Ώστε, σύμφωνα με τα οικεία ρεπορτάζ, «ο κ. Σιμιτζόγλου δεν θα ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής της ΕΠΟ για την υπόθεση του αγώνα Κυπέλλου Παναχαϊκή – Ολυμπιακός».
Ο λόγος; «Δεν προκύπτει από τα δεδομένα της δικογραφίας (εκθέσεις παρατηρητή και αστυνομίας, φύλλο αγώνα κ.λ.π.) στοιχείο που να δικαιολογεί την κατάθεση έφεσης». Κι από κοντά πλασάρεται «και ανάλογη στάση του κ. Σιμιτζόγλου για την υπόθεση ΠΑΣ Γιάννινα – ΠΑΟΚ»…
Την ίδια, ακριβώς, ώρα που καταγράφονται και δημοσιοποιούνται ανάλογες φοβερές και τρομερές ειδήσεις από την εγχώρια ποδοσφαιρική πραγματικότητα, σε όλο τον υπόλοιπο (ποδοσφαιρικό) πλανήτη αναρωτιούνται, διαβάζοντας τέτοιες ειδήσεις «ποιος στο καλό είναι ο κ. Σιμιτζόγλου, τι θα πει ποδοσφαιρικός εισαγγελέας ή, επί το επισημότερον, όργανο άσκησης πειθαρχικής δίωξης, που βρέθηκε, ποιος τον έβαλε σ΄αυτή τη θέση, ποιος ανακάλυψε τη θέση» και μια σειρά ανάλογες αναρωτήσεις από «υπανάπτυκτες και καθυστερημένες» ποδοσφαιρικά κοινωνίες.
Και βέβαια το θέμα δεν είναι το πρόσωπο του κ. Σιμιτζόγλου ή η κανονική του θέση στην τακτική δικαιοσύνη. Εκεί ο άνθρωπος σπούδασε, διάβασε, κουράστηκε και υπηρετεί ένα υπαρκτό θεσμό δημοσίου συμφέροντος και μπράβο του.
Στο ποδοσφαιράκι, μια εκδήλωση που σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα της κοινωνίας, αφορά ιδιωτικές εταιρείες και μεταξύ τους αναφυόμενες διαφορές στο πλαίσιο ενός ιδιωτικού ανταγωνισμού, τι στο καλό χρειάζεται ένας Σιμιτζόγλου ή τρεις τακτικοί δικαστές;
Τι δουλειά έχει στον ιδιωτικό κοινωνικό χώρο, όπως παγκοσμίως έχει διαμορφωθεί, ισχύει, αναγνωρίζεται επισήμως και λειτουργεί (και στο πεδίο των διαφορών) το μακρύ χέρι του κράτους, που είναι (είτε αρέσει, είτε όχι) η τακτική δικαιοσύνη;
Σε ποια άλλη κοινωνία και με ποια αιτιολογία ζητήματα αποκλειστικά ιδιωτικής φύσης παράγουν διαφορές που καλούνται να τις λύσουν κανονικοί εισαγγελείς και δικαστές, οι οποίοι για να νομιμοποιηθούν απέκτησαν και επωνυμίες του στυλ «ποδοσφαιρικός εισαγγελέας» ή «πρωτοβάθμιο δικαστικό όργανο;»
Η ΑΕΚ, που ετοιμάζεται να προσφύγει, όπως έχει δικαίωμα, στο CAS, το κορυφαίο Διαιτητικό Όργανο του Αθλητισμού παγκοσμίως, θα βρει μπροστά της κανένα Ελβετό Εισαγγελέα ή τίποτε Γάλλους δικαστές; Θα δικάσουν την προσφυγή της Ευρωπαίοι πρωτοδίκες ή εφέτες;
Εδώ, σε αυτή την κορυφαία οργανική απάτη που λέγεται ελληνική κοινωνία γιατί η ίδια και όλες οι υπόλοιπες μαζί της ψάχνουν εισαγγελείς και πρωτοδίκες; Που ακούστηκε, από τη μια το καταστατικό και οι κανονισμοί του ποδοσφαίρου να απαγορεύουν ρητά την προσφυγή στην τακτική δικαιοσύνη για τις ποδοσφαιρικές διαφορές και από την άλλη να έχει εγκατασταθεί στη ν καρδιά του αθλήματος ( στα όργανα διευθέτησης των διαφορών) η ίδια δικαιοσύνη και να κρίνει νικητές και τροπαιούχους;
Πως στο καλό το ίδιο το άθλημα εξοβέλισε την και συνταγματικά – νομικά αποδεκτή δικαιοδοσία του να διευθετεί μόνο του, με δικά του όργανα και δικές του διατάξεις, τις δικές του διαφορές (σχετική η γνωμοδότηση από το 2015 του πλέον έγκριτου των συνταγματολόγων κ. Αλιβιζάτου) και τη μετέφερε στην αρμοδιότητα των τακτικών εισαγγελέων και δικαστών;
Τέτοια και τόση ελαφρότητα από «την εξυγίανση και την κάθαρση» για να «πάρουν το μαγαζί και να σουλατσάρουν στα δερμάτινα στο ΟΑΚΑ» την ώρα που πάνω στο χορτάρι βολοδέρνει η αγωνιστική εικόνα της απόλυτης ξεφτίλας στην οποία οδήγησαν το άθλημα; Ελληνικό ποδόσφαιρο στα χρόνια της «εξυγίανσης»: Σωτηρία καμία και από πουθενά…