Δύσκολα θα συναντήσει κάποιος πιο προβληματική προετοιμασία Ολυμπιακού τα τελευταία χρόνια. Όχι μόνο επειδή έξι από τους 12 «βασικούς» του ρόστερ ήταν για καιρό απασχολημένοι με τις εθνικές υποχρεώσεις τους αλλά και γιατί δυο παίκτες της 12άδας δεν έχουν ακόμη παίξει ούτε λεπτό στα φιλικά (Φαλ και ΜακΚίσικ).
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως αυτά συνέβησαν σε ένα καλοκαίρι που οι Ερυθρόλευκοι έχασαν τον κορυφαίο παίκτη της περυσινής Euroleague, αλλά και το ότι μέχρι χθες εκκρεμούσε μια σημαντική προσθήκη, δεν χρειάζεται φιλοσοφία για να γίνει κατανοητό ότι τα παραπάνω ανέβασαν τον βαθμό δυσκολίας του έργου που έχει μπροστά του ο Γιώργος Μπαρτζώκας.
Οι προσδοκίες των «απέξω» (και όχι μόνο) σίγουρα δεν ήταν ιδιαιτέρως υψηλές ενόψει του τουρνουά της Κύπρου, όπου ο Ολυμπιακός θα αντιμετώπιζε δυο παραδοσιακές δυνάμεις της Ευρωλίγκας, πληρέστατες (πλην μιας απουσίας) και με σημαντικό δείκτη χημείας αφού δεν υπέστησαν κομβικές αλλαγές στο καλοκαίρι που πέρασε.
Οι νταμπλούχοι Ελλάδας επέστρεψαν στη βάση τους με δυο νίκες στις αποσκευές τους. Όποιος ισχυριστεί ότι δεν μετρούν οι νίκες στα φιλικά, μάλλον δεν είδε τα δυο ματς κόντρα σε Ζαλγκίρις και Μακάμπι, που δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από την ένταση ενός αγώνα πλέι οφ Euroleague. Σε επίπεδο χαρακτήρα λοιπόν, ο Ολυμπιακός έδειξε ότι συνεχίζει στα χνάρια της εκπληκτικής διετίας που προηγήθηκε.
Οι μόνοι που μπορούν να αξιολογήσουν πραγματικά όσα έγιναν στην Κύπρο, είναι ο Μπαρτζώκας και οι συνεργάτες του. Αυτονόητο, μια και είναι οι μόνοι που γνώριζαν με ακρίβεια την κατάσταση του κάθε παίκτη αλλά και της ομάδας συνολικά, άρα είχαν και ξεκάθαρη εικόνα για το τι μπορούσαν να περιμένουν.
Το αν και κατά πόσο επιβεβαιώθηκαν ή και ξεπεράστηκαν οι προσδοκίες τους απ’ όσα εμφάνισε ο Ολυμπιακός στα δυο πολύ απαιτητικά παιχνίδια που έδωσε σε διάστημα 21 ωρών, μόνο οι άνθρωποι του τεχνικού τιμ το γνωρίζουν και σίγουρα δεν θα το μοιραστούν με τον έξω κόσμο. Από εκεί κι έπειτα, υπάρχει χώρος για κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα.
Η επιστροφή από τη Λευκωσία βρίσκει τους νταμπλούχους με μια σημαντική προσθήκη στο ρόστερ. Η συμφωνία με τον Ίγκνας Μπραζντέικις δημιουργεί νέα δεδομένα, αφού προσθέτει επιπλέον χαρακτηριστικά σε όσα είχαμε δει ως τώρα. Ο ΑΘΛΟΣ παρουσίασε την Κυριακή το απόλυτο scouting report για την προοπτική του πρώην παίκτη της Ζαλγκίρις και αν η… παράδοση επιβεβαιωθεί, θα προστεθεί κι αυτός στη μακρά λίστα των παικτών που είδαν την καριέρα τους να απογειώνεται στον Ολυμπιακό, ειδικά επί ημερών Μπαρτζώκα.
