Τα πειθαρχικά (δικαστικά, σύμφωνα με την ορολογία του ισχύοντος καταστατικού) όργανα του ελληνικού ποδοσφαίρου συγκροτούνται (παγκόσμια, ίσως διαπλανητική, αποκλειστικότητα) από εν ενεργεία δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης. Η τοποθέτηση τους χαιρετίσθηκε από όλες τις (πάλαι ποτέ) συμμαχικές δυνάμεις της εξυγίανσης και της κάθαρσης με κορυφαίο στην ορχήστρα, που παιάνιζε τη νέα εποχή του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον Σταυρομπάμπη Κοντονή, γνωστό και ως «κόντε του Τζάντε».
Όσοι εργάστηκαν σκληρά και άοκνα για την τοποθέτηση εν ενεργεία τακτικών δικαστών σε πειθαρχικά όργανα ενός ιδιωτικού κοινωνικού χώρου (αυτό είναι το οργανωμένο ποδόσφαιρο), που είναι, κατά βάση, απλώς διαιτητικά και διαχειρίζονται ιδιωτικές διαφορές αγνόησαν, στη μανία διαδοχής ενός, υποτίθεται, παλιού συστήματος, μια βασική αρχή: Οι τακτικοί δικαστές δικάζουν με βάση όσα ισχύουν (σε διαδικασία και ουσία) στην τακτική δικαιοσύνη και… όποιου του αρέσει.
Πολύ δύσκολα, δηλαδή ποτέ, θα δεχθούν (και ως προσωπικότητες) τη λογική και τη νοοτροπία του κοινά αποδεκτού οργάνου που «δικάζει» (στην ουσία διαιτητεύει) σε μια διαφορά ιδιωτών και το ίδιο δύσκολο είναι να «δικάσουν» με βάση διατάξεις των κανονισμών που οδηγούν σε καταδίκη με βάση «απλές ενδείξεις».
Σε επίρρωση της πραγματικότητας αυτής (ήδη δείχνει να μην αρέσει σε πολλούς) οι ίδιοι οι κανονισμοί του ποδοσφαίρου ρητώς αναφέρουν, πως « η αυθεντική ερμηνεία των διατάξεων ανήκει στα δικαστικά όργανα του καταστατικού», με την ομοσπονδία να περιορίζεται σε απλές διευκρινίσεις σε κορυφαίες περιπτώσεις ερμηνευτικών κενών.
Δικαστικά όργανα συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές σημαίνει, αυτόματα σχεδόν, εκδίκαση με κανονική ακροαματική διαδικασία. Δηλαδή, κλήσεις σε απολογία, μάρτυρες, αντικρούσεις, επίκληση εγγράφων και, το βασικότερο, ενεργή συμμετοχή των δικηγόρων της εγκαλούμενης ΠΑΕ στη διαμόρφωση της τελικής εικόνας της υπόθεσης.
Μετά από όλα αυτά προκύπτει μια απόφαση, η αξία της οποίας είναι μοναδική, καθώς στηρίζεται στην προσωπική αξιολόγηση του δικαστή, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης. Αυτή η προσωπική κρίση του δικαστή, στην θεοποίηση της οποίας όλοι οι εξυγιαντές επένδυαν, είναι, σε τελευταία ανάλυση, η ουσιαστική βάση για την έκδοση κάθε απόφασης, αυτή που διαχωρίζει τον ένα δικαστή από τον άλλο στο πεδίο της προσωπικότητας και των ικανοτήτων, χωρίς να σημαίνει ότι ο ένας έχει δίκιο και ο άλλος άδικο.
Απλώς, διαφορετικά στοιχεία, διαφορετική αξιολόγηση, διαφορετική προσέγγιση, διαφορετική υπερασπιστική γραμμή παράγουν διαφορετικές αποφάσεις. Όλοι το έχουμε βιώσει αυτό στο πεδίο της τακτικής δικαιοσύνης, εξ ου και η αποδοχή αυτής της διαφορετικότητας, που εδράζεται στην ατομική αξιολόγηση κάθε δικαστή.
Κάθε απόπειρα «να συντονιστούν!» δικαστές, ώστε να αξιολογήσουν «ίδιες περιπτώσεις με ίδια κριτήρια» και άρα «να επιβάλλουν ίδιες ποινές» είναι μια άνευ πρακτικού νοήματος επίκληση, καθώς δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί.
Ομοιομορφία στη δικαστική κρίση από την ώρα που ανατίθεται σε αυτήν η πειθαρχική διαδικασία και επιζητείται, σε συνθήκες κάθαρσης και εξυγίανσης, η δική της αξιολόγηση των υποθέσεων δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει.
Αν προσθέσετε στο παραπάνω πλαίσιο και το ερμηνευτικό χάος των κανονισμών της ΕΠΟ όπως τους κατάντησε η κάθαρση και η εξυγίανση (αυτή που είχε και έχει την αποδοχή της FIFA, σύμφωνα με τον πολυπράγμονα και πολυτάλαντο Δρόσο), τότε έχετε ανάγλυφη μπροστά σας την πραγματικότητα της ποδοσφαιρικής πειθαρχικής διαδικασίας στην νεοελληνική της έκδοση. Τελεία και παύλα.
Υ.Γ. Που αλλού ισχύουν όλα αυτά που ισχύουν στο ποδόσφαιρο; Ούτε στη Βόρεια Κορέα του Κιμ Γιόνγκ Ουν, γιου του Κιμ Γιόνγκ Ιλ, γιου του Κιμ Ιλ Σούνγκ…