Να πω ότι με ξετρελαίνει η διαρκής γκρίνια για τη διαιτησία, θα είναι ψέμα. Αν μάλιστα αυτή προέρχεται από τον μεγαλύτερο ελληνικό σύλλογο, ακόμα χειρότερα. Τα γράφω χρόνια για το μπάσκετ, ήρθε η ώρα να τα γράψω και για το ποδόσφαιρο, παρότι είναι σαφώς μικρότερο το χρονικό διάστημα των «οργίων» σε βάρος του.
Έχω τη – σωστή ή λάθος – άποψη πως όταν ο μεγάλος και ισχυρός διαμαρτύρεται διαρκώς, αντιμετωπίζει διπλό κίνδυνο: πρώτον, να χάσει τα δίκια του και δεύτερον (και σπουδαιότερον) να παγιδευτεί σε μια λογική που θα τον μικραίνει στα μάτια εχθρών και φίλων. Κακά τα ψέματα, οι φωνές ταιριάζουν περισσότερο σε εκείνους που είναι ανήμποροι να αντιδράσουν ουσιαστικά και να αλλάξουν μόνοι τους τη μοίρα τους.
Είκοσι χρόνια (έστω, με κάποια πολύ μικρά διαλείμματα) οι αντίπαλοι του Ολυμπιακού γκρίνιαζαν μέχρι και για τα αράουτ. Έτσι, ακόμα και στις μεμονωμένες περιπτώσεις που είχαν δίκιο, η συνολική γραφικότητα έσπαγε κάθε κοντέρ. Και ακριβώς αυτή η γραφικότητα ήταν που διατηρούσε τον οργανισμό του Ολυμπιακού σε πλήρη εγρήγορση, κοιμίζοντας παράλληλα τον κόσμο στον οποίο απευθυνόταν, δίνοντας παράλληλα άλλοθι σε κάθε αποτυχία. Αυτό είναι και το πρώτο σοβαρό θέμα: αν παίκτες και προπονητής νιώσουν ότι έχουν τέτοιο άλλοθι εκ των προτέρων, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα αποτύχουν…
Το μπασκετικό τμήμα του Ολυμπιακού βρίσκεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια αντιμέτωπο με μια παγιωμένη κατάσταση. Για να τα λέμε όλα, οι Αγγελόπουλοι τη βρήκαν έτσι από την πρώτη στιγμή που ανέλαβαν. Βλέπετε, ο Σωκράτης Κόκκαλης έκανε ένα μεγάλο λάθος στην προκειμένη περίπτωση. Φέρνοντας ξανά το μπάσκετ στο λεκανοπέδιο, «ανάγκασε» τον Παναθηναϊκό των Γιαννακόπουλων να ακολουθήσει. Και όταν οι πράσινοι έδειξαν την αποφασιστικότητα να μην αφήσουν τίποτα στην… τύχη, ο Κόκκαλης εγκατέλειψε ουσιαστικά το τμήμα δίνοντας τη δυνατότητα στον αιώνιο αντίπαλο να αλωνίζει εντός κι εκτός παρκέ για μια δεκαετία, ώσπου να αρχίσουν να μπαίνουν δυναμικά οι Αγγελόπουλοι.
Προσέξτε τώρα όμως. Για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Παναθηναϊκός κυριαρχούσε και στην Ευρώπη. Όταν μέσα σε μια 15ετία έχεις πάρει έξι φορές την Ευρωλίγκα, δεν είναι και τόσο εύκολο να αμφισβητηθεί η κυριαρχία σου. Ακόμα και όταν έχουν γίνει εγκλήματα που αλλοίωσαν ένα πρωτάθλημα όπως στο διαβόητο non call του Πηλοΐδη ή το ρεσιτάλ οργίων στον τρίτο τελικό του 2010.
