Είναι ο Τζενάρο Γκατούζο ο καταλληλότερος τεχνικός ώστε να εμπνεύσει διοίκηση και κόσμο για την επόμενη μέρα του Ολυμπιακού; Στο παραπάνω ερώτημα συνυπάρχουν δυο σκέλη, τα οποία απαντήθηκαν μέσα σε λιγότερο από ένα 24ωρο. Πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ξεκίνησε το θέμα να παίζει δυνατά και ώρες προτού σερβιριστεί η μαγειρίτσα, ψυχανεμιζόσουν ήδη τη θέση τόσο της ΠΑΕ, όσο και των οπαδών.
Για τη διοίκηση, η απάντηση δόθηκε μέσα από έναν ορυμαγδό εγκωμιαστικών αναφορών και αφιερωμάτων. Κάπως έτσι, πείστηκαν ακόμα και οι πιο δύσπιστοι πως δεν επρόκειτο για κάποια «φήμη» ή ρεπορτάζ αμφιβόλου αξιοπιστίας, αλλά για σχεδόν τετελεσμένο γεγονός που φέρει την απόλυτη έγκριση της ΠΑΕ. Κακά τα ψέματα, τόσοι έπαινοι και τόσα καλά λόγια μαζεμένα δεν πρέπει να έχουν γραφτεί για τον προπονητή Γκατούζο ούτε από τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους του.
Αν πάλι δούμε την κατάσταση από την πλευρά των οπαδών, εκεί κι αν είναι φως φανάρι το πράγμα. Σε κάθε έναν που θεωρεί ότι ο Ρίνο είναι κατάλληλος, αντιστοιχούν άλλοι 99 που «διαφωνούν», για να το θέσω όσο πιο κομψά γίνεται. Τόσες πολλές και έντονες αντιδράσεις για έναν υποψήφιο προπονητή στην εποχή Μαρινάκη δεν θυμάμαι ξανά. Ακόμα και ο Μαρίνος Ουζουνίδης, ο οποίος έμεινε με το στυλό στο χέρι τον Αύγουστο του 2016, πιθανόν να είχε περισσότερους «συμμάχους» από τον Γκατούζο.
Η αλήθεια για Χάμες – Γαλατά και οι τρεις επιλογές για την επόμενη μέρα του Κολομβιανού
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι είναι πιο εντυπωσιακό: η σχεδόν καθολική κατακραυγή από πλευράς οπαδών στο άκουσμα του ονόματός του ή η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη όλων των ρεπόρτερ και αρθρογράφων που σχετίζονται με τον Ολυμπιακό; Απ’ όσα κείμενα πήρε το μάτι μου το προηγούμενο 48ωρο, δεν συνάντησα ούτε έναν ρεπόρτερ/αρθρογράφο να διαφωνεί ή έστω να εκφράζει κάποιον προβληματισμό για την περιπτωσάρα που λέγεται Τζενάρο Γκατούζο.
Είμαι βέβαιος πως το συγκεκριμένο φαινόμενο έκανε ακόμα πιο έξαλλους τους πάμπολλους διαφωνούντες, με αποτέλεσμα να εκτοξεύονται διόλου τιμητικοί χαρακτηρισμοί προς τους συντάκτες των κειμένων και όχι μόνο. Διότι άντε να βγάλεις από το μυαλό ενός οπαδού ότι τα δεκάδες (και ίσως να λέω λίγα) κείμενα που έπεσαν σαν καταιγίδα το σαββατοκύριακο περιλάμβαναν προσωπικές απόψεις και δεν ήταν προϊόντα «ενορχήστρωσης».
