Η νέα εποχή του Ολυμπιακού ξεκίνησε με μια επική επιστροφή σε φάιναλ φορ και μια οδυνηρή ήττα στον ημιτελικό. Για να συναντήσουμε κάτι αντίστοιχο με αυτό που συνέβη το βράδυ της Πέμπτης στη Stark Arena, θα πρέπει να γυρίσουμε 28 χρόνια πίσω: μέχρι και το μοιραίο τρίποντο του Μίτσιτς, κανένα άλλο ευρωπαϊκό σουτ δεν είχε πληγώσει περισσότερο τους Ερυθρόλευκους όσο εκείνο του Κορνέλιους Τόμπσον στο Τελ Αβίβ.
Η διαφορά του τότε με το τώρα είναι πως στον τελικό με την Μπανταλόνα ο Ολυμπιακός είχε περίπου 15 δευτερόλεπτα να αντιδράσει και εξακολουθούσε να έχει ευκαιρίες παρά τη χαμένη (1+1) βολή του Πάσπαλι, όταν άργησε να ξεκινήσει το χρονόμετρο (το οποίο νωρίτερα είχε «φάει» περίπου τρία δευτερόλεπτα από τους Πειραιώτες μέχρι να σταματήσει στα 4,8”). Στην περίπτωση του Μίτσιτς, το μόνο που μπορούσε να γίνει με 0,2” στο ρολόι ήταν ουσιαστικά ένα… χαστούκι στην μπάλα από το τρίποντο, αφού δεν υπήρχε χρόνος για κανονικό σουτ μετά την επαναφορά.
Ο απίθανος Ολυμπιακός έφτασε με άνεση στο πλεονέκτημα έδρας έχοντας ως MVP τον Σάσα Βεζένκοφ και πήγε στο φάιναλ φορ με τον Τόμας Γουόκαπ σε ρόλο απόλυτου πρωταγωνιστή. Ο Αμερικανός κομάντο ήταν μακράν ο πολυτιμότερος στα πέντε ματς με τη Μονακό, όχι μόνο για την κατά κανόνα καταπληκτική άμυνα πάνω στον Τζέιμς, αλλά και για την καθοριστική συμβολή του στην επίθεση, με αποκορύφωμα τους 17 πόντους στο Game 5.
Είναι αλήθεια πως ειδικά στα κρίσιμα σημεία οι παίκτες του Μπαρτζώκα δεν πήραν τις σωστές επιθετικές αποφάσεις, σπαταλώντας έτσι τη σπουδαία δουλειά που έκαναν στο αμυντικό κομμάτι. Οι Ερυθρόλευκοι δε βρήκαν ούτε ένα μεγάλο σουτ στην τέταρτη περίοδο (0/5 τρίποντα), δείγμα όχι μόνο των κακών επιλογών αλλά και της νευρικότητας που τους είχε κυριεύσει.
Με τον Ντόρσεϊ να θυμίζει για τρία δεκάλεπτα (πλην της 3ης περιόδου δηλαδή όπου σκόραρε τους 10 από τους 11 πόντους του) τον θολωμένο παίκτη των πλέι οφ και τον Βεζένκοφ να βάζει μόλις πέντε πόντους με το τραγικό 1/8 έξω από τα 6,75, ο Ολυμπιακός κατάφερε να φέρει το ματς στην ισοπαλία σχεδόν ως την κόρνα. Και όμως, άλλο ήταν το στοιχείο που πλήγωσε ανεπανόρθωτα τους Πειραιώτες, περισσότερο και από την παροιμιώδη αστοχία τους από μακριά.
Στα πέντε παιχνίδια των πλέι οφ ο Γουόκαπ ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής. Ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις αυτό δεν αποτυπώθηκε πλήρως από την αξιολόγησή του, αποδόθηκε εύγλωττα από το συντελεστή +/-. Με τον Αμερικανό στο παρκέ, ο Ολυμπιακός είχε στα πέντε ματς με τη Μονακό προβάδισμα 12,6 πόντων κατά μέσο όρο, αριθμός αδιανόητος όταν έχουν μεσολαβήσει δυο ήττες και μάλιστα η μια με πολύ μεγάλη διαφορά. Και όμως, ακόμα και στο -24 του Game 2 οι Ερυθρόλευκοι ήταν μόλις στο -1 στα 21 λεπτά με τον Τόμας στο παρκέ.