Μετά από έναν χρόνο εμπειρίας σε Euroleague και εθνική Λιθουανίας, ο 24χρονος Ίγκνας ήξερε πολύ καλά ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα στην καριέρα του. Και δεν το σκέφτηκε λεπτό, όταν ενημερώθηκε για το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού. Μεταξύ μας, δεν είναι πολλοί οι παίκτες στην Ευρώπη που θα απαρνούνταν την προοπτική των Πειραιωτών για αγωνιστικούς λόγους. Ακόμα κι αν δεσμεύονταν με συμβόλαιο, ανεξαρτήτως αν θα κατάφερναν να το σπάσουν ή όχι…
Αν θέλετε την άποψή μου, με βάση όσα έχω διαβάσει σε αμερικανικά κείμενα τις τελευταίες μέρες αλλά και όσα πρόλαβα να δω κατά τη διάρκεια της περασμένης σεζόν, ο Μπραζντέικις θα αποτελέσει το επόμενο μεγάλο στοίχημα του Ολυμπιακού. Κυρίως επειδή διαθέτει ένα εκπληκτικό πρωτογενές υλικό το οποίο περίμενε τις κατάλληλες συνθήκες ρετουσαρίσματος και φινιρίσματος.
Στη σημερινή ηλικία του «Μπραζ», ο Βεζένκοφ έμπαινε σε σεζόν που ολοκληρώθηκε με μόλις 13μισι λεπτά μ.ο. συμμετοχής (2019/20) και εννοείται ότι δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό στάτους του. Οι συνθήκες και το περιβάλλον του Ολυμπιακού απογείωσαν τις δυνατότητες του Σάσα, ενώ ο τρόπος παιχνιδιού του Μπαρτζώκα συντέλεσε ώστε να μακιγιάρονται οι όποιες αδυναμίες του.
Οι Αμερικανοί περιγράφουν τον Μπραζντέικις ως γεννημένο σκόρερ, κυρίως λόγω της ικανότητάς του να πηγαίνει αποφασιστικά στο ντράιβ, αδιαφορώντας για το αν θα βρει μπροστά του ελαφρύ 3άρι ή ψηλό-θηρίο. Ανθεκτικός στις «τράκες», τσαμπουκάς και με mindset πραγματικού μαχητή του τύπου «όσο με πληγώνεις, τόσο με πορώνεις», είναι δεδομένο πως εφόσον προσαρμοστεί θα αποτελέσει πολύτιμη λύση και στο «3».
Μια απαραίτητη επεξήγηση. Πολλοί μπερδεύουν τον σουτέρ με τον σκόρερ και αυτή η παρανόηση μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια κατά τα οποία υπάρχουν ομάδες που σουτάρουν περισσότερα τρίποντα από δίποντα («το μπάσκετ των κιοτήδων» όπως το έχω βαφτίσει). Η διαφορά είναι πως ο καθαρόαιμος σκόρερ δεν χρειάζεται τελική πάσα για να βρει σουτ. Θα δημιουργήσει μόνος του τις συνθήκες ή ακόμα καλύτερα, θα μπουκάρει στη ρακέτα δίχως να υπολογίζει κανέναν. Κι αν κάποιος θεωρεί με σιγουριά ότι ο Ίγκνας είναι κακός σουτέρ, δεν έχει παρά να του αφήσει ελεύθερα σουτ και τότε θα δούμε τι θα γίνει…
Ο Λιθουανός δεν βρισκόταν στο αεροπλάνο της ερυθρόλευκης αποστολής (τη συνάντησε στο «Ελ. Βενιζέλος»), παρ’ όλα αυτά εκεί μέσα βρέθηκαν δυο «καινούργιοι» παίκτες. Τουλάχιστον στα μάτια όσων δεν ζουν καθημερινά την ομάδα από κοντά, ώστε να βλέπουν λεπτό προς λεπτό την εξέλιξη και την πρόοδό της.
Στην Κύπρο ο Ολυμπιακός φάνηκε πως έχει έτοιμη τη διάδοχη του Σάσα Βεζένκοφ. Μόνο που αυτή δεν προέκυψε από μεταγραφή, αλλά υπήρχε ήδη εκεί. Ο Άλεκ Πίτερς μπούμπουνισε 40 πόντους στο κεφάλι δυο ομάδων που πριν λίγους μήνες αγωνίζονταν στα πλέι οφ της Euroleague, με το εντυπωσιακό 50% στο τρίποντο (7/14). Όλα αυτά μέσα σε μόλις 21 ώρες, παίζοντας 63 λεπτά και με το τρίποντο που ουσιαστικά έκρινε το ματς με τη Μακάμπι στο ενεργητικό του.
