Γνωρίζω καλά πως η συζήτηση για ποδόσφαιρο στο ελληνικό πρωτάθλημα εδώ και χρόνια έχει μπει σε δεύτερη μοίρα. Το εξωαγωνιστικό και κατά κόρον η γκρίνια για τη διαιτησία συγκεντρώνει πάνω της όλη τη δόξα και δυστυχώς ξεχνάμε τα όσα γίνονται εντός των τεσσάρων γραμμών.
Βέβαια στο Παναιτωλικός – Άρης τα περισσότερα έγιναν εκτός των τεσσάρων γραμμών ή τουλάχιστον εκεί αποφασίστηκαν. Τσιμεντερίδης στο χορτάρι και Ζαμπαλάς στο VAR απέδειξαν ότι είναι οι πλέον ακατάλληλοι για να σφυρίξουν ξανά σε αγώνα της Super League και ειδικά όταν πρόκειται για ματς του πρωτοπόρου της κατάταξης στην πιο δύσκολη έδρα της επαρχίας (τουλάχιστον για φέτος).
Δεν είναι μόνο τα βασικά λάθη που έκαναν ακυρώνοντας το σπάνιας ομορφιάς (δεύτερο) τέρμα του Μανού Γκαρθία για φάουλ του Σιφουέντες στη μεσαία γραμμή, με τον μέσο από το Εκουαδόρ να έχει τον απόλυτο έλεγχο της μπάλας και τα χέρια του όχι και σε τόσο αφύσικη θέση. Όπως και να’ χει, δεν τον λες και «καραμπινάτο» λόγο για να ακυρωθεί τέτοια γκολάρα. Στην Αγγλία -κι όχι μόνο- δεν θα γινόταν καν συζήτηση.
Βέβαια, ακολούθησε η κατάργηση κάθε ποδοσφαιρικής λογικής με την ακύρωση ενός αυτογκόλ του Μπράμπετς για οφσάιντ! Οφσάιντ σε αυτογκόλ χωρίς καμία συμμετοχή του αντίπαλου παίκτη (ο τελευταίος του Παναιτωλικού ήταν σε απόσταση μισού μέτρου) έχετε ξαναδεί; Ε, το είδαμε κι αυτό σε ματς της Super League.
Εκεί ή μάλλον κι εκεί φάνηκε η ανικανότητα των Τσιμεντερίδη και Ζαμπαλά που δεν γνώριζαν ούτε τα βασικά από τους κανόνες ενώ και το κριτήριο τους στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν εκτός τόπου και χρόνου -αλλά και κανονισμών-. Όπως και η υποψία δόλου καθότι όσο αδικήθηκε ο Άρης άλλο τόσο αδικήθηκε και ο Παναιτωλικός, που είδε δύο τέρματά του να ακυρώνονται (το πρώτο ορθώς αν και είναι κι αυτή περίεργη φάση).
Απλά για τον Άρη τα πράγματα εξελίχθηκαν ως καταδικαστικά αφενός γιατί αν είχε μετρήσει το δεύτερο αριστούργημα του Γκαρθία θα βλέπαμε άλλο ματς στη συνέχεια με το σκορ στο 1-2 υπέρ των Κιτρίνων και αφετέρου γιατί στο τέλος τα έχασε όλα.
Και κάπου εδώ έρχεται ως αντιδιαστολή να «κολλήσει» η εικόνα του συγκινημένου Γιάννη Πετράκη για να μας υπενθυμίσει πως το ποδόσφαιρο δεν είναι αυτό του κάθε Τσιμεντερίδη και Ζαμπάλα. Είναι τα συναισθήματα, είναι το παραμύθι μίας ομάδας από το Αγρίνιο που κάνει πορεία πρωταθλητισμού (3η και στο -3 από την κορυφή), είναι η λύτρωση στο γκολ του Μπελεβώνη στο 90+10′ ή το υπέροχο τέρμα με την κλάση και την ποδοσφαιρική… αλητεία του Μανού Γκαρθία για το 1-1.
Το ματς στο Αγρίνιο ήταν ματσάρα αλλά η εικόνα του «χάλασε» και αλλοιώθηκε από τις διαιτητικές αποφάσεις και τα όσα ακολούθησαν. Δεν πρέπει να… θαφτεί όμως η αγωνιστική αλήθεια που έβγαλε. Αυτή της φετινής δυναμικής του Παναιτωλικού που έχει κοιτάξει στα μάτια όλους τους «μεγάλους» και δείχνει ικανός ακόμα και για πεντάδα. Δεν το λες και νωρίς την 11η αγωνιστική που θα αφήσουμε σήμερα πίσω μας. Κι όλο αυτό φυσικά είναι έργο και δικαίωση του πολύπειρου προπονητή του, ο οποίος είναι και εξαιρετικός διαχειριστής προσωπικοτήτων. Την αξίζει αυτή τη χαρά, ας του δώσουμε την αξία που δικαιούται.
Από την άλλη για τον Άρη η εικόνα της άμυνάς του ήταν κάκιστη δίχως τους Φαμπιάνο, Βέλεθ και Μάγιο και θα μπορούσε να το πληρώσει με περισσότερα γκολ. Η κλάση του Μανού Γκαρθία δεν αποδείχθηκε από μόνη της αρκετή για να τον διατηρήσει στην κορυφή, αν και θα κάναμε άλλη κουβέντα σε περίπτωση που είχε μετρήσει το -κατά τον υπογράφων- καθαρό τέρμα του για το 1-2 στο 63′. Πάντως, οι Θεσσαλονικείς σε άλλο ένα απαιτητικό εκτός έδρας ματς μετά από αυτό στο ΟΑΚΑ με τον Παναθηναϊκό ήταν «soft» μεσοεπιθετικά, με ελάχιστες ιδέες και έναν Μορόν να δημιουργεί ξανά μόνος του τη μεγαλύτερη απειλή πλην των γκολ, με εκείνο το δυνατό σουτ στο δοκάρι. Άλλη καθαρή ευκαιρία δεν έκαναν οι Κίτρινοι, που έμειναν και με παίκτη λιγότερο από την σωστή (ίσως η μόνη σωστή απόφαση με παρέμβαση VAR ή χωρίς) αποβολή του Ρόουζ στο 82ο λεπτό.
Η συνέχεια θα είναι ακόμα πιο δύσκολη και ο Άρης πρέπει να δείξει χαρακτήρα αν θέλει να κρατηθεί σε τροχιά κορυφής αλλά και 4άδας στη μεγάλη εικόνα, καθώς ο πρωταρχικός του στόχος ήταν να «χωθεί» ανάμεσα στους περσινούς διεκδικητές του τίτλου αφήνοντας στο τέλος έναν εξ’ αυτών εκτός.