Για να κατανοήσετε πλήρως την επιρροή του Γουόκαπ στους αγώνες των πλέι οφ, σκεφτείτε ότι στα λεπτά που αγωνίστηκε ο Ολυμπιακός είχε συνολικά +63 πόντους διαφορά από τη Μονακό, την ώρα που στα λεπτά του Βεζένκοφ η συνολική διαφορά ήταν μόλις +3, του Σλούκα στο -8 και του εξαιρετικού (και δεύτερου πιο επιδραστικού παίκτη στα πλέι οφ) Φαλ στο +17. Και για να το κάνω ακόμα πιο απλό: ο Ολυμπιακός συνολικά «νίκησε» με δυο πόντους διαφορά τη Μονακό στα πέντε ματς, δηλαδή «έχασε» διαφορά 61 πόντων όταν ο Τεξανός βρισκόταν στον πάγκο!
Σύμφωνα με τους 9 βαθμούς της αξιολόγησης (PIR), η παρουσία του Γουόκαπ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετική. Το συντριπτικό -12 όμως στο +/- αποδεικνύει πως όσο ο Αμερικανός βρισκόταν στο παρκέ (25:22), ο Ολυμπιακός έχανε αρκετά από αυτά που κέρδιζε σε όλα τα προηγούμενα ματς. Η αμέσως χειρότερη επίδοση ήταν το -4 του Βεζένκοφ στα 34 και κάτι λεπτά που αγωνίστηκε, οπότε με απλά μαθηματικά προκύπτει ένα χάσμα 24 πόντων από το +12 του μ.ο. του Τόμας κόντρα στη Μονακό μέχρι το -12 του ημιτελικού.
Αυτό το -12 ουσιαστικά δημιουργήθηκε στο καταστροφικό πρώτο εξάλεπτο της τρίτης περιόδου. Ο Ολυμπιακός μπήκε στο β’ ημίχρονο με το υπέρ του 43-42 και στο 26:17 το σκορ ήταν 51-62. Την ώρα που οι Ερυθρόλευκοι είχαν ξεμείνει από ιδέες στην επίθεση, οι Τούρκοι χτυπούσαν στο ψαχνό από μακριά (3 τρίποντα ο Μπράιαντ και από ένα Μίτσιτς και Σίνγκλετον). Ακριβώς σε εκείνο το σημείο ο Μπαρτζώκας πέρασε τον Σλούκα και μέσα σε 3μισι λεπτά η διαφορά πήγε στους τρεις (63-66). Ο Γουόκαπ επέστρεψε 1:01 πριν τη λήξη του ματς, βγήκε στα 27” και ξαναμπήκε για την τελευταία άμυνα.
Γουόκαπ: Συγκεντρωνόμαστε στο πρωτάθλημα, όνειρο για κάθε αθλητή αυτό που ζω στον Πειραιά
Είναι παραπάνω από προφανές πως δεν γίνεται να φταίει ένας παίκτης για τη συνολικά κακή λειτουργία μιας ομάδας σε άμυνα και επίθεση και με δεδομένο ότι πρόκειται για ένα μεμονωμένο παιχνίδι, μπορείς κάλλιστα να χαρακτηρίσεις το γεγονός ως συγκυριακό. Ωστόσο, καθίσταται σαφές πως ο κομβικός Αμερικανός δεν αποτέλεσε τη «σταθερά» των προηγούμενων αναμετρήσεων, δείγμα της τεράστιας πολυτιμότητάς του στη φετινή «μηχανή» των Πειραιωτών. Διότι πρόκειται για έναν παίκτη που θα μπορούσε να ανακηρύσσεται MVP ακόμα και σε βραδιές που δεν έχει βάλει ούτε πόντο.