Προφανώς είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε με βεβαιότητα, ωστόσο τα πρώτα δεδομένα δείχνουν πως ο 28χρονος Αμερικανός είναι αποφασισμένος να κάνει το μεγαλύτερο step up στην καριέρα του, αναλαμβάνοντας πλέον σημαντικές ευθύνες και μαζί ρόλο βασικού εκτελεστή σε μια ομάδα που του προσφέρει ασφάλεια και ποιότητα.
Ο Λουκ Σίκμα πάλι, δεν ήρθε ως αντι-Βεζένκοφ στον Ολυμπιακό. Δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, αφού διαθέτει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα του NBAer πλέον, Σάσα. Γιατί λοιπόν αποκτήθηκε ένας παίκτης στα κυβικά του και όχι κάποιο πιο «εύηχο» όνομα; Η πρώτη απάντηση ήρθε στο τουρνουά «Νεόφυτος Χανδριώτης».
Ο Μπαρτζώκας και οι συνεργάτες του φαίνεται ότι είχαν συνειδητοποιήσει από καιρό πως το κενό του Βεζένκοφ θα μπορούσε να καλυφθεί εκ των έσω, μετά την τροπή που πήρε η υπόθεση Μίροτιτς. Κάπως έτσι, κατέληξαν στην περίπτωση Σίκμα αναζητώντας «κάτι άλλο», κάποια χαρακτηριστικά που δεν ήταν ορατά στους υπόλοιπους με γυμνό μάτι και δεν αναφέρομαι προφανώς στην τεράστια ικανότητα του Αμερικανού να βλέπει γήπεδο και να πασάρει με άνεση κορυφαίου point guard.
Με την απόκτηση του Μιλουτίνοφ, ο Ολυμπιακός δημιούργησε ένα από το πιο φοβιστικά δίδυμα ψηλών στην Ευρώπη. Όσοι είχαν ξεγράψει τον Νίκολα επειδή δεν τον έβλεπαν στην Ευρωλίγκα με την ΤΣΣΚΑ (και μετά τον δύσκολο πρώτο καιρό που είχε στη Μόσχα), αντιλαμβάνονται πλέον τη λανθασμένη εκτίμησή τους. Ο Μιλού θυμίζει ένα γιγαντιαίο χταπόδι που βγάζει πλοκάμια σε κάθε αντίπαλο σουτ και σε κάθε διεκδίκηση, ξέχωρα από τη δεδομένη ικανότητά του στο σκορ αλλά και από την κίνησή του μακριά από την μπάλα που δημιουργεί χώρους και ρήγματα.
Η κουβέντα ωστόσο για την απόκτηση ενός «τεσσαροπενταριού» είχε ξεκινήσει από καιρό, αφού πολλοί θεωρούσαν πως θα έπρεπε να υπάρχει μια τρίτη λύση στο «5» σε περίπτωση ανάγκης. Η απουσία του Μουσταφά Φαλ έδωσε στον Μπαρτζώκα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τον Σίκμα στο «5». Παίζοντας 32′ συνολικά στα δυο ματς, ο 34χρονος φόργουορντ έβαλε 8 πόντους σε κάθε παιχνίδι αστοχώντας μόνο μια φορά όλη κι όλη στο τουρνουά.
Ειδικά στο επιθετικό κομμάτι ήταν παραπάνω από επαρκής, τραβώντας στην κορυφή της ρακέτας τους αντίπαλους ψηλούς και παίρνοντας την μπάλα στην πλάτη τους για να βάλει εύκολα καλάθια. Προφανώς θα χρειάζεται έξτρα βοήθειες ώστε να μην εκτίθεται αμυντικά όταν θα έχει απέναντί του ψηλότερους παίκτες, ωστόσο υπενθυμίζω ότι στο «5» υπάρχουν δυο κορυφαία σέντερ και ότι ο Σίκμα θα κληθεί να δίνει λύσεις εκεί μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης. Και θα το κάνει καλά, καλύπτοντας το μπόι που του λείπει με το πλεονάζον μπασκετικό IQ του.
Έτσι όπως το βλέπω, τα σαφέστερα δείγματα από τις πραγματικές δυνατότητες της φετινής ομάδας θα ξεκινήσουμε να τα βλέπουμε κάπου στα μέσα Νοέμβρη. Μέχρι τότε οι Ερυθρόλευκοι θα πρέπει να βρουν τον τρόπο ώστε να πάρουν τις απαραίτητες νίκες που θα τους εξασφαλίσουν χρόνο και ηρεμία ώστε να παρουσιάσουν κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι είδαμε την προηγούμενη διετία. Διαφορετικό αλλά εξίσου όμορφο.