Ο Αντσελότι, ο Ντε Λαουρέντις και το Κόπα Ιτάλια με τη Νάπολι
Το πιο επιτυχημένο προπονητικό διάστημα του Τζενάρο Γκατούζο ήταν αυτό του πρώτου εξαμήνου του στη Νάπολι. Ο Ρίνο (υποκοριστικό που προέρχεται από το Τζεναρίνο) ανέλαβε λίγο πριν το ξέσπασμα του κορωνοϊού (Δεκέμβριος του 2019) και μετά την επανέναρξη των αγωνιστικών δραστηριοτήτων οι Ναπολιτάνοι πανηγύρισαν την κατάκτηση του Κόπα Ιτάλια μέσα στις πρωτόγνωρες συνθήκες που είχε δημιουργήσει η πανδημία.
Ότι ανέλαβε μια ομάδα που βρισκόταν στα χέρια του Κάρλο Αντσελότι για σχεδόν ενάμισι χρόνο, είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Αφενός γιατί μιλάμε για έναν από τους κορυφαίους τεχνικούς όλων των εποχών και αφετέρου επειδή ουδείς μπορεί να πει ότι άφησε «καμένη γη» πίσω του.
Ο ιδιόρρυθμος Ντε Λαουρέντις είχε φροντίσει να κάνει την ομάδα μπάχαλο με μια εντολή για ritiro (ο εγκλεισμός των παικτών στο προπονητικό κέντρο ιταλιστί) μιας ολόκληρης εβδομάδας μετά από μια ήττα κόντρα στη Ρόμα (5/11/2019). Η γενικευμένη ανταρσία που προκλήθηκε έφερε τόσο μεγάλη αναταραχή στα αποδυτήρια που στα επόμενα έξι επίσημα ματς οι Παρτενοπέι έκαναν πέντε ισοπαλίες και μια ήττα-σοκ από την Τζένοα στο Σαν Πάολο. Γι’ αυτό και τα ρεπορτάζ εκείνης της εποχής έριξαν μεγαλύτερο φταίξιμο στον πρόεδρο παρά στον προπονητή που, όπως και να το κάνεις, το όνομά του ήταν σαφώς πιο βαρύ σε τίτλους και διακρίσεις από ολόκληρη την ιστορία της Νάπολι.
Τη συνέχεια βεβαίως τη γνωρίζουμε. Ο Αντσελότι έφυγε, μετά από μερικούς μήνες επέστρεψε στη Ρεάλ και πήρε με την πρώτη πρωτάθλημα και Champions League. Από την άλλη, ο Γκατούζο παρέμεινε για ακόμη μια σεζόν στη Νάπολι και αποτέλεσε παρελθόν μετά την αυτοκτονία της τελευταίας αγωνιστικής: η εντός ισοπαλία με τη Βερόνα τον Μάιο του 2021 άφησε τους Ναπολιτάνους εκτός Champions League και τον Ρίνο χωρίς δουλειά.
Οι 23 μέρες στη Φλωρεντία, το «άκυρο» των οπαδών της Τότεναμ και η Βαλένθια
Για τις 3 εβδομάδες του στη Φιορεντίνα στις αρχές του Ιουνίου του 2021 τα πράγματα είναι εν πολλοίς γνωστά. Η διαφωνία που υπήρξε μεταξύ συλλόγου και Ζόρζε Μέντες σχετικά με τη μεταγραφική πολιτική που θα ακολουθούταν, οδήγησε σε πρόωρο διαζύγιο με τον Γκατούζο. Να προσέξουμε λίγο αυτή τη λεπτομέρεια: δεν διαφώνησε τόσο ο Ρίνο, όσο ο διάσημος Πορτογάλος ατζέντης (του) που επιθυμούσε – μαντέψτε – να γίνει μεταγραφικό «παιχνίδι» αρκετών εκατομμυρίων για την ενίσχυση της Φιορεντίνα (και με το αζημίωτο για τον ίδιο προφανώς).
