Υπάρχουν αρκετοί τρόποι να αξιολογήσει κανείς την επιστροφή του Ραφαήλ Κουμεντάκη στον Ολυμπιακό πριν τον δούμε να αγωνίζεται στο τάραφλεξ. Ο 29χρονος ακραίος είναι εκείνη η περίπτωση του παίκτη που κάθε καλοκαίρι σηκώνει συζήτηση αναφορικά με τις δυνατότητες και το ταβάνι του.
Κρίνεται αυστηρά γιατί είναι Έλληνας και κυρίως γιατί τα προσόντα του στη θέση που αγωνίζεται είναι εντυπωσιακά αλλά πολλές φορές τα τελευταία χρόνια έχει μείνει πίσω λόγω νοοτροπίας. Υπάρχουν εκείνοι που θα πουν πως είναι ένας έτοιμος ακραίος σε καλή ηλικία που πρέπει να αξιοποιείται (δεδομένων των περιορισμών των ξένων στο ελληνικό πρωτάθλημα), υπάρχουν κι εκείνοι που θα πουν πως δεν έχει την ίδια σταθερή απόδοση μέσα στη σεζόν και ειδικά όταν καίει η μπάλα.
Δύο χρόνια μετά την τελευταία του παρουσία στον Ολυμπιακό, ο Κουμεντάκης επιστρέφει σε έναν διαφορετικό ρόλο με μεγαλύτερη πίεση.
Ο διεθνής ακραίος, που προπονείται με την Εθνική αυτή την περίοδο για τα προκριματικά του Eurovolley, προορίζεται για βασικός έχοντας πίσω του τον αξιόλογο και φιλότιμο Ανέστη Δαλακούρα που έδωσε λύσεις όταν χρειάστηκε την περασμένη σεζόν, αλλά και τον πολύ ταλαντούχο Σπύρο Χανδρινό που είναι άπειρος ακόμα σε επίπεδο πρωταθλητισμού (η πρώτη ύλη είναι εξαιρετική).
Στην προηγούμενη θητεία του είχε μπροστά του στη μία περίπτωση τους Αλεξίεφ και Ραουβέρντινκ (ένα εξαιρετικό δίδυμο που αλληλοσυμπληρωνόταν) και στην αμέσως επόμενη τους Χιουσάι και Γκέργκι που ήταν ένα από τα πιο αταίριαστα και αδιάφορα δίδυμα ακραίων που αγωνίστηκαν στον Ολυμπιακό. Τότε ήταν που ο Κουμεντάκης πήρε πολύ περισσότερες ευκαιρίες ερχόμενος από τον πάγκο.
Άλλη πίεση, άλλα δεδομένα και σε μια σεζόν που έκανε το ξέσπασμά της η πανδημία και ολοκληρώθηκε κάπως… ανώμαλα. Ο έμπειρος ακραίος (που μην ξεχνάμε πως έχει αγωνιστεί σε Ιταλία και Πολωνία) είχε εκλάμψεις και καλές εμφανίσεις κόντρα στον Παναθηναϊκό (Λιγκ Καπ) και έκανε παιχνίδια με 46% υποδοχή και 47% στην επίθεση, πιέζοντας και την αντίπαλη υποδοχή με τα καλά σέρβις του.
Τη συγκεκριμένη σεζόν τόσο ο Ολυμπιακός όσο και οι φίλοι του κοίταξαν να την αφήσουν πίσω: Τότε τον Κουμεντάκη τον πήρε η… μπάλα περισσότερο από όσο θα έπρεπε σε μια ομάδα που τίποτα δεν λειτουργούσε καλά και ειδικά μετά την επανέναρξη του πρωταθλήματος. Ο ρόλος του τότε ήταν διαφορετικός από αυτά που – προϊούσας της σεζόν – υποχρεώθηκε να κάνει καλύπτοντας την ανεπάρκεια των τότε ξένων.
Η αγωνιστική ηρεμία-απελευθέρωση για τον Εβρίτη ήρθε στον ΠΑΟΚ που όμως τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Με δεδομένο όμως πως σε ατομικό επίπεδο προπονείται πλέον πολύ καλά, η παρουσία του Γιάννη Καλμαζίδη τον βοήθησε να βγάλει τον καλό του εαυτό.
Δεν θα σταθούμε στο ότι βγήκε MVP στον τελικό Κυπέλλου με τον Φοίνικα γιατί αυτό ήταν κάτι που είχε ξανακάνει στη Ρόδο. Θα σταθούμε σε κάποια επιμέρους στατιστικά που έχουν μεγαλύτερη σημασία.
Η υποδοχή του στην κανονική περίοδο εκτοξεύτηκε στο 59% και η επίθεσή του στο 53%, συμβάλλοντας έτσι στην κατάκτηση της πρώτης θέσης για τον ΠΑΟΚ: Η απόδοσή του στην τελική φάση δεν ήταν ίδια και αυτό αποτυπώθηκε στην επίθεση όπου έπεσε στο 37%.
Το ερώτημα για τους περισσότερους μετά και την επισημοποίηση της μεταγραφής του είναι: Άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία στον Ολυμπιακό; Η άποψη που καταθέτουμε είναι πως ναι. Όχι μόνο λόγω του μικρού αριθμού των ξένων, αλλά και για την πορεία του έκτοτε. Δεν ήταν πτωτική στον ΠΑΟΚ, το αντίθετο: Βελτιώθηκε (και) στο κομμάτι της νοοτροπίας και ταυτόχρονα έγινε πιο αποτελεσματικός στο κλείσιμο των σετ (σε υποδοχή και επίθεση).
Το αν ως παίκτης-ψυχολογίας που είναι θα τα καταφέρει στον Ολυμπιακό (όπου η πίεση θα είναι μεγαλύτερη και ειδικά μετά από μια αποτυχημένη σεζόν) και στο πλευρό του Ιντάλγκο (που θα είναι επιφορτισμένος κυρίως με το κομμάτι της επίθεσης) θα περιμένουμε να το διαπιστώσουμε. Προς το παρόν αυτό που φαίνεται πως θα χρειαστούν περισσότερο οι Ερυθρόλευκοι είναι τον Κουμεντάκη της περυσινής σεζόν – ειδικά στο κομμάτι της υποδοχής – ώστε να «στηριχθεί» ο Γκαράς και να απελευθερωθεί επιθετικά ο Ιντάλγκο.