Μία από τις πιο προφανείς διαφορές μεταξύ κονιάκ και ουίσκι είναι ότι όσοι παρασκευάζουν κονιάκ χρησιμοποιούν σταφύλια και όσοι παρασκευάζουν ουίσκι χρησιμοποιούν σιτάρι.
Παρά το γεγονός ότι και οι δύο μέθοδοι χρησιμοποιούν ζύμωση για τη δημιουργία των λικέρ, οι παρασκευαστές του κονιάκ χρησιμοποιούν μια διαδικασία διπλής απόσταξης.
Οπως συμβαίνει και με πολλά άλλα τρόφιμα και ποτά το κονιάκ και το ουίσκι έχουν μια μακρά ιστορία ανάπτυξης. Το κονιάκ διαφέρει από τα άλλα ποτά που γίνονται με βάση τα φρούτα, επειδή οι οινοποιοί χρησιμοποιούν τη διαδικασία της διπλής απόσταξης και το αφήνουν να «παλιώσει» μέσα σε δρύινα βαρέλια. Η διπλή απόσταξη κάνει το ποτό λιγότερο σκληρό. Οι ποσότητες κονιάκ που αποστέλλονταν στον προορισμό τους μέσα σε δρύινα βαρέλια ή απλά βαρέλια ήταν πιο γευστικές και πιο λείες, λόγω του χρόνου που έμεναν στα βαρέλια, μέσα στα πλοία και στις αποθήκες.
Από την πλευρά τους, οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι έπρεπε να αυτοσχεδιάσουν, κατά τη δημιουργία του λικέρ κι έτσι έφτιαξαν το ουίσκι. Το γεγονός ότι τα σταφύλια στο Νησί δεν ήταν τόσα πολλά όσα στη Γαλλία, τούς οδήγησε να δημιουργήσουν το ποτό με βάση τα σιτηρά. Χρησιμοποίησαν τα σιτηρά που ήταν διαθέσιμα και με τη πάροδο του χρόνου η διαδικασία πέρασε από διάφορες επεξεργασίες για να καταλήξει στα βαρέλια όπου επίσης έπρεπε να «παλιώσει» το ποτό. Η γήρανση του υγρού που έχει υποστεί ζύμωση σε δρύινα βαρέλια είναι πια κοινή σε κονιάκ και ουίσκι.
Οι ειδικοί του κονιάκ ζυμώνουν τον χυμό των σταφυλιών για περίπου πέντε ημέρες πριν από την πρώτη απόσταξη. Μετά τη δεύτερη απόσταξη σφραγίζουν το κονιάκ σε βαρέλια. Συνήθως αριθμούν την ηλικία του κονιάκ ως Very Special (VS), πράγμα που σημαίνει τουλάχιστον δύο χρόνια στο βαρέλι, Very Special Old Pale (VSOP), η οποία είναι τέσσερα χρόνια ή και περισσότερα ή Extra Old (ΧΟ), το οποίο είναι αποθηκευμένο στο βαρέλι πάνω από έξι χρόνια. Μερικοί κατασκευαστές κονιάκ αφήνουν το ποτό να μεγαλώσει για περισσότερα από 20 χρόνια.
Αντίθετα, οι ειδικοί του ουίσκι κάνουν μόνο μία φορά απόσταξη και αριθμούν την ηλικία του ουίσκι σε έτη. Για παράδειγμα μια ετικέτα μπορεί να γράφει «ουίσκι 12 ετών». Μερικές από τις πιο συχνές ηλικίες που αναγράφονται είναι 5, 10, 12 και 15 ετών.
Μια ομοιότητα που έχουν τα δύο ποτά είναι πως οι γνώστες κρίνουν την ηλικία του καθενός με το χρόνο που παραμένει στο βαρέλι και όχι στο μπουκάλι.
Μια διαφορά είναι πως οι παρασκευαστές του κονιάκ χρησιμοποιούν χυμό μόνο από επιλεγμένα σταφύλια και όχι άλλα φρούτα, ενώ οι παρασκευαστές του ουίσκι χρησιμοποιούν μεν το κριθάρι ως βάση, αλλά μπορούν να χρησιμοποιήσουν επίσης και άλλα δημητριακά.
Οι σπόροι που χρησιμοποιούν μπορεί να είναι σίκαλη και βυνοποιημένη σίκαλη, σιτάρι και καλαμπόκι. Συχνά συνδυάζουν δημητριακά, όπως συμβαίνει στο ουίσκι Bourbon που είναι φτιαγμένο σε ποσοστό περισσότερο από 50% από καλαμπόκι.