Ο Μέντες έδωσε αγώνα για να «περάσει» τον Γκατούζο στην Τότεναμ το ίδιο καλοκαίρι και θα τα είχε καταφέρει αν ο κόσμος των Λονδρέζων δεν είχε βγει στα κάγκελα. Εκεί, πέρα από τις όποιες ενστάσεις σχετικά με τις προπονητικές του ικανότητες, υπήρχαν και πολλές αντιδράσεις για δηλώσεις του κατά το παρελθόν στις οποίες του αποδίδονταν ρατσιστικές, φαλλοκρατικές αλλά και ομοφοβικές αντιλήψεις.
Τελικά, έναν χρόνο αργότερα βρέθηκε άνθρωπος να τον προσλάβει. Ο Ταϊλανδός ιδιοκτήτης της Βαλένθια που εδώ και πάρα πολύ καιρό είναι persona non grata στο Μεστάγια. Όχι τυχαία, πρόκειται για έναν σύλλογο στον οποίο ο Μέντες είναι πολύ βαθιά χωμένος, σε βαθμό που να λογίζεται κάτι σαν… συνέταιρος του Πίτερ Λιμ εδώ και μια δεκαετία. Ένα πρώην μαγαζί γωνία που σήμερα απειλείται άμεσα με υποβιβασμό, δυόμισι μήνες μετά την αποχώρηση του Γκατούζο.
Παρότι χρονικά προγενέστερη, άφησα τελευταία τη θητεία του στη Μίλαν. Τον Νοέμβριο του 2017 διαδέχτηκε τον Μοντέλα στον πάγκο των Ροσονέρι και το ξεκίνημά του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ενθαρρυντικό παρότι δεν υπήρξε κάποια «υπέρβαση». Πριν τελειώσει η σεζόν, οι Μιλανέζοι ήταν τόσο σίγουροι που ανακοίνωσαν τριετή επέκταση του συμβολαίου του. Την οποία θα μετάνιωναν λίγους μήνες αργότερα.
Το φθινόπωρο του 2018 παρακολουθούσα τη Μίλαν με διπλό ενδιαφέρον, αφού εκτός από το… παραδοσιακό της αγάπης μου στους Ροσονέρι, υπήρχε κι αυτό του Ολυμπιακού λόγω της κοινής τους παρουσίας στον όμιλο του Europa League. Μάλιστα, με μια νίκη στις πέντε πρώτες αγωνιστικές της Serie A είχαν ήδη ξεκινήσει σενάρια απόλυσης, τα οποία καταλάγιασαν προσωρινά με το 1-4 στη Σασουόλο, τέσσερις μέρες πριν το ματς με τους Ερυθρόλευκους στο Μιλάνο.
Πριν και μετά το ιστορικό 3-1 του Καραϊσκάκη, η Μίλαν του Γκατούζο είχε καταγράψει ένα επίσης αρνητικό σερί στο πρωτάθλημα με μόλις μια νίκη σε επτά ματς. Προς το τέλος του χειμώνα επανήλθε μια ηρεμία με θετικά αποτελέσματα αλλά από τα μέσα Μαρτίου προέκυψε νέο ζόρι με επίσης μια νίκη σε επτά αγωνιστικές, συν τον αποκλεισμό από τη Λάτσιο στον ημιτελικό του κυπέλλου. Η σεζόν έκλεισε με τέσσερις σερί νίκες που όμως δεν ήταν αρκετές για το τέταρτο εισιτήριο του Champions League. Κάπως έτσι, το συμβόλαιο μέχρι το 2021 δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και οι δυο πλευρές χώρισαν τα τσανάκια τους.
Έχοντας διαβάσει ή έστω κάνει scroll down κάμποσα κείμενα περί Γκατούζο, οφείλω να ομολογήσω πως κατανοώ σε μεγάλο βαθμό τους λόγους της οργής των οπαδών προς δημοσιογράφους και ΜΜΕ. Δεν λέω ότι τη συμμερίζομαι σώνει και καλά, αλλά την κατανοώ. Κακά τα ψέματα, όταν έχεις μια συγκεκριμένη άποψη, διαπιστώνεις ότι την ίδια άποψη πάνω – κάτω έχουν και οι περισσότεροι συνοπαδοί σου και την ίδια στιγμή διαβάζεις διαρκώς αποθεωτικά (και μόνο) κείμενα, είναι ανθρώπινο να νιώθεις σαν να σε τσιγκλάνε επίτηδες και να το παίρνεις προσωπικά.
