ερέρα…

Ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής αφιερώνει ολόκληρη την καριέρα του προπονώντας και εξασκώντας το σώμα του. Και επειδή αυτή η διαδικασία ξεκινά συνήθως πριν την ηλικία των 10-11 ετών, όσο περνά ο καιρός και ανεβαίνουν οι απαιτήσεις των ομάδων, τόσο λιγότερος χρόνος απομένει για την πνευματική καλλιέργεια ενός παίκτη. Όποιος είχε την ευκαιρία να συναναστραφεί με ποδοσφαιριστές μεγάλης κατηγορίας, Έλληνες ή ξένους, ενδεχομένως να διαπίστωσε μια ανεπάρκεια στον συγκεκριμένο τομέα: κακά τα ψέματα, ως άθλημα που παίζεται μακριά από τα σχολεία, το ποδόσφαιρο σπανίως συνδυάζεται με ακαδημαϊκή παιδεία και ευρεία μάθηση. Και αυτοί οι λίγοι που τα κατάφεραν, λειτουργούν απλώς ως φωτεινές εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα…

Έχω ακούσει πολλούς πρώην παίκτες και νυν προπονητές να λένε πως αν δεν έχεις παίξει μπάλα υψηλού επιπέδου, δεν μπορείς να «διδάξεις» και κατ’ επέκταση να γίνεις τεχνικός. Εκείνο που όλοι οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου όμως ξεχνούν ή αγνοούν είναι πως όσο γρήγορα κι αν τρέχεις, όσο καλά κι αν κλωτσάς την μπάλα, όσο ζογκλέρ κι αν είσαι, καμία από τις δικές σου (σωματικές/φυσικές) αρετές δεν μπορεί να μεταλαμπαδευτεί σε άλλους.

Επί της ουσίας, το – αποκαμωμένο από την καταπόνηση ετών – σώμα πηγαίνει στην μπάντα και καλείται πλέον το μυαλό να αναλάβει δράση. Συχνότατα, αυτή η μετάβαση σπανίως φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα: όσο πιο μεγάλος εγκαταλείπει κάποιος την ενεργό δράση, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει να εξελιχθεί σε σπουδαίο τεχνικό. Αντίστοιχα, εκείνος που άφησε γρήγορα πίσω του την όποια ενεργό δράση και διάβασε – έψαξε – έμαθε, θα έχει ξεκάθαρο πνευματικό πλεονέκτημα: αλήθεια, πόσους Έλληνες προπονητές έχετε ακούσει να επικαλούνται ρήσεις του Μικελάντζελο ή αρχαίων φιλοσόφων, όπως συνέβαινε με τον σινιόρ Σάκι;

Επαναλαμβάνω πως υπάρχουν εξαιρέσεις στον παραπάνω κανόνα, εντούτοις αναλογιστείτε το εξής. Σε έναν κόσμο γεμάτο διάσημους ή έστω γνωστούς πρώην ποδοσφαιριστές και νυν προπονητές, οι ελάχιστοι «εκτός κύκλου» που μεγαλουργούν είναι απείρως περισσότεροι, αν κάνουμε συγκρίσεις σε ποσοστά. Για κάθε Ζαρντίμ θα έπρεπε να αντιστοιχούν είκοσι Γκουαρντιόλα και για κάθε Μουρίνιο καμιά 30 «Ατζελότηδες», όπως θα ‘λεγε και ο μυθικός Νίκος Αλέφαντος. Αφήστε που ειδικά ο Αντσελότι είναι «παιδί» του Αρίγκο και στάθηκε τυχερός στο να τον έχει προπονητή στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, όταν δηλαδή είχε αρχίσει να ωριμάζει ηλικιακά ώστε να μπορεί να αξιολογήσει διαφορετικά τα όσα έβλεπε σε σχέση π.χ. με έναν 22άρη. Συν το κοφτερό μυαλό του βεβαίως, χάρισμα που λιγοστοί διαθέτουν…

Στις μέρες που παρακολούθησα ένα μεγάλο μέρος από το θεωρητικό σκέλος της σχολής του UEFA B (το πρακτικό δεν ήταν για του λόγου μου…) πριν από κάποια χρόνια, άρχισα να υποψιάζομαι πως ίσως να υπάρχει μια ολόκληρη συνωμοσία πίσω από τη διατύπωση των τακτικών: ακόμα και τα πιο βασικά πράγματα που γίνονται σχεδόν ενστικτωδώς, μεταφέρονται στη θεωρία με περιπλοκότητα ανωτέρων μαθηματικών.

Οι μαθητές – μελλοντικοί προπονητές τα αποστηθίζουν εν είδει παπαγαλίας και στην πλειοψηφία τους ξεκινούν να τα εφαρμόζουν ως «ευαγγέλιο», δίχως καν τη διάθεση να μπουν στον πειρασμό για δικές τους παραλλαγές. Όταν λοιπόν, δεν κατανοείς με ακρίβεια αυτό που σου περιγράφεται, δύσκολα θα μπορέσεις να το κάνεις κτήμα σου, να το αποσυνθέσεις στα βασικά του μέρη και να προβείς σε διορθώσεις ή και δικές σου προσθήκες…

Ένας πρώην παίκτης και νυν προπονητής εφαρμόζει συνήθως πράγματα που έμαθε κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ειδικά στην Ελλάδα. Δηλαδή, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να λειτουργεί ένας τεχνικός με νοοτροπία και τακτικές 15ετίας ή και παραπάνω, αν στο μεταξύ δε φρόντισε να εξελιχθεί συμμετέχοντας διαρκώς σε σεμινάρια και παρακολουθώντας δια ζώσης τον τρόπο προπόνησης και προετοιμασίας σπουδαίων τεχνικών. Αν μάλιστα δεν είχε την ευκαιρία να θητεύσει υπό τις οδηγίες έστω ενός εξαιρετικού προπονητή, θα ισχύει υποτιμητικά για όλη του την καριέρα το ρητό «μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Με λίγα λόγια, αν κάτι που έμαθες τη δεκαετία του ’90 ήταν εσφαλμένο ή δεν ισχύει πια, είναι πολύ πιθανό να συνεχίσεις να το διδάσκεις, διαιωνίζοντας το λάθος μέχρι να σε πάρουν όλοι χαμπάρι…

Νομίζω πως πλησιάζει η ώρα που το επάγγελμα του προπονητή δεν θα προϋποθέτει αυτομάτως την ιδιότητα του πρώην επαγγελματία παίκτη. Αυτή θα είναι και η πιο λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Για σκεφτείτε πόσο μεγάλο προβάδισμα έχει κάποιος που ξεκινά σπουδές στην προπονητική από τα 20, σε σχέση με εκείνον που καλείται να γίνει «ξαφνικά» τεχνικός κοντά στα 40; Ακόμα κι αν ο πρώτος χρειαστεί να ξοδέψει μια δεκαετία σε σπουδές και σε κατώτερες θέσεις του προπονητικού τιμ, στα 30κάτι του θα έχει όλα τα εφόδια ώστε να φτάσει πολύ ψηλά, εφόσον βεβαίως έχει το ανάλογο ταλέντο.

Εν ολίγοις, κάποια στιγμή πρέπει οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου να αρχίσουν να σκέφτονται πέρα από τα στερεότυπα του αθλήματος. Ήδη αυτό συμβαίνει σε μεμονωμένες περιπτώσεις και είμαι βέβαιος πως θα γίνει πολύ πιο συχνό φαινόμενο στο μέλλον. Το ΝΒΑ έχει ήδη δείξει τον δρόμο: από τον δημιουργό των «κακών παιδιών» του Ντιτρόιτ, Τσακ Ντέιλι, μέχρι τον – κατ’ εμέ ανυπέρβλητο σε επίπεδο τακτικής – Γκρεγκ Πόποβιτς, υπάρχουν σοβαρά παραδείγματα ανθρώπων που δε χρειάστηκε να έχουν υπάρξει «άλογα» προκειμένου να γίνουν «αναβάτες»…