Ο πολύ γνωστός Διδάκτωρ Εγκληματολογίας, νομικός και πολυπράγμων συγγραφέας, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, φέρνει στο Athlosnews.gr τους «Θρύλους around the clock», κάνοντας αρχή από το επικό 1-4 της Λεωφόρου
Τετάρτη, 21/3/2001, Πόρος. Μια εβδομάδα προπαιδευόμενος στο «Κέντρο Εκπαίδευσης Παλάσκας».
Αμέσως μετά την απογευματινή αποψίλωση, αρχίζει να διαρρέει. Λέμε, εντάξει, άλλη μια μούφα, είναι κακόγουστο αστείο για μας τα παλιόψαρα.
“Θα δούμε το ματς στην αίθουσα τελετών; Ποιός τις τις λέει αυτές τις παπαργιές;”.
Κι όμως, στις οκτώ, λεπτά αφ’ ότου σήμανε το προηχογραφημένο σιωπητήριο κι ενώ τα χρώματα ενός αναποφάσιστου ορίζοντα παραιτήθηκαν οριστικά, το απίστευτο γίνεται πραγματικότητα.
Ο βαρυκόκκαλος κελευστής που είχαμε για θαλαμοφύλακα – ανιψάκι του Τόμμυ Λη Τζόουνς μείον την αλητεία, με ενισχυμένο το βλογιόκομμα και χρώμα δέρματος σκοτωμενί από άδηλο πόσους μήνες στο αντιτορπιλικό – στέκεται στην είσοδο του θαλάμου και ανακοινώνει:
«Τυχεροί ‘στε κωλόψαρα. Σε πέντε λεπτά, στην αίθουσα τελετών. Όλοι !».
Μιλάμε για τη μητέρα των μαχών. Μετά το ’82 σε κείνον το μονό αγώνα με το ακυρωμένο 3-0 και τα τρία πέναλτυ, μετά το θρίαμβό μας το ’83, τους δύο χαμένους τελικούς τίγκα στην πίκρα το ’86 με την τεσσάρα και το ’88 στα πέναλτυ με τον τσαλακωμένο να αυτοδιαγράφεται για πάντα από το μνημονικό μας -όχι για τις αποκρούσεις, αλλά για τις δηλώσεις του- το ’90 με το 3-3 του Αποστόλη του Δρακόπουλου και το ’92 με τον Κουκούλα με το πέναλτυ στο τελευταίο λεπτό (οποία εξιλέωση), τον χαμένο τελικό των κουρεμένων του ’93 και τον –επιτέλους- επικό τελικό του ’99 που τους πήραμε παραμάζωμα, ολυμπιακά και κοχονάτα με δέκα παίκτες, είναι η πρώτη φορά που έχουμε την υποχρέωση να αποδείξουμε ότι είμαστε πράγματι η καλύτερη ομάδα.
Τα τέσσερα σερί πρωταθλήματα δεν έχουν κάτσει καλά σε κανέναν από τους αλλοφύλους. Αυτούς που καλομάθανε με τα πέναλτυ του Μπίκα, τα οφσάιντ του Νικάκη, τα «Η ΑΕΚ όμως παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο», τα «δε δίνεται αυτό το χέρι στην Τούμπα». Το πέμπτο πρωτάθλημα είναι πλέον κερδισμένο από τις 4 Μαρτίου, μ’ εκείνη τη μαγική ασίστα του Τζοβάνι, ίσια στην καρδιά της άμυνας του ΠΑΟ, έχουμε αστρονομική βαθμολογική διαφορά με τον ΠΑΟ. Το μόνο που μένει, είναι να το αποδείξουμε για μια ακόμη φορά. Το κλίμα, που μαίνεται στα οπαδικά πρωτοσέλιδα, δείχνει προδιαμορφωμένο: Αυτή τη φορά θα αποκλειστούμε. «Σε μάχη ένας προς έναν με την ομάδα του Κυράστα, που της στερήσατε πέρυσι το άδικα το πρωτάθλημα, θα το δει όλη η Ελλάδα: ο Παναθηναϊκός, ο πρεσβευτής μας στην Ευρώπη, είναι στην πραγματικότητα καλύτερος».