Το χθεσινό -12 στο +/- του Γουόκαπ συνιστά τη μεγαλύτερη «απόκλιση» για έναν από τους βασικούς πυλώνες της ομάδας σε ολόκληρη τη σεζόν. Κατά κανόνα, όσο ο Τόμας βρίσκεται στο παρκέ η διαφορά είτε ανεβαίνει υπέρ του Ολυμπιακού είτε περιορίζεται όταν κυνηγάει στο σκορ. Η μοναδική φορά σε όλη τη σεζόν που ο Γουόκαπ είχε μεγαλύτερο «μείον» από την τελική διαφορά ήταν στη Βαρκελώνη (79-78 με το σκορ στο -8 όσο βρισκόταν στο παρκέ ο πρώην παίκτης της Ζαλγκίρις).
Στην ήττα από την ΤΣΣΚΑ ήταν στο +7(!), στο «διπλό» του Ερυθρού Αστέρα στο +1, στις δυο βαριές ήττες από τη Μονακό ήταν στο -8 (92-72) και -1 (72-96, δηλαδή η διαφορά πήγε 23 πόντους πάνω όσο δεν έπαιζε!), ενώ στις υπόλοιπες ήταν λίγο πιο κάτω από την τελική διαφορά.
Υπάρχει βεβαίως και μια άλλη ανάγνωση. Τον περασμένο Φεβρουάριο ο Ολυμπιακός νίκησε την Εφές μετά από τέσσερις σερί ήττες. Τότε οι Τούρκοι ήταν πληρέστατοι, ενώ οι Ερυθρόλευκοι δεν είχαν στην αποστολή τον Γουόκαπ. Δέχτηκαν 85 πόντους, αλλά έβαλαν 87 χάρη στο μπάζερ μπίτερ του Σλούκα και πήραν το ματς. Πλάις, Μοερμάν και Σιμόν έβαλαν μαζί 33 πόντους στο ΣΕΦ, ενώ στο Βελιγράδι είχαν 8 (ο Μοερμάν άποντος και ο Κροάτης απών).
Η πραγματική ζημιά ωστόσο έγινε από την περιφέρεια. Μίτσιτς, Λάρκιν, Μπράιαντ και Μπομπουά σκόραραν μαζί 39 στο Φάληρο, ενώ χτες οι τρεις πρώτοι είχαν 52 πόντους (ο Γάλλος ήταν ωσεί παρών και άποντος). Όταν σε ένα ματς τέτοιας κρισιμότητας ο αντίπαλος έχει την ικανότητα να σου κάνει τόσο μεγάλη ζημιά από μακριά, ουσιαστικά σε αναγκάζει να απαντήσεις με αντίστοιχο τρόπο. Αν δεν βρεις αξιοπιστία στο δικό σου σουτ, το άγχος σε κυριεύει και το ηθικό σου διαλύεται.
Μεταξύ μας, είναι ένα μικρό θαύμα το ότι οι Ερυθρόλευκοι κατάφεραν με τόσο κακό μακρινό σουτ να έχουν το ματς στην ισοπαλία μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Επί της ουσίας καταδεικνύει την τρομερή προσπάθεια που κατέβαλαν, έχοντας δεχτεί μόλις 12 πόντους στα τελευταία 13μισι λεπτά του τελικού και μέχρι να μπει στο τελευταίο δευτερόλεπτο του τρίποντο του Μίτσιτς.
Εδώ βέβαια θα πρέπει να επισημάνω και την… προαιώνια απέχθειά μου σε οτιδήποτε σχετίζεται με «βαθμούς αξιολόγησης» κλπ. Στο μπάσκετ (και στο ποδόσφαιρο βεβαίως) υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να αποτυπωθούν με ακρίβεια ή που δεν είναι καν μετρήσιμα, τουλάχιστον στην «επίσημη στατιστική». Πράγματα που για να υπολογιστούν χρειάζονται τεχνολογικά βοηθήματα και ειδικούς αναλυτές για την αποκωδικοποίησή τους.
Μπορείς να έχεις φάει 25 πόντους στα μούτρα και αυτό να μην έχει κανέναν αντίκτυπο στη δική σου τυχόν υψηλή αξιολόγηση ή να έχεις κλειδώσει τον καλύτερο αντίπαλο σκόρερ και η βαθμολογία σου να παραμένει χαμηλότατη. Σύμφωνα με το ομαδικό PIR του Ολυμπιακός – Εφές, οι Ερυθρόλευκοι θα έπρεπε να είναι νικητές αφού το 97-82 συνιστά μια καθαρή διαφορά υπέρ τους στη συνολική μετρήσιμη απόδοση των παικτών.
Μιλάμε για μπάσκετ όμως και όχι για ποδόσφαιρο που μια φάση σε 90 λεπτά μπορεί να είναι αρκετή για να κρίνει ένα ματς. Τέτοιες «αστοχίες» ίσως να οδηγήσουν σε μια ακριβέστερη φόρμουλα υπολογισμού στο μέλλον. Άσε που δεν μπορεί να αξιολογείται το ίδιο ένα τρίποντο στο 5′ με ένα νικητήριο σουτ στην κόρνα ή να θεωρείται ίδια ασίστ το να βγάλεις τον συμπαίκτη σου φάτσα με το καλάθι και το να δώσεις μια πάσα στον Τζέιμς για να το μπουμπουνίσει από τα 9 μέτρα…
Αγγελόπουλοι σε παίκτες: «Ψηλά τα κεφάλια, πάμε για το πρωτάθλημα!»
Με τις αμπελοφιλοσοφίες περί φάουλ στην τελευταία φάση κλπ, δεν μπορείς να ασχοληθείς σοβαρά. Από το τελευταίο καλάθι εντός παιδιάς (παρακαλούνται οι συντάκτες να μην πυροβολούν άλλο την ελληνική γλώσσα με το «εντός πεδιάς» που δεν υφίσταται ως όρος αλλά και ως νόημα) των Τούρκων μέχρι αυτό του Σέρβου στο μηδέν, είχαν μεσολαβήσει 7’38”. Αν λοιπόν δινόταν εντολή για φάουλ και έστω μια εύστοχη βολή γινόταν αιτία ήττας, σήμερα θα συζητούσαμε για κρεμάλες.
Κάτι τέτοιο ίσως να είχε λογική σε ένα πιο «ζεστό» χρονικό διάστημα ή αν ο Ολυμπιακός είχε την πολυτέλεια ενός Μίτσιτς, ενός Λάρκιν ή έστω ενός Σπανούλη στα καλά του. Τότε που έκανε το side step και έτριζε ολόκληρο το γήπεδο με τη δύναμη που καρφώνονταν τα πόδια του στο παρκέ, προτού τιναχτούν προς τα πάνω για να δώσουν ώθηση σε ένα σουτ που ήταν σχεδόν δεδομένο ότι θα καταλήξει μέσα.
Η λογική λέει πως αργά ή γρήγορα ο Ολυμπιακός θα ξαναβρεί έναν «δώστε μου την μπάλα και κάντε στην άκρη γιατί εγώ θα το μπουμπουνίσω». Μέχρι τότε όμως, σε συνθήκες πανομοιότυπες με τις χθεσινές η απόφαση θα είναι πάντα η ίδια. Αν έπρεπε σώνει και καλά να δοθεί κάποια οδηγία, έστω και στο πόδι, αυτή θα ήταν στην τελευταία επίθεση του Ολυμπιακού. Να εκδηλωνόταν λίγο πιο γρήγορα ώστε να έμεναν κάποια δευτερόλεπτα για μια ακόμη επίθεση. Κι εκεί όμως το ρίσκο είναι προφανές: αν στη βιασύνη σου τα κάνεις μούσκεμα, μετά θα πρέπει να ξεκινήσεις τα φάουλ και τρέχα γύρευε. Σε συνθήκες υψηλής πίεσης όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται μέσα σε δευτερόλεπτα, δεν έχεις περιθώρια να σχεδιάσεις πράγματα για 2-3 φάσεις μετά, αφού και να τα σχεδιάσεις δεν είναι εύκολο να μεταδώσεις στις λιγοστές στιγμές ενός τάιμ άουτ, την ώρα που οι σφυγμοί σφυροκοπούν τα αυτιά των παικτών. Παίρνεις λοιπόν την απόφαση με το φαινομενικά χαμηλότερο ρίσκο και ζεις ή πεθαίνεις με αυτήν…