Σε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ μεικτά (και στην ταυτόχρονη κατάργηση του υποκατώτατου μισθού), από 1ης Φεβρουαρίου, καταλήγει οριστικά, σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Εργασίας μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και τη συνάντηση που είχε χθες η υπουργός Εφη Αχτσιόγλου με το επιτελείο των εκπροσώπων των θεσμών που βρίσκονται στην Αθήνα για τη δεύτερη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ μεικτά μεταφράζεται σε αύξηση 8% (δηλαδή, ο κατώτατος μισθός των 586 ευρώ το μήνα και ο υποκατώτατος των 510 ευρώ μετά την κατάργησή του) θα φτάσουν τα 633 ευρώ, δηλαδή συν 47 ευρώ μεικτά. Εάν η αύξηση κινηθεί στο 10%, κατώτατος και υποκατώτατος μισθός θα αυξηθούν κατά 58,6 ευρώ φτάνοντας τα 644,6 ευρώ μεικτά.
Εκτός των παραπάνω, όποια αύξηση τελικώς κι αν επιλεγεί, αυτή θα συμπαρασύρει προς τα πάνω κι ένα πλήθος επιδομάτων και παροχών που χορηγούνται σε 300.000 δικαιούχους (επίδομα ΟΑΕΔ, εποχιακό επίδομα, σε μητέρες κ.λπ.).
Μικρότερες αυξήσεις ζητούν οι δανειστές
«Διαβασμένοι» και με στοιχεία εμφανίστηκαν χθες στη διαπραγμάτευση που είχαν με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας οι δανειστές, για διάφορα θέματα (προαπαιτούμενα), με κυρίαρχο αυτό της σχεδιαζόμενης αύξησης του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα…
Οι δανειστές δεν περιορίστηκαν απλώς στην ενημέρωση από πλευράς υπουργείου για τις προθέσεις του, αλλά είχαν τη δική τους άποψη, καταθέτοντας στοιχεία για τις επιπτώσεις που θα έχει η αύξηση του κατώτατου μισθού σε βασικά μεγέθη της οικονομίας.
Με ένα λόγο, ζήτησαν περιορισμένες αυξήσεις και μάλιστα αυτές να συνδεθούν με τη μέση παραγωγικότητα της οικονομίας. Αντιθέτως, το υπουργείο Εργασίας προσκόμισε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία μια αύξηση πέριξ του 8% θα λειτουργήσει ευεργετικά για τα εισοδήματα των εργαζομένων που υπέστησαν καθίζηση τα χρόνια της κρίσης, αλλά και για την ίδια την αγορά, καθώς θα αυξηθεί η ζήτηση.