Από το 2011 όμως, το έργο αλλάζει. Ο Ολυμπιακός πήρε δυο φορές την κούπα της Euroleague και έπαιξε σε άλλους δυο τελικούς, όταν στο ίδιο χρονικό διάστημα ο Παναθηναϊκός βλέπει τα φάιναλ φορ από την τηλεόραση με ευλαβική συνέπεια. Ε, δε γίνεται ρε αδερφέ σε ένα άθλημα με τις ιδιαιτερότητες του μπάσκετ, μια ομάδα που βρίσκεται τακτικότατα στις δυο κορυφαίες της Ευρώπης να έχει λιγότερα πρωταθλήματα από μια άλλη που δεν μπορεί να μπει ούτε στην τετράδα. Σε κανένα μέρος της Ευρώπης δεν θα μπορούσε να έχει περισσότερα πρωταθλήματα ένας… μπανιστηρτζής των φάιναλ φορ από κάποιον συχνότατο πρωταγωνιστή και φιναλίστ! Σε κανένα πλην αυτού που ζούμε…
Είναι γνωστός σε όλους πια ο εγχώριος μπασκετικός μηχανισμός. Και ακριβώς επειδή είναι γνωστός, οι σποραδικές καταγγελίες αποτελούν αποδεδειγμένα μια πρακτική που δεν έχει αντίκρισμα. Όταν νιώθεις να σε κλέβουν (και να σε λένε και κλέφτη από πάνω!), είσαι υποχρεωμένος να βγεις στα κάγκελα. Όχι όμως με λόγια και γκρίνιες, αλλά με πράξεις. Ποιες θα είναι αυτές οι πράξεις; Θα τις απαριθμήσουμε όταν έρθει η ώρα…
Στο ποδόσφαιρο τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Για κάποια χρόνια, κάποιες σποραδικές νίκες του Παναθηναϊκού στο Τσάμπιονς Λιγκ αποτελούσαν αφορμή για να αμφισβητηθεί δήθεν η κυριαρχία του Ολυμπιακού. Υπάρχει όμως μια βασική διαφορά ανάμεσα στο Τσάμπιονς Λιγκ και την Ευρωλίγκα: στο πρώτο μπορούσες (γιατί τώρα πια δεν μπορείς) με μια – δυο νίκες και αρκετή τύχη να βρεθείς στην επόμενη φάση και εκεί πια να πέσεις με το κεφάλι ψηλά. Στην Ευρωλίγκα όμως, τέτοιο πράγμα δεν υφίσταται. Ειδικά από τότε που δημιουργήθηκε το TOP16 με τους ομίλους των οκτώ ομάδων αρχικά και στη συνέχεια η λίγκα των 30 αγωνιστικών, οφείλεις κυριολεκτικά να περάσεις πάνω από ολόκληρη την Ευρώπη αν θες να φτάσεις στον τελικό. Εκεί δεν υπάρχει ούτε ρέντα σε κάποιο ματς, ούτε ευνοϊκή κλήρωση/διασταύρωση, παρά μόνο τα κότσια και η ικανότητα. Τώρα, αν είσαι ΤΣΣΚΑ ή Φενέρ, παίρνεις και το κατιτίς σου από τη διαιτησία…
Με μπόλικη τύχη λοιπόν, μπορούσες κάποτε να κρεμαστείς από τα δοκάρια σου και με μια – δυο επιθέσεις να κάνεις μια μεγάλη νίκη που ισοδυναμούσε με πρόκριση από τον όμιλο. Καμία σχέση λοιπόν, οι λεγόμενες «πορείες» του ποδοσφαιρικού Παναθηναϊκού στα χρόνια του Κόκκαλη με τις ευρωπαϊκές διακρίσεις του μπασκετικού Ολυμπιακού της εποχής των Αγγελόπουλων, ως επιχείρημα ενάντια στην όποια αδικία εντός συνόρων. Πάμε παρακάτω…
Ο ποδοσφαιρικός Ολυμπιακός γνωρίζει καλά πως η προεργασία για τα όσα συμβαίνουν την τελευταία διετία έχει ξεκινήσει χρόνια πριν. Σε βάρος του ιδιοκτήτη του στήθηκε μια ολόκληρη ιστορία από το 2011 κιόλας, ενώ στη συνέχεια δημιουργήθηκαν ακόμα και ΜΜΕ με στόχο τις καθημερινές επιθέσεις σε Μαρινάκη και σύλλογο. Και ήταν τόσο μεγάλος ο πόθος να αποκαθηλωθεί ο Ολυμπιακός από την κορυφή, που οι πολέμιοί του δεν δίστασαν ακόμα και να «αγιοποιήσουν» τον Σωκράτη Κόκκαλη: τον άνθρωπο που για σχεδόν μιάμιση δεκαετία ήταν ο ζωντανός εφιάλτης τους και για τον οποίο είχαν ειπωθεί και γραφτεί τα χίλια μύρια όσο βρισκόταν στο τιμόνι της ομάδας.
Εν ολίγοις, δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο και συγκυριακό σε όσα ζούμε κάθε Κυριακή. Το FWS.GR ασχολήθηκε εκτενώς με το παρασκήνιο από την πρώτη μέρα της ύπαρξής του, αποκαλύπτοντας και αναλύοντας πως παίζεται το παιχνίδι και ποιοι κάνουν κουμάντο σε όλη αυτή τη βρώμικη ιστορία. Στην παρούσα φάση λοιπόν, σήμερα, φέτος, το τωρινό στάτους του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν μπορείς να το αλλάξεις, όπως δεν μπορείς να αλλάξεις και το στάτους του μπασκετικού «φάρου». Τι μπορείς να αλλάξεις; Θα τα πούμε πολύ σύντομα…
(Συνεχίζεται)