Γιατί όμως είναι τόσο έντονες οι αντιδράσεις στο άκουσμα της επιλογής του Ιταλού, ακόμα και από ανθρώπους που δεν έχουν την πιο ξεκάθαρη εικόνα για τον βίο και την πολιτεία του προπονητή Γκατούζο;
Έχω την αίσθηση πως η επικοινωνιακή προσέγγιση του θέματος ήταν λανθασμένη. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού έχουν συνηθίσει να διαβάζουν κάμποσα ονόματα προτού κλείσει κάποιος, προπονητής ή παίκτης. Κατά κανόνα υπάρχει μια κλιμάκωση από τον δυσκολότερο προς τον πιο ρεαλιστικό στόχο, ώστε να γίνει αντιληπτό πως μεσολάβησαν διάφορες απόπειρες μέχρι να κλείσει όποιος είναι να κλείσει.
Αυτή τη φορά, το πράγμα ήρθε κάπως απότομο σε πολλούς. Συνήθως, με αυτόν τον τρόπο διαρρέουν οι λεγόμενες «βόμβες» και όχι ονόματα που είναι αυτονόητο ότι θα προκαλέσουν… εξέγερση. Και εδώ τίθεται το ερώτημα αν οι άνθρωποι του Ολυμπιακού είχαν επίγνωση για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει στο άκουσμα του ονόματος Γκατούζο ή πιάστηκαν προ εκπλήξεως. Μεταξύ μας, δεν θα ήθελα με τίποτε να ισχύει η δεύτερη εκδοχή…
Συνεχίζοντας τα περί επικοινωνιακής προσέγγισης, θεωρώ πως ακόμη κι εκείνοι που ήταν απλώς αδιάφοροι ή δεν είχαν σαφή άποψη για Γκατούζο, σίγουρα φούντωσαν διαβάζοντας για συμβόλαιο ενός έτους. Απλούστατα διότι εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο μόνο προοπτική και ξεκάθαρο πλάνο δεν προδίδει. Ούτε και απόλυτη εμπιστοσύνη στον προπονητή, για να είμαστε ξηγημένοι.
Θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι έχω καλή άποψη για τις προπονητικές ικανότητες του Τζενάρο Γκατούζο ή ότι περίμενα τη φετινή καταστροφή της Βαλένθια για να σχηματίσω πλήρη εικόνα. Αυτό όμως δεν λέει τίποτα. Μπορεί να συμφωνεί μαζί μου ένας, μπορεί χιλιάδες και μπορεί οι λίγοι να έχουν δίκιο και οι πολλοί άδικο. Το θέμα εδώ είναι άλλο. Ειδικά στο ζήτημα του προπονητή, όταν μάλιστα προέρχεσαι από μια τόσο αλλοπρόσαλλη σεζόν όπως η φετινή, είσαι καταδικασμένος να κάνεις την καλύτερη δυνατή επιλογή. Ποια είναι η «καλύτερη δυνατή»; Αυτή που θα συνοδεύεται από προοπτική και θα φανερώνει όραμα.
Οι λιγοστοί που δεν είναι έξαλλοι με την περίπτωση Γκατούζο μοιράζονται ανάμεσα στους «να τον στηρίξουμε και βλέπουμε» και τους «δηλαδή ποιον θέλατε, τον Γκουαρντιόλα ή τον Κλοπ;». Οι πρώτοι πιθανότατα να είχαν την ίδια στωική προσέγγιση και στο άκουσμα ονομάτων όπως Χάσι, Όσκαρ Γκαρθία, Κορμπεράν και πάει λέγοντας.
