Ο Φίλιπ Ζινκερνάγκελ «πάτησε» Πειραιά, σε ένα λιμάνι στο οποίο θα αναζητήσει την ποδοσφαιρική του Ιθάκη, ανάλογη με αυτή που έζησε στο μακρινό και παγωμένο Μπόντο της Νορβηγίας τη διετία 2018-2020.
Ο Δανός μεσοεπιθετικός εν συνεχεία έκανε το «αγροτικό» του στην Αγγλία, όπου μόνο απαρατήρητος δεν πέρασε. Στην πρώτη του χρονιά με τη φανέλα της Γουότφορντ βοήθησε την ομάδα να ανέβει ξανά στην Premier League και μία σεζόν αργότερα, αυτή που μόλις πριν ένα μήνα αφήσαμε πίσω μας, έκανε ακριβώς το ίδιο με τη Νότιγχαμ Φόρεστ.
Το όνειρο της Premier δεν μπόρεσε να το ακουμπήσει αφού και στις δύο περιπτώσεις δοκιμάστηκε στην Championship, ωστόσο απέδειξε πως για τον ίδιο ο χρόνος συμμετοχής και ο πρωταγωνιστικός ρόλος σε μία ομάδα δεν συγκρίνεται με το μέγεθος και τη χάρη ενός πρωταθλήματος.
Ο Ζινκερνάγκελ «διψά» για 30+ παιχνίδια τη σεζόν, για συνεχείς παρουσίες στη βασική ενδεκάδα και για τη δοκιμασία της Ευρώπης. Κι αν η Premier League ήταν ένα σχεδόν άπιαστο όνειρο, τότε το Champions League φαντάζει ιδανικός προορισμός. Και αυτό θα διεκδικήσει μαζί με τον Ολυμπιακό αρχής γενομένης από τα παιχνίδια με τη Μακάμπι Χάιφα τον Ιούλιο. Ούτως ή άλλως έχει αποδείξει ότι στα δύσκολα έχει μάθει να κουβαλά. Τόσο την μπάλα όσο και τους συμπαίκτες του.
Ποια είναι όμως τελικά το στυλ παιχνιδιού του, ποια χαρακτηριστικά του ξεχωρίζουν και πού υστερεί;
Το athlosnews έχει τις απαντήσεις και με τη βοήθεια των στατιστικών αλλά και των περσινών του αγώνων με τη Νότιγχαμ σας προϊδεάζει για το τι πρόκειται να δείτε στο χορτάρι του «Γ. Καραϊσκάκης» από έναν παίκτη που από τις αρχές του 2019 μέχρι τα τέλη του 2020 μέτρησε συνολικά 25 γκολ και 34 ασίστ, ξεπερνώντας σε αριθμούς μερικούς από τους καλύτερους «εξωγήινους» του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Αρχικά, ο Ζινκερνάγκελ δεν είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό ο «φαντεζί» παίκτης που θα ξεσηκώσει το κοινό με μία προσωπική του ενέργεια, όμως αν πάει κανείς με τη γλώσσα των αριθμών και τις κινήσεις του με ή χωρίς την μπάλα θα καταλάβει ότι κατά βάθος μέσα κρύβει κάτι από τη μαγεία της αλάνας του Ρίο, του Μπουένος Άιρες και της Κολούμπια.
ΔΕΙΤΕ ΤΟΝ ΣΕ ΔΡΑΣΗ
Αν και «ψυχρός» Σκανδιναβός κατάφερε να συνδυάσει στο παιχνίδι του την «φλόγα» και την έκρηξη ενός Λατίνου μαζί με την ουσία ενός Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή που ξέρει πότε πρέπει να μοιράσει την μπάλα και να σταματήσει τα κόλπα. Παίκτης ουσίας, λοιπόν, που σχεδόν πάντα χρησιμοποιεί πρώτα το μυαλό και μετά τα πόδια του.
Του αρέσει να κινείται σε όλο το πλάτος του άξονα όταν επιλέγεται να ξεκινήσει στο «10» και να πατάει συχνά και με θεαματικό τρόπο την αντίπαλη περιοχή κάθε φορά που ξεκινά ως εξτρέμ στην δεξιά πτέρυγα.
Στον Ολυμπιακό είναι δεδομένο ότι θα παίρνει πάνω του πολλές μπάλες, θα ανοίγει χώρους με τις κινήσεις του καθότι δεν τού αρέσει να μένει στάσιμος και γενικότερα θα λύνει τα χέρια του Μαρτίνς στην πλειοψηφία των αγώνων της Super League που οι ομάδες θα στήσουν ένα αμυντικό τείχος για να αποσπάσουν έστω τον βαθμό από τους πρωταθλητές Ελλάδας.
Ο Φίλιπ είναι κατά βάση παίκτης του συνόλου, αλλά αν τού δώσεις τον χώρο και την κατάλληλη εντολή είναι ικανός να καθορίσει μόνος του κάθε παιχνίδι είτε δοκιμάζοντας τα καλά του πόδια (σουτάρει εξίσου καλά με το αριστερό και το δεξί) είτε δίνοντας την σωστή πάσα στη σωστή στιγμή για να «ξεκλειδώσει» τον αντίπαλο. Οι ασίστ, άλλωστε, είναι και το δυνατό του σημείο. Έχει μοιράσει συνολικά 65 στην καριέρα του που μας βγάζει έναν μέσο όρο των 0,4 ασίστ ανά τρία παιχνίδια μέχρι σήμερα σε περισσότερα από 300 ματς.
Με την Μπόντο έκανε τα πάντα. Όπως είπαμε και παραπάνω με τα νούμερά του άφησε πίσω μέχρι και τους Μέσι – Ρονάλντο για ένα διάστημα μέσα στο 2020 όταν το προσωπικό του κοντέρ σταμάτησε στα 25 γκολ (με κεφαλιές, φάουλ, πέναλτι, τελειώματα εντός κι εκτός περιοχής, ακόμα και τακουνάκι) και τις 34 (!) ασίστ ξεπερνώντας κάθε προσδοκία. Από τη μία, ναι, το επίπεδο στο νορβηγικό ποδόσφαιρο δεν είναι τόσο υψηλό και δεν μπαίνει καν στην ίδια εξίσωση με του ελληνικού, ωστόσο οι ενέργειες και η κλάση του δεν ξεχνιούνται ανάλογα με τη δυναμικότητα της Λίγκας στην οποία αγωνίζεται. Κι αυτό το επιβεβαίωσε τις δύο χρονιές στην Championship που, όπως είναι λογικό, δεν μπόρεσε να συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς (συνολικά 8 γκολ και 15 ασίστ σε δύο χρόνια) αλλά απέδειξε ότι ήρθε η ώρα για το βήμα παραπάνω.
Αυτό θα ψάξει και με τους Πειραιώτες θέλοντας να κερδίσει από την αρχή την εμπιστοσύνη του Μαρτίνς σε ένα ποδοσφαιρικό ταξίδι που κρύβει ερωτηματικά αλλά ο ίδιος θέλει να το ζήσει στο έπακρο. Και το απέδειξε με κάθε τρόπο μέσω της θέλησής του να συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό και να παλέψει για τη φανέλα βασικού με όνειρο τα… αστέρια!