Πίσω στο «Κ.Ε. Παλάσκας», μετά βίας πιστεύουμε την τύχη μας. Στην αίθουσα τελετών, όλο το προπαιδευόμενο πλήρωμα σε εξάδες, ασπιρίνες επί κεφαλής, ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, σαν σε θέατρο. Μόνο που, δεξιά κι αριστερά, δύο κελευστές, μουτρωμένοι σαν Καρυάτιδες σε αποκριάτικο πάρτυ με θέμα «Βίλλατζ Πήπολ στα στρατά», θυμίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά στις ζωές μας τη δεδομένη στιγμή. «Μέχρι τώρα, τζάμι η θητεία, συνάδελφοι», πετάει ο αρχιπαλαίουρας οδοντίατρος, καθώς η εξάδα του βρίσκεται στο κεφαλόσκαλο.
Στο βάθος της «αίθουσας τελετών», της φουλαρισμένης με άσπρα καρεκλάκια λαϊκής, δεσπόζει το πανί ενός γιγαντιαίου προτζέκτορα. Καθώς νιώθω ότι μπαίνω σ’ ένα «ΙΝΤΕΑΛ» βγαλμένο από δοκιμαστικό του Καουρισμάκι σε ρημέϊκ του Θωρηκτού Ποτέμκιν, διακρίνω στο θαμπό φως των μυριολεκιασμένων φθορίου που ’ναι κολλημένες στην οροφή τον περίγυρο. Χωρητικότητα σίγουρα πεντακοσάρα. Πρώτη μούρη, φάτσα με το πανί οι αξιωματικοί. Στολή εξόδου, γι’ αυτούς έχει ξύλινες καρέκλες, μπροστά τους, σαν πάνελ γάμου με τα σόγια σε ψησταργιά στα Κιούρκα, ενωμένα τραπέζια καλυμμένα με λευκά τραπεζομάντηλα. Πάνω στα τραπέζια, σε στρατηγική θέση δύο μπουκάλια Τζώνυ, κόκα – κόλα εναμισόλιτρη απ’ το ΚΨΜ, άσπρα πλαστικά τασάκια για τα τσιγάρα –εννοείται σταμπαρισμένα με το σήμα του Π.Ν.- και κάτι συσκευασίες με φυστίκια no name.
Οι ψαρούκλες όλοι μας συνωστισμένοι με τις στολές αγγαρείας και τις ασπιρίνες χωμένες άτσαλα στο κεφάλι, με ταπεινά κουτάκια «Ήβη» χωρίς ανθρακικό και νερά «Λουτράκι» μπροστά μας. Καθόμαστε γρήγορα, έχει πάει οχτώ και κάτι, τα πρώτα του ματς τα έχουμε χάσει. Ο «ειδικός» περί των ηλεκτρονικών ναύτης -ορντινάντσα του πλοιάρχου- πασχίζει όρθιος με κάτι κονσόλες και τη μηχανή προβολής μπροστά του να κάνει σύνδεση με το Supersport.
https://athlosnews.gr/san-simera-21-3-i-tetrapli-anaplasi-tis-leoforou-vids/
Και ξαφνικά, έρχεται στη γιγαντοοθόνη η εικόνα, χωρίς ήχο. Ένα μάτσο ερυθρόλευκες φανέλες αγκαλιάζουν η μία την άλλη.
«Μπα, θα’ ναι από παλιό παιχνίδι».
«Θά’θελες, μ@λ@κ@, το αρπάξατε !».
Πράγματι, ο Αλεξανδρής έχει κάνει το 0-1, και δεν έχουν συμπληρωθεί ούτε 3 λεπτά αγώνα. Αλλά το βλέπουμε χωρίς φωνή, βουβό. Η φωνή του Γιάννη Καραλή έρχεται με το που παίρνει φόρα ο Λουτσιάνο να εκτελέσει ένα φάουλ, μίλια μακριά απ΄ το τέρμα. Η μπάλα φεύγει σφαίρα, καρφώνεται στο γάμα της εστίας του Νικοπολίδη και η αίθουσα τελετών τραντάζεται στιγμιαία από μια έκρηξη με σαφή θραύσματα ανυπακοής.