Η προϊστορία του προπονητή Ρίνο είναι τέτοια που δεν ευνοεί τις πιθανότητες «αναμονής» και «υπομονής». Τα δυο καλύτερα εξάμηνά του ήταν αυτά κατά τα οποία ανέλαβε ομάδες άλλων μεσούσης της σεζόν. Στη Μίλαν προέκυψαν αισιόδοξα μηνύματα που διαψεύστηκαν οικτρά στη μοναδική ολόκληρη χρονιά του, ενώ στη Νάπολι μετά το κύπελλο εν μέσω κορωνοϊού ήρθε η σεζόν που έκλεισε με την καταστροφική ισοπαλία κόντρα στους Βερονέζους. Με λίγα λόγια, ο χρόνος δεν λειτούργησε ποτέ υπέρ του ως τώρα.
Η ιστορία έχει αποδείξει πως οι πιθανότητες επιτυχίας ενός τεχνικού αυξάνονται κατακόρυφα όταν ο κόσμος είναι εξαρχής πρόθυμος να τον στηρίξει. Όπως ήταν δεδομένο ότι θα συμβεί με τον Βαλβέρδε και όπως τελικά συνέβη με τον Μαρτίνς ακόμα και όταν τα πράγματα έφτασαν σε οριακό σημείο μετά τον αποκλεισμό από τη Λαμία.
Για μια ομάδα σαν τον Ολυμπιακό όπου η πίστωση χρόνου είναι φαινόμενο σπανιότατο, θαρρώ πως δεν θα έχει νόημα να επιμείνει η διοίκηση σε μια απόφαση που φέρνει τόσο έντονες αντιδράσεις πριν καν υπάρξουν επίσημες ανακοινώσεις. Εκτός αν βρει τον τρόπο να πείσει τους οπαδούς πως ο Γκατούζο είναι όντως η καταλληλότερη επιλογή. Η τακτική «άστους να ξεθυμάνουν» θα έχει μονάχα προσωρινά οφέλη. Διότι στην πρώτη (ούτε καν στη δεύτερη) κατραπακιά η αναζωπύρωση των τωρινών συναισθημάτων θα είναι αναπόφευκτη.
Αν ήμασταν στον Αύγουστο ή έστω στον Σεπτέμβριο του 2022, οι αντιδράσεις θα ήταν σαφώς λιγότερες. Με την υπομονή του κόσμου να έχει δοκιμαστεί τόσο πολύ όλους αυτούς τους μήνες, τα περιθώρια για ένα ακόμη λάθος είναι ανύπαρκτα. Ακόμα και ένας χαρισματικός τεχνικός θα είχε λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας χωρίς διάθεση στήριξης από τον κόσμο. Σκεφτείτε τι θα μπορούσε να συμβεί σε κάποιον που θα θεωρούταν ανεπιθύμητος από μια μεγάλη μερίδα οπαδών πριν καν πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα…
ΥΓ. Για τον ποδοσφαιριστή Γκατούζο θα μπορούσα να γράψω βιβλίο, όπως και κάθε άνθρωπος που αγαπάει τη Μίλαν. Οι οπαδοί των Ροσονέρι θα τον λατρεύουν πάντα για την αγωνιστικότητα, το πάθος και την τρέλα του, ωστόσο τα ποδοσφαιρικά στοιχεία του Ρίνο δεν ήταν αυτά που θα σε έκαναν να τον φανταστείς και ως σπουδαίο προπονητή. Όσο για τον εκρηκτικό χαρακτήρα του, αυτός κι αν είναι ανασταλτικός παράγοντας όταν μιλάμε για τεχνικό. Τώρα, γιατί παρουσιάζεται από κάποιους ως «θετικό στοιχείο», δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω.