Στο βόλεϊ έχουν επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό εδώ και χρόνια οι απόψεις πως «οι κεντρικοί δεν κρίνουν τα πρωταθλήματα» και πως «οφείλεις να είσαι καλύτερα οχυρωμένος στις άλλες θέσεις». Κι όμως, αμφότερες οι απόψεις δεν είναι ότι βρίθουν επιχειρηματολογίας, ειδικά όταν μιλάμε για την Ελλάδα.
Όσο πίσω κι αν γυρίσουμε, θα βρούμε επιδραστικούς παίκτες πάνω στο φιλέ. Ποιος ξεχνάει τον Ντέιβιντ Λι, τον Μάρκους Μπέμε, ακόμα και τους Σάσο Στάλεκαρ, Γκουσταβάο, Λούκας Ρανγκέλ στη σύγχρονη ιστορία; Ναι, δεν προέρχονται όλοι από το ίδιο επίπεδο, ούτε έκαναν όλοι αξιοσημείωτη καριέρα, παρά ταύτα είχαν καταλυτική συμβολή στην κατάκτηση τίτλων. Η πιο πρόσφατη περίπτωση είναι φυσικά εκείνη του Άλεν Παγένκ, ο οποίος ρίζωσε για τέσσερα χρόνια στον Ολυμπιακό και πανηγύρισε έναν σκασμό τίτλους, αποσπώντας και τον τίτλο του MVP του πρωταθλήματος (σπάνιο για κεντρικό) τη σεζόν 2022/23.
Ο Σλοβένος αποχώρησε για να επιστρέψει στην πατρίδα του σε ένα άκρως φιλόδοξο πρότζεκτ στη Λιουμπλιάνα, με τον Ολυμπιακό να προχωρά στην απόκτηση του Αλεξάνταρ Νεντέλκοβιτς, ενός Σέρβου κεντρικού που έχει τις προδιαγραφές να κάνει τη διαφορά και να αφήσει το στίγμα του. Είναι ίσως από τις κινήσεις που προκαλούν τη μεγαλύτερη έκπληξη, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει πρωτάθλημα και ομάδα στην οποία αυτή τη στιγμή δεν θα είχε θέση. Και όποιος έχει άποψη για το αντίθετο, εδώ είμαστε για να επιχειρηματολογήσουμε.
Ο Σέρβος κεντρικός (1997, 2.07μ.) βρίσκεται σε ανοδική πορεία, σε βαθμό που πια θεωρείται βασικός και αναντικατάστατος στην ανανεωμένη εθνική ομάδα της χώρας του, όπως είδαμε στο πρόσφατο VNL και θα διαπιστώσουμε και στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του Σεπτεμβρίου.
Σε μικρή ηλικία μπήκε στο αεροπλάνο για Πολωνία ώστε να παίξει σε ένα από τα κορυφαία πρωταθλήματα και να πάρει εμπειρίες δίπλα στους καλύτερους, κατακτώντας το πρώτο – και μοναδικό – τρόπαιο πρωταθλητή της έως τώρα καριέρας του. Πέρασε από Τσεχία, Γερμανία όπου αναδείχθηκε κορυφαίος κεντρικός και πρώτος μπλοκέρ, εδραιώθηκε την προηγούμενη διετία στην Ιταλία με την Τσιστέρνα: μια ομάδα χωρίς στόχο τον πρωταθλητισμό, που ανήκει στο μεσαίο μπλοκ των ιταλικών συλλόγων.
Η προηγούμενη σεζόν ήταν κατά γενική ομολογία και βάσει αριθμών, η κορυφαία της καριέρας του αφού έκανε 61 kill μπλοκ (0.69 ανά σετ), καθιστώντας τον ως τον απόλυτο κυρίαρχο στο φιλέ. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός πως παρότι δεν είναι ο φύσει επιθετικογενής κεντρικός όπως ήταν ο Άλεν Παγένκ, στην Ιταλία ήταν ο τρίτος καλύτερος στη θέση του όσον αφορά στην επίθεση με 118 κερδισμένους πόντους.
Συνολικά είχε 8.6 πόντους ανά ματς, ένα αρκετά καλό νούμερο αν αναλογιστούμε και την υψηλή ποιότητα του κορυφαίου πρωταθλήματος στον κόσμο.
Να σημειωθεί πως στην Τσιστέρνα αποτελούσε μια από τις πρώτες επιλογές του πασαδόρου όταν βρισκόταν στην μπροστά ζώνη, καθώς όταν πάρει την μπάλα κοντά στο φιλέ δεδομένα θα την τελειώσει. Για αυτό και με μια προσεκτική ματιά, θα αντιληφθεί κανείς πως ο Σέρβος τελείωσε πολλές φάσεις στην κόντρα μπάλα, καθώς βρισκόταν κοντά στον πασαδόρο. Μάλιστα, οι 118 κερδισμένοι πόντοι του (από τους 189 συνολικά) είναι στο σερβίς της ομάδας του!
Ο Νεντέλκοβιτς απειλεί λιγότερο από τα εννέα μέτρα (μόλις 10 άσους) ωστόσο το θετικό στοιχείο είναι ότι υποπίπτει σε πολύ λίγα λάθη. Ο Σέρβος δεν έχει το σερβίς που σκοτώνει, αλλά διαθέτει μια αξιόπιστη απειλή που υπό προϋποθέσεις και κόντρα σε υποδοχείς χωρίς σταθερότητα, μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες για ψηλή μπάλα στον αντίπαλο: Επίσης, ας έχουμε κατά νου πως δεν είναι δυνατό του σημείο η υποδοχή στην μπροστά ζώνη, αφού συχνά-πυκνά αναγκάζει τον πασαδόρο να κάνει βήματα προς τα πίσω, ενώ ο Σέρβος βγαίνει εκτός επιλογών στην επίθεση (συνήθως) σε μια τέτοια κατάσταση. Αυτά τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν, μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για το αντίπαλο μπλοκ προκειμένου να στηθεί γρηγορότερα.
Πριν ενσωματωθεί στον Ολυμπιακό, ο αθλητικός κεντρικός έχει μπροστά του την πρόκληση του παγκοσμίου πρωταθλήματος όπου θα αγωνιστεί βασικός. Μια πρώτη γεύση των νέων δεδομένων της εθνικής Σερβίας την πήρε στο VNL, όπου η ομάδα του ήταν κακή.
Ακόμα κι έτσι, όμως, κινήθηκε στους μέσους όρους που είχε στην Ιταλία αφού κέρδισε 8.7 πόντους (ανά ματς) με 67% επίθεση και 56% αποτελεσματικότητα και 2.92 μπλοκ (0.81 ανά σετ και 35 συνολικά σε 12 παιχνίδια), αριθμός που τον κατέστησε δεύτερο καλύτερο μπλοκέρ της διοργάνωσης. Σε μια κακή ομάδα, επαναλαμβάνουμε.
Η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό είναι δεδομένα μια πολύ μεγάλη κίνηση για τους Ερυθρόλευκους. Το αν μπορεί να κάνει τη διαφορά στην Ελλάδα, μοιάζει ανόητο να το αναφέρουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάθε κίνηση δεν ενέχει το δικό της ρίσκο.
Ο Σέρβος θα παίζει στην Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα η παρουσία του δεν θα είναι δεδομένη σε όλα τα παιχνίδια και εκεί ο προπονητής είναι που θα πρέπει να τον κρατήσει ζεστό. Ο Αντρέα Γκαρντίνι δεν είναι λάτρης της διαχείρισης, το αντίθετο μάλιστα, αλλά μετά τα περυσινά είναι «αναγκασμένος» να προσαρμοστεί.
Τι σημαίνει αυτό; Πώς θα υπάρξουν παιχνίδια που θα πρέπει να μένει εκτός ο Νεντέλκοβιτς, σε άλλα ο Πέριν, σε άλλα ο Ατανασίεβιτς κλπ. Ανάλογα με τις συνθήκες. Ο αριθμός των αγώνων είναι ούτως ή άλλως μεγάλος και πολλές αναμετρήσεις είναι κάτι παραπάνω από σκληρές και απαιτούν διαφορετική τακτική προσέγγιση.
Οι Ερυθρόλευκοι έχουν το κεφάλι τους ήσυχο με την ποιότητα του Σέρβου στο φιλέ και την αντίληψή του στο μπλοκ ενώ θα έχουν δίπλα του έναν πασαδόρο που μπορεί να τον αξιοποιήσει κατάλληλα, μιας και ο Καβάνα παίζει πολύ πρώτο χρόνο.
Το παν είναι να νιώσει απαραίτητος και ο ίδιος να χτίσει την προσωπικότητά του. Είναι πια 27, βασικός στην ανανεωμένη εθνική Σερβίας και οι συμπατριώτες του θέλουν να δουν έναν αθλητή που θα τους κάνει να ξεχάσουν τους Λίσινατς και Ποντρασκάνιν. Στο χέρι του είναι να δείξει πως μπορεί να ανταποκριθεί σε νοοτροπία πρωταθλητισμού, να ηγηθεί στη θέση του και να κάνει τη διαφορά στα κρίσιμα.