Ήταν γνωστό σε όλους που διατηρούν ελάχιστη έστω προσωπική αξιοπρέπεια και είναι σε θέση να τη συνδυάσουν με μια απλή, απλούστατη ανάγνωση της λειτουργίας του περιβόητου VAR στις «κακουργηματικές συνθήκες λειτουργίας του ελληνικού ποδοσφαίρου»: Η αξιοκρατική και ισόνομη χρήση ενός σημαντικότατου συστήματος υποβοήθησης των διαιτητών προϋποθέτει την στοιχειώδη αξιοπρέπεια όσων το χειρίζονται (δεν εννοώ την εταιρεία) και όσων επιλέγουν αυτή ή την άλλη ερμηνεία της χρήσης του.
Το VAR δεν είναι ένας ακόμη διαιτητής. Δεν μπορεί να είναι. Ο διαιτητής παραμένει ένας και σε αυτή την παγκόσμια απάτη που αυτοαποκαλείται «ελληνικό ποδόσφαιρο» οι διαιτητές είναι πάρα πολύ γνωστοί σε όλους. Το ίδιο γνωστοί είναι και όσοι τους ελέγχουν με κάθε παράνομο τρόπο. Νόμιμος τρόπος ελέγχου των διαιτητών δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη.
Το VAR είναι σύστημα υποβοήθησης της κρίσης του διαιτητή, που επιτρέπει την καλύτερη (στην τεράστια πλειοψηφία των περιπτώσεων) ανάγνωση των γνωστών τεσσάρων περιπτώσεων για τις οποίες νομιμοποιείται να συνδράμει την διαιτητική κρίση, είτε με αίτημα του διαιτητή, είτε με πρωτοβουλία του διαιτητή VAR.
Ο διαιτητής του αγώνα, όταν είναι βέβαιος για το τι συνέβη, έχει το νόμιμο, εκ του κανονισμού, δικαίωμα να αγνοήσει παντελώς τη χρήση VAR (χαρακτηριστική η φάση του Σωκράτη με τον Ντέλε Άλι στα τελειώματα του Άρσεναλ – Τότεναμ) και να αφήσει τον διαιτητή VAR να χτυπιέται (σχήμα λόγου) μπροστά στην οθόνη.
Στις εγχώριες συνθήκες οργάνωσης και λειτουργίας του επαγγελματικού (χαχαχαχα!!!) ποδοσφαίρου το να εκτιμήσει αφετηριακά κάποιος πως ακόμη και το σύστημα VAR θα συντριβεί ανάμεσα στις συμπληγάδες ενός σαπισμένου συστήματος διαιτησίας, που το υπηρετούν «κάτι μικρά κι αδύναμα ανθρωπάκια που παριστάνουν τους επιδρομείς». Ήταν απολύτως βέβαιο πως η χρήση του συστήματος ηλεκτρονικής υποβοήθησης του διαιτητή θα δημιουργούσε αμέσως συνθήκες διαφορετικής ανάγνωσης των ίδιων φάσεων από την ώρα που η ευθύνη της ανάγνωσης παραμένει στα μέλη ενός εγκληματικού πίνακα διαιτητών.
Το μεγάλο μυστικό του VAR εκεί, ακριβώς, βρίσκεται: στη διαφορετική ανάγνωση που δικαιούνται να κάνουν οι διαιτητές των αγώνων στις ίδιες περιπτώσεις φάσεων που τους δείχνει η τηλεοπτική οθόνη. Η αυθεντική αρμοδιότητα του διαιτητή αγώνα «να συνδέσει» τον συνάδελφο του που του προτείνει μια ανάγνωση μιας φάσης είναι, σε τελευταία ανάλυση, η ικανή και αναγκαία συνθήκη, ώστε σε καταστάσεις όπως αυτές των εγχώριων πρωταθλημάτων η λογική της παραδοσιακής συμμορίας ελέγχου των διαιτητών να καταστήσει το σύστημα VAR από μια κοινά αποδεκτή διαδικασία υποβοήθησης των διαιτητών σε σύστημα ηλεκτρονικού ελέγχου της εξέλιξης του αγώνα, άρα επιπρόσθετης νομιμοποίησης των κάθε είδους εγκλημάτων που συντελέστηκαν και θα συντελεστούν.
Στην παραπάνω αυθεντική δυνατότητα των διαιτητών αγώνα έρχεται να συναινέσει και η απουσία κεντρικής διαχείρισης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, οι διαφορετικές τεχνολογικές δυνατότητες κάθε επίσημου τηλεοπτικού συνεργάτη, οι πραγματικές ή φανταστικές δεσμεύσεις των συνεργαζομένων, οι προτιμήσεις του αφεντικού του και άλλα ανάλογα και εξόχως ελληνικά.
Αναρωτιέται κανείς πως σε αυτές τις αστείες, πρωτανθρωπικές συνθήκες που επικρατούν στο ελληνικό ποδόσφαιρο η FIFA επέτρεψε τη χρήση ενός τόσο πολυδιαφημισμένου ηλεκτρονικού συστήματος από την ώρα που ήξερε με απόλυτη ασφάλεια πως οι εγχώριοι νταβατζήδες θα το ξεφτιλίσουν.
Απλή η απάντηση: Ήθελε και θέλει πάση θυσία να βγάλει την ουρά της απέξω. Καίγονταν να βγει από την εικόνα της διάλυσης των πάντων και με δική της τρομακτική ευθύνη. Επείγονταν να καλύψει πλήρως τις επιλογές της σε πρόσωπα και πολιτικές. Ούτε που ασχολείται με το ποιος διαχειρίζεται την κορυφαία τεχνολογική επιλογή της ή στα χέρια ποιας συμμορίας έχει πέσει ή τι είδους εγκλήματα θα νομιμοποιήσει.
Αποφάσισε όπως όλοι οι κατά καιρούς κονκισταδόρες στη θέα των ιθαγενών: τους προσέφεραν χάντρες και μπιχλιμπίδια.
Για το ελληνικό ποδόσφαιρο το μπιχλιμπίδι της FIFA είναι το σύστημα VAR.