“ωΩΩΩΩΩΩΩΩΩω !”.
Κάτι ασπιρίνες (σ.σ. για τους αμύητους, τα λευκά ναυτοκάπελα, aka πηλίσκοι) φεύγουν στον αέρα, την ώρα που ένας κοντόχοντρος πλωτάρχης –άνετα στάντμαν του Αττίλα με τον Άντονυ Κουήν, μείον τον το χαλκά στ’ αυτί- σηκώνεται απειλητικά προς το μέρος μας και βάζει συνοφρυωμένος κάθετα το δάχτυλο στα χείλη.
«Σσσσσσστ !».
Ασφυκτικό, παράδοξο, παρά φύσει. Τόσα νεούδια σε γηπεδικές συνθήκες, να μην μπορούμε να τα κάνουμε λαμπόγυαλο και να βολευόμαστε με ψιθύρους. Στο πέναλτυ που το πιάνει ο Ελευθερόπουλος αλλά το σπρώχνει μέσα ο Gniκολάκης ο Glυμπερόπουλος, σα να ξυπνάνε μέσα μου οι μνήμες του ’82. Εκείνης της σφαγής που μέσα στη Λεωφόρο το 0-2 έγινε 3-2 και δεν μπορούσαμε την επόμενη μέρα να πάμε σχολείο. Λες να το γυρίσουνε; Όμως όχι. Αυτή τη φορά δεν υπάρχει γυρισμός.
Ο Νινιάδης – με όλο και μικρότερο χρόνοι συμμετοχής με τους παιχταράδες που στριμώχνονται στο κέντρο μας – παίζει σα δαιμονισμένος. Το πέναλτυ στην εφόρμηση του Πατσατσόγλου από δεξιά, ο Φύσσας δε βρίσκει μπάλα – κι ας αρχίζουνε τις γκρίνιες οι βάζελοι. Ο Γεωργάτος καλεί την ομάδα στη σέντρα και δείχνουν όλοι μαζί τη φανέλα στη Θύρα 13. Οι «Ήβες» χύνονται κάτω στο μωσαϊκό και κάποιοι εκτροχιασμένοι καταβρέχουν ο ένας τον άλλο με Λουτρακίου στο πλασεδάκι μ’ εξωτερικό φάλτσο του Ζιοβάνι, που οδεύει χοροπηδηχτό προς τα δίχτυα, την ώρα που ο μάγος γονατίζει και σηκώνει τα χέρια στον ουρανό. Ο Πλωτάρχης Αττίλας απέχει λίγο από το να πανικοβληθεί μπροστά στους ανωτέρους του και προσπαθεί να τραμπουκίσει τα ατραμπούκιστα («Σιωπή, αλλιώς μοιράζω φυλακές!» – πού να ξέραμε ότι στην προπαίδευση οι φυλακές δε μετράνε, ούτε εκτίονται;). Αλλά και πώς αλλιώς να πανηγυρίσεις;
Στο βαζελοκρατούμενο θάλαμο, είχαν προλάβει μέσα σε μια βδομάδα συνύπαρξης να μου κάνουν τη ζωή πατίνι για το ποιά είναι «η καλύτερη ομάδα».
«Κ@λόφαρδοι γαύροι, αν έμπαινε του Βαζέχα, σας είχαμε» πετάει ο Τέλης από το πάνω κρεββάτι, μιλώντας δυνατά για ν’ ακουστεί μια τελευταία κουβέντα πριν κλείσουν τα φώτα. Τους περνάω όλους καμιά δεκαριά χρόνια. Τί να πω;
Καθώς αγωνίζομαι μάταια να πιάσω κανένα αθλητικό σταθμό με το γουώκμαν πού’χω φέρει στη ζούλα μέσα στο σακίδιό μου, σκέφτομαι, δε μπορεί, η θητεία δεν γίνεται να μην τσουλήσει μεγαλοπρεπώς.