Εννιά χρόνια, πέντε μήνες και τρεις μέρες (12/10/2012) μετά από εκείνη την ιστορική διαπίστωση «και όλους τους παίκτες της Μπαρτσελόνα να φέρω θα είμαστε δεύτεροι», που επικοινώνησε στην ελληνική ποδοσφαιρική οικογένεια ο νεότατος (και νεόκοπος) «ιδιοκτήτης» της ΠΑΕ ΠΑΟΚ κ. Ιβάν Σαββίδης, για να αποδείξει «την ελεγχόμενη από τον Ολυμπιακό τάξη πραγμάτων στο ελληνικό ποδόσφαιρο», ο ΠΑΟΚ ζει ένα τρομακτικό déjà vu.
Διολισθαίνει με ακραία ταχύτητα στην ποδοσφαιρική ανυποληψία (σε σύγκριση με το μέγεθος του) και την ίδια ώρα βλέπει τον Ολυμπιακό να καταρρίπτει στην πράξη τους μύθους, που η «εξυγίανση» έβαλε (μαζί με τις σακούλες με τα ευρώ) στο τραπέζι για να δικαιολογήσει το ρεσάλτο που έκανε στα χειμερινά ανάκτορα της ