Σε συνέντευξή της που δημοσιεύεται στην γαλλική εφημερίδα Libération, η Εύα Καϊλή δηλώνει ότι δεν εμπλέκεται σε καμία υπόθεση διαφθοράς αναφορικά με την υπόθεση Κατάρ, ότι είναι αθώα, ενώ εξιστορεί και τις συνθήκες της σύλληψης και κράτησής της από τις βελγικές αρχές. Όπως αναφέρεται στο σχετικό δημοσίευμα, η συνέντευξη δόθηκε στις 25 Απριλίου, παρουσία των Βέλγων δικηγόρων της Εύας Καϊλή, αλλά δημοσιεύεται τώρα, που η ελληνίδα ευρωβουλευτής ξαναβρήκε υπό όρους την ελευθερία της.
«Η δικαιοσύνη και η αστυνομία του Βελγίου δεν βρήκαν κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο, ούτε στην Ελλάδα, ούτε στο Βέλγιο», αναφέρει η Εύα Καϊλή, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένας δικός της τραπεζικός λογαριασμός στην Ρωσία, στην Κύπρο ή στον Παναμά. «Δεν έχω τίποτα να κρύψω…Δεν υπήρχαν δακτυλικά μου αποτυπώματα πάνω στα χαρτονομίσματα…Βρέθηκα στη φυλακή για μία υπόθεση στην οποία δεν έχω εμπλακεί» τονίζει η Καϊλή, υποστηρίζοντας πως είναι θύμα των πράξεων του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Πιέρ Αντόνιο Παντζέρι και του συντρόφου της και πατέρα της δίχρονης κόρης της Φραντσέσκο Τζόρτζι, στους οποίους, όπως αναφέρει, «ανήκει το σύνολο των χρημάτων που βρέθηκαν και το είπαν στην δικαιοσύνη».
«Στις τηλεφωνικές συζητήσεις του Παντζέρι με τον Τζόρτζι, τις οποίες η αστυνομία παρακολουθούσε για ένα χρόνο, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε μένα» λέει η Καϊλή, τονίζοντας πως «σε ό,τι αφορά το Κατάρ, ό,τι είχα να πω και να κάνω το είπα και το έκανα δημόσια» σημειώνοντας παράλληλα πως δεν είχε καμία δυνατότητα να επηρεάσει οτιδήποτε στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε σχέση με το Κατάρ. Απαντώντας στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν να αγνοεί ότι ο σύντροφός της έκρυβε στο σπίτι τους 600.000 ευρώ, ανέφερε ότι του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και ότι δεν είχε δει ποτέ αυτά τα χρήματα.
Εξιστορώντας την σύλληψή της στις 9 Δεκεμβρίου, ανέφερε ότι η αστυνομία συνέλαβε τον σύντροφό της Φραντζέσκο στο πάρκινγκ του κτιρίου που διέμεναν, τη στιγμή που έμπαιναν στο αυτοκίνητό τους. Όπως αναφέρει, οι αστυνομικοί της είπαν πως δεν μπορούσαν να της εκθέσουν τους λόγους της σύλληψης του συντρόφου της, αλλά και ότι αυτό δεν την αφορούσε και ότι το διαμέρισμά της καλυπτόταν από την βουλευτική ασυλία. Στη συνέχεια, όπως αναφέρει η Καϊλή, ανέβηκε στο σπίτι της και ζήτησε από τον πατέρα της να πάρει την κόρη της έως ότου καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Προσπάθησε, όπως δηλώνει, να επικοινωνήσει με τον συλληφθέντα σύντροφο της, με τον αδερφό του, με την αστυνομία και με τους δικηγόρους της. Κάλεσε επίσης τον Μαρκ Ταραμπελα και την Μαρία Αρένα, τους δύο Βέλγους ευρωβουλευτές που γνώριζε, ελπίζοντας πως αυτοί θα μπορούσαν να μάθουν κάτι περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή, συνεχίζει η Εύα Καϊλή, «κάποιος μου έστειλε ένα άρθρο της βελγικής εφημερίδας Le Soir, που ανέφερε ότι οι Παντζέρι και Τζόρτζι έχουν συλληφθεί κατηγορούμενοι για διαφθορά».
Όπως συνεχίζει, «ο εγκέφαλός μου σταματάει να λειτουργεί και άρχισα να ψάχνω το γραφείο του Φραντζέσκο για να καταλάβω τι συμβαίνει. Έψαξα τις σημειώσεις του, την ντουλάπα του και τις τσάντες του. Στη συνέχεια άνοιξα τα δύο χρηματοκιβώτιά του, παρά το γεγονός ότι ήταν κλειδωμένα, διότι γνώριζα πως χρησιμοποιούσε πάντα έναν κωδικό, αυτόν της ημερομηνίας γέννησης της μητέρας του. Εκεί ανακάλυψα τα χρήματα και σκέφτηκα αμέσως πως θα ήταν του Παντζέρι. Ο πατέρας μου επέστρεψε και του έδωσα μία σακούλα με τα χρήματα και με πράγματα του μωρού για να τα πάει στο ξενοδοχείο Sofitel που διέμενε. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Είχα παραλύσει από φόβο. Καταλαβαίνω πως η αντίδρασή μου δεν είχε κανένα νόημα.
Ήθελα απλώς να φύγουν αυτά τα χρήματα, που δεν μου ανήκαν, από το σπίτι μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Γνωρίζω πως ακούγεται ένοχο. ‘Αφησα στο σπίτι ένα ποσό ύψους 150.000 ευρώ, διότι σκέφτηκα ότι αυτά ανήκαν στον Φραντζέσκο». Αναφερόμενη στην σχέση του Τζόρτζι με τον Παντζέρι, η Καϊλή τον χαρακτηρίζει μέντορά του, στον οποίο, όπως αναφέρει, ο σύντροφος της δεν μπορούσε να αρνηθεί τίποτα, σημειώνοντας πως αυτό την εξόργιζε.
Ως προς τις συνθήκες κράτησής της, η Εύα Καϊλή τις χαρακτηρίζει απάνθρωπες και παράνομες, λέγοντας χαρακτηριστικά πως όταν ήταν στο κρατητήριο του Δικαστηρίου των Βρυξελλών, της αρνήθηκαν δεύτερη κουβέρτα, δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό και το φως έμενε αναμένο όλο το βράδυ. Αναφέρει επίσης, ότι κατά τις πρώτες ημέρες της φυλάκισής της ήταν σε απόλυτη απομόνωση και ότι στο διάστημα αυτό ο Βέλγος δικαστής ήταν σε διαπραγματεύσεις με τον Παντζέρι, του οποίου ο στόχος ήταν πλέον να προστατεύσει την οικογένειά του αλλά και την στενή του φίλη Μαρία Αρένα, η οποία – περιέργως πώς, κατά την Ε. Καϊλή – έμεινε στο απυρόβλητο.
Καταλήγοντας, ο συντάκτης του δημοσιεύματος της γαλλικής εφημερίδας, θέτει το ερώτημα εάν η βελγική δικαιοσύνη φέρθηκε κατά αυτό τον τρόπο στην Καϊλή για λόγους παραδειγματισμού, σημειώνοντας πως η απάντηση θα δοθεί σε μερικά χρόνια που θα πραγματοποιηθεί η δίκη.