Ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός αγωνίζονται σε μια ευρωπαϊκή διοργάνωση που λέγεται Euroleague. Περισσότερο από το ελληνικό μπάσκετ, εκπροσωπούν τον εαυτό τους και τους οπαδούς τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι εκτός από αιώνιοι αντίπαλοι είναι και άμεσοι ανταγωνιστές στη διοργάνωση, είναι απολύτως φυσιολογικό και θεμιτό οι οπαδοί των μεν να θέλουν το «κακό» των δε και το αντίστροφο.
Το παραπάνω δεν συνιστά ασφαλώς παγκόσμια πρωτοτυπία. Σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρεθείτε, θα διαπιστώσετε πως οι οπαδοί μιας ομάδας θέλουν πάντα το κακό εκείνης που θεωρείται «μισητός αντίπαλος». Μια οδυνηρή ήττα του «μισητού αντίπαλου» πανηγυρίζεται ως νίκη δική σου. Και τούτο δεν αλλάζει καθόλου ακόμα κι αν η ομάδα που τον νίκησε προέρχεται από μια εχθρικά διακείμενη χώρα ή έχει για πρόεδρο τον… αντίχριστο.
Λίγο – πολύ τα ίδια ισχύουν και για τον λεγόμενο οπαδικό Τύπο ή τέλος πάντων τα ΜΜΕ που έχουν μια ξεκάθαρη ταυτότητα και δεν προσπαθούν να τοποθετηθούν στο λεγόμενο «αντικειμενικό τόξο». Μεταξύ μας, ειδικά στην Ελλάδα τέτοιο πράγμα – «αντικειμενικό τόξο» δηλαδή – είναι πάρα πολύ δύσκολο να υπάρξει και πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ, ειδικά σε επίπεδο εφημερίδων. Όσο αντικειμενικό κι αν προσπαθούσε να εμφανιστεί κάποιο έντυπο, όλο και σε κάποιον «μεγάλο» έκλεινε το μάτι. Στην εποχή των σάιτ η κατάσταση άλλαξε λιγάκι λόγω της οικουμενικότητας του ίντερνετ και του γεγονότος πως δεν απευθύνονται σε πελάτες-αγοραστές, ωστόσο ακόμα και η πιο αδιόρατη «γραμμή» γίνεται ευδιάκριτη σε κάποιες «κρίσιμες» στιγμές.
Στην πραγματικότητα, οι μόνοι που οφείλουν να κρατούν απόλυτη ισορροπία είναι αυτοί που πληρώνονται για να μεταφέρουν στο κοινό τις ειδήσεις και τον σχολιασμό των αγώνων, απευθυνόμενοι αναγκαστικά στον κόσμο όλων των άμεσα εμπλεκόμενων ομάδων. Αυτοί που ως επαγγελματίες δημοσιογράφοι καλούνται να αφήσουν τα όποια οπαδικά αισθήματα (ή άλλες επιρροές) στην άκρη ώστε τη μια μέρα να μιλούν π.χ. για τον Ολυμπιακό και την άλλη για τον Παναθηναϊκό, δίχως να θίγονται και πολύ περισσότερο να προκαλούνται οι φίλοι των δυο ομάδων.
Άγνωστο γιατί, στην Ελλάδα φαίνεται ότι υπάρχει μια δεδομένη δυσκολία στο παραπάνω. Είτε πρόκειται για διεθνή διοργάνωση είτε για εγχώρια, για συνδρομητικό ή κρατικό κανάλι, το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μια συγκεκριμένη ελληνική ομάδα αντιμετωπίζεται ως ξένη, κατά κανόνα υπέρ μιας άλλης ελληνικής ομάδας η οποία προκαλεί πάθος, υστερία, ηδονή αλλά και οργή εναντίον οποιουδήποτε διαιτητή τολμήσει να δώσει έστω και ένα εις βάρος της σφύριγμα. Ακόμα και σωστό…
Η πρώτη εγχώρια μπασκετική αυτοκρατορία, από τότε που το άθλημα έγινε δημοφιλέστατο στην Ελλάδα, ήταν αυτή του Άρη. Η δεύτερη ήταν του Ολυμπιακού και ακολούθησε εκείνη του Παναθηναϊκού: η μακροβιότερη των τριών αλλά και αυτή με τις απείρως περισσότερες σκιές. Σας αφήνω να μαντέψετε ποια είναι η μοναδική ομάδα που αντιμετωπίζεται παραδοσιακά με κρύα καρδιά και εν είδει «αναγκαίου κακού» από τη συντριπτική πλειοψηφία των «μη εκδηλωμένων οπαδικά» δημοσιογράφων του ελληνικού μπάσκετ…
Για να λέμε του στραβού το δίκιο, εξ όσων γνωρίζω ο μπασκετικός Ολυμπιακός δεν ακολούθησε ποτέ ιδιαιτέρως «φιλοδημοσιογραφική» πολιτική. Ακόμα και πριν τους Αγγελόπουλους, έχω την αίσθηση πως οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονταν ως επαγγελματίες που κάνουν τη δουλειά τους, με σεβασμό αλλά χωρίς «έξτρα παροχές» που πολλές φορές «μαλακώνουν» την κρίση κάποιου.
Σε αυτό το «μαλάκωμα» υπέρ συγκεκριμένης ομάδας έπαιξε για χρόνια ρόλο και η συμπεριφορά της ΕΟΚ. Τα περιβόητα «τσάρτερ της χαράς», τα πληρωμένα ταξιδάκια σε κάθε γωνιά του κόσμου αλλά και κάποια μεροκαματάκια πάνω ή κάτω από το τραπέζι δημιούργησαν έναν αφοσιωμένο στρατό ο οποίος δεν αρκούταν απλώς στο να εκθειάζει σε κάθε επιτυχία την Ομοσπονδία ή να τη βγάζει από το κάδρο των ευθυνών στις από ένα σημείο κι έπειτα πάμπολλες αποτυχίες. Ο υπεβάλλων ζήλος του «στρατού» διοχετεύτηκε και στο συλλογικό κομμάτι, εκεί που οτιδήποτε πράσινο μυρίζει λεβάντα και οτιδήποτε κόκκινο ζέχνει κοπριά.
Νομίζω πως οι αναγνώστες που με (παρ)ακολουθούν ή έστω ανέχονται τόσα χρόνια, δεν έχουν μάθει να αρκούνται σε μισόλογα όταν διαβάζουν κάποιο κείμενό μου. Να πω λοιπόν ξεκάθαρα πως αδυνατώ να δείξω σεβασμό σε επαγγελματία δημοσιογράφο που έχει τολμήσει σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να εξισώσει τους αδελφούς Αγγελόπουλους με τον Δημήτρη Γιαννακόπουλο, δίχως να είναι γνωστές και δηλωμένες οι οπαδικές προτιμήσεις του ώστε να κριθεί υπό συγκεκριμένο πρίσμα.
Επίσης, θα πω ξεκάθαρα και κάτι ακόμα. Είναι πολλές οι στιγμές που νιώθω να προκαλούμαι κατά τη διάρκεια των τηλεοπτικών μεταδόσεων και δυστυχώς δεν είμαι ο μόνος. Κι άντε πες ότι στα ματς του Παναθηναϊκού με τις αμέτρητες κραυγές και τα διαρκή υπονοούμενα για τη διαιτησία δεν μου πέφτει λόγος, εφόσον υποστηρίζω άλλη ομάδα. Στα ματς του Ολυμπιακού όμως, μου πέφτει και μου παραπέφτει αφού εκτός οπαδός είμαι και συνδρομητής.
Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να ακούω κάποιους να περιγράφουν χωρίς ιδιαίτερο συναίσθημα τα παιχνίδια της ομάδας μου, από τη στιγμή βεβαίως που επισημαίνουν όλα όσα πρέπει να επισημανθούν. Πρόβλημα – και μάλιστα μεγάλο – αποκτώ όταν συγκρίνω τις δυο προσεγγίσεις και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ομάδα μου δεν βγάζει στους ίδιους ανθρώπους αντίστοιχο συναίσθημα και εφάμιλλο πάθος με αυτό που τους βγάζει ο εγχώριος αντίπαλός της. Και θεωρώ αστειότητα το να αποδώσει κάποιος το παραπάνω σε κάποια ανακοίνωση της ΚΑΕ Παναθηναϊκός, αφού το φαινόμενο είναι διαχρονικό. Για να μην πω παντοτινό…
Αναγνωρίζω ότι δεν είναι καθόλου εύκολο για κάποιον, ακόμα και εξαίρετο επαγγελματία, να βγάλει συναίσθημα όταν δεν το νιώθει. Ακριβώς όμως επειδή δεν είναι εύκολο, θα πρέπει να βρεθεί κάποιος που να μπορεί να το νιώσει. Να είναι αυτό που λέμε «αποδεκτός» ώστε ακόμα και μια κουβέντα παραπάνω να έχει καλές πιθανότητες να περάσει ασχολίαστη. Με λίγα λόγια, ένας διαχωρισμός μάλλον είναι απαραίτητος και δεν νομίζω να είναι πιο σοφοί οι άνθρωποι της ΕΡΤ που εδώ και χρόνια έχουν μοιράσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο τις μεταδόσεις Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού.
Για να επιστρέψουμε στις γενικότερες αναφορές, η Ελλάδα είναι πολύ μικρή και η πιάτσα ακόμα μικρότερη ώστε να κρυβόμαστε. Όσο και να προσπαθεί κάποιος να το παίξει υπεράνω συλλόγων, προσώπων και συμφερόντων, το παρελθόν του και τα πεπραγμένα του θα είναι πάντα εκεί. Οπότε δεν αντιλαμβάνομαι τι νόημα έχει αυτό το κρυφτούλι σε όποιο ΜΜΕ κι αν εργάζεται, από τη στιγμή που αδυνατεί να κρατήσει ισορροπίες κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Είτε γιατί μπαινόβγαινε στα τσάρτερ, είτε γιατί έβγαζε μεροκάματο από την ΕΟΚ (κάτι που θα ήταν απολύτως θεμιτό αν δεν επηρέαζε την κρίση του), είτε απλώς επειδή υποστήριζε συγκεκριμένη ομάδα.
Την ώρα που παρουσίαζα την ημερίδα του AHEPA HJ1 για το ντόπινγκ, μου ήρθε στο κινητό η ειδοποίηση για την επιστροφή του ανθρώπου που έγινε συνώνυμο της σαπίλας και της διαφθοράς στον ελληνικό αθλητισμό. Θαρρώ πως είναι περιττό να περιγράψω την ασχήμια που στέλνει το συγκεκριμένο μήνυμα από τη διοίκηση Λιόλιου. Κάπως έτσι επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες που υπήρχαν εδώ και πάρα πολύ καιρό περί «εγκάρδιας συνεννόησης» μεταξύ των δυο πλευρών, από την περίοδο των εκλογών κιόλας. Να είστε σίγουροι πως ο ΑΘΛΟΣ θα επανέλθει σύντομα, διότι φαίνεται ότι κάποιοι ξεχνούν πολύ γρήγορα τις δεσμεύσεις τους αλλά και το παπατζιλίκι που πούλησαν περί κάθαρσης και απόδοσης ευθυνών…
Θέλω να αναφερθώ στο ματς της περασμένης Πέμπτης. Ο Ολυμπιακός πήρε μια νίκη από τα παλιά στο Βελιγράδι. Σε ένα παιχνίδι που θα μπορούσε να καθορίσει ακόμα και το πλεονέκτημα έδρας, οι Ερυθρόλευκοι πήραν το πιο ζόρικο διπλό της σεζόν ως τώρα επιστρέφοντας από το -13 των αρχών της 4ης περιόδου.
Οφείλω να ομολογήσω ότι μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα αποθεωτικά σχόλια για τον Γιώργο Μπαρτζώκα, όχι μόνο από απλούς οπαδούς, αλλά και από δημοσιογράφους. Σαν να ανακάλυψαν τέλη Μαρτίου του 2024 την αξία του προπονητή που αναγνωρίζεται καθολικά ως ο κορυφαίος στην Ευρώπη την τελευταία διετία. Εντάξει, σχεδόν καθολικά, αφού υπάρχουν και κάποιοι σκληρά εργαζόμενοι «υπάλληλοι» που διαφωνούν, έχοντας συνδυάσει την υπόστασή του με πολλά δεινά και ακόμα περισσότερες ήττες για την αγαπημένη τους ομάδα.
Αν θέλετε τη γνώμη μου, η νίκη στο Βελιγράδι ήταν ο θρίαμβος της συνολικής δουλειάς του Μπαρτζώκα, αυτής που γίνεται εδώ και χρόνια στο λιγότερο μπασκετικό γήπεδο της Ευρώπης (μέχρι να έρθει η ώρα για να γίνουν αυτά που πρέπει). Μεταξύ μας όμως, το συγκεκριμένο είναι ίσως το μοναδικό ματς στο οποίο δεν θα εκθείαζα προσωπικά τον κόουτς, διότι θεωρώ ότι η συμβολή του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ήταν μάλλον μικρότερη από αυτή που του αποδόθηκε.
Συμπαθάτε με, αλλά κατά κανόνα δεν επιτρέπω στο αποτέλεσμα να διαμορφώσει την άποψή μου και γι’ αυτό υπάρχουν κάμποσες ήττες στις οποίες είμαι περισσότερο επιεικής από άλλους. Αντίστοιχα, πιστεύω ότι θα μπορούσε να προκύψει καλύτερη διαχείριση στο Βελιγράδι παρά την τεράστια νίκη.
Ο Ολυμπιακός μπήκε στο παρκέ για το ξεκίνημα της 4ης περιόδου με την ίδια πεντάδα που έκλεισε την 3η στο -13, έχοντας ως μόνη αλλαγή τον Λαρεντζάκη στη θέση του Κάνααν. Στα τελευταία δέκα λεπτά έγινε κάτι που προσωπικά δεν θυμάμαι να έχει ξανασυμβεί σε αγώνα των Ερυθρολεύκων τα τελευταία χρόνια: Γκος, Γουόκαπ, Λαρεντζάκης, Παπανικολάου και Φαλ ξεκίνησαν και τελείωσαν το πιο κρίσιμο δεκάλεπτο απνευστί, δίχως δηλαδή να κάτσουν στον πάγκο έστω και για ένα δευτερόλεπτο.
Με λίγα λόγια, από τον πάγκο δεν προέκυψε κάποια παρέμβαση για 10 ολόκληρα λεπτά. Ο δε κακός Φαλ ήταν στους 4 πόντους μέχρι και 30” πριν τη λήξη, δείχνοντας σε πολλά σημεία του αγώνα ότι αδυνατούσε να προσφέρει τα αναμενόμενα σε άμυνα και επίθεση. Στην άμυνα, τα αργά πόδια του τον εξέθεταν όταν προσπαθούσε να κυνηγάει κοντούς στην περιφέρεια. Το αποτέλεσμα ήταν είτε να πηγαίνει καθυστερημένα στα αντίπαλα σουτ και αυτά να μπαίνουν, είτε να είναι πολύ μακριά από το καλάθι αδυνατώντας να βοηθήσει στα ριμπάουντ τα οποία έπαιρναν μαζικά οι Σέρβοι.
Υπάρχει η χαρακτηριστική φάση που τον χτυπάει στα πόδια ακόμα και ο Καμίνσκι, ο οποίος του κάνει προσποίηση στο τρίποντο και στη συνέχεια πηγαίνει μέχρι μέσα για το 69-69. Την ίδια ώρα στην επίθεση απέφευγε να εκμεταλλευτεί τα αμέτρητα mismatches με κοντύτερους αντιπάλους και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων η συμβολή του στους πόντους ειδικά της τελευταίας περιόδου ήταν ισχνότατη. Εκεί δηλαδή που βγήκε μπροστά ο Γκος κυρίως με ατομικές προσπάθειες.
Με τον Φαλ να είναι αρνητικός και χωρίς τη συνήθη συμβολή ειδικά στο κομμάτι της κυκλοφορίας, θεωρώ πως ο Μπαρτζώκας πήρε μεγάλο ρίσκο αφού δεδομένα η κριτική που θα του ασκούταν σε περίπτωση ήττας θα ήταν έντονη.
Παίζοντας σε μια πεντάδα με τον ΜακΚίσικ να δείχνει χωρίς ενέργεια και διάθεση, τον Σίκμα και τον Λαρεντζάκη, ο Ράιτ έγινε από μόνος του φόβητρο για ολόκληρη την Παρτιζάν και αιτία για να φτάσει ο Ολυμπιακός σε πρόσκαιρη ισοφάριση στη 2η περίοδο, την ώρα που οι βασικοί έπαιρναν ανάσες στον πάγκο. Το πώς φτάσαμε από το 34-30 στο 40-30 μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα νομίζω το θυμάστε όλοι. Όπως ίσως θα θυμάστε και ότι οι ίδιοι διαιτητές που «είδαν» αντιαθλητικό στον ΜακΚίσικ, θεώρησαν ότι δεν υπήρχε λόγος για αντίστοιχο σφύριγμα στο εκτός φάσης σπρώξιμο του Καμίνσκι στον Λαρεντζάκη. Συν 2-3 ακόμη «λεπτομέρειες» που κάθε μια από αυτές θα μπορούσε εντέλει να έχει κρίνει το αποτέλεσμα.
Θεωρώ ότι ο Ράιτ στο 4ο δεκάλεπτο θα έδινε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην ομάδα, μην επιτρέποντας κάποιες καταστάσεις να κριθούν στην τύχη. Διότι τύχη ήταν το γεγονός πως το καλάθι κυριολεκτικά ξέρασε το τρίποντο του Πάντερ στα 8” πριν το τέλος (θα πήγαινε η διαφορά στο -1 και με ένα γρήγορο φάουλ η Παρτιζάν θα είχε μια επίθεση για να ισοφαρίσει ή ακόμα και να πάρει τη νίκη) και ακόμα περισσότερο το ότι στο 69-71 οι Ντοζίερ και Πονίτκα πήραν σερί επιθετικά ριμπάουντ μετά το άστοχο σουτ του Καμίνσκι και αμφότεροι αστόχησαν από κοντινή απόσταση.
Ίσως για πρώτη φορά φέτος, ο Ολυμπιακός είχε πραγματικά την τύχη με το μέρος του στο πιο κρίσιμο σημείο ενός αγώνα. Κάτι που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τα δυο τρελά τρίποντα του Γκος, ο οποίος κάθε άλλο παρά αξιόπιστος σουτέρ είναι από μακριά. Για τη συνολική ποιότητά του βεβαίως τα έχουμε πολλάκις, οπότε εδώ δεν τίθεται ζήτημα έκπληξης. Μόνο η ευπάθειά του στους μυϊκούς τραυματισμούς μπορεί να σηκώσει κουβέντα, όχι η μπασκετοσύνη του.
Με 18 χαμένα ριμπάουντ στην άμυνα και 30% στο τρίποντο είναι ομολογουμένως δύσκολο να νικήσεις. Οι Ερυθρόλευκοι το κατάφεραν παρ’ όλα αυτά, έστω κι αν ένα μεγάλο κομμάτι των χαμένων ριμπάουντ θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Το εξωπραγματικό είναι πως στη 2η περίοδο, με τον Ράιτ στο παρκέ δηλαδή, οι Σέρβοι δεν πήραν ούτε ένα επιθετικό ριμπάουντ! Και τα 18 κερδισμένα τους ήρθαν με τον Φαλ στην πεντάδα του Ολυμπιακού, στατιστικό που είναι τρομερά απόλυτο ώστε να μην το πάρει κάποιος στα σοβαρά…
Στο κυριακάτικο ματς με τον Άρη είδαμε για λίγα λεπτά σχήμα με Φαλ και Ράιτ. Έχω την αίσθηση πως ο Αμερικανός δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να προσφέρει και στο «4», έστω και σε ειδικές αποστολές. Δεν μπορώ να σκεφτώ 4άρι στη Euroleague που θα ένιωθε άνετα με τον Μωυσή απέναντί του, τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα. Και άμα λάχει, ο Ράιτ μπορεί να εκτελέσει και από μακριά, όπως έδειξε στο Βελιγράδι και όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος.
Τώρα που επιστρέφουν οι Μιλουτίνοφ και Πετρούσεφ θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον η συνολική διαχείριση των ψηλών από τον Μπαρτζώκα. Πάνω απ’ όλα όμως εκείνο που θα έχει ενδιαφέρον είναι να δούμε την τελική κατάταξη της regular season και τις διασταυρώσεις που θα προκύψουν στα πλέι οφ. Αν ο Παναθηναϊκός νικήσει στο Μόναχο (που είναι και το πιθανότερο σενάριο), ο Ολυμπιακός θα ετοιμάζεται για Βαρκελώνη ή Μόντε Κάρλο, ανάλογα με το αποτέλεσμα του αγώνα κόντρα στη Φενέρ.
Ότι κανείς δεν θέλει τους περυσινούς φιναλίστ σε σειρά 5 αγώνων είναι δεδομένο. Και περισσότερο απ’ όλους δεν τους θέλει ο Εργκίν Αταμάν για λόγους που όλοι οι ικανώς σκεπτόμενοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται. Το σίγουρο είναι πως η νίκη στο Βελιγράδι είναι πιθανό να έχει ευεργετική επίδραση στην ψυχολογία των νταμπλούχων, ακόμα κι αν αποδειχθεί βαθμολογικά ανούσια. Για μια ομάδα που είχε χάσει σε όλες τις φυσικές έδρες των ομάδων 10άδας (με εξαίρεση το διπλό στο ΟΑΚΑ, αφού η νίκη επί της Μακάμπι ήταν στην άδεια Χάλα Πιονίρ), το να περάσει από μια τόσο καυτή έδρα θα μπορούσε να αποτελέσει επένδυση ενόψει του μπρέικ που πιθανότατα θα κληθεί να κάνει στα πλέι οφ…
ΥΓ. Για τα ποδοσφαιρικά θα τα πούμε μετά τον αγώνα με τον Άρη. Ίσως μέχρι τότε να έχω χωνέψει τη συνειδητή απόφαση του Ρέτσου να μην κάνει φάουλ στον Ελίασον, αφήνοντάς τον ουσιαστικά να μπει με την μπάλα στα δίχτυα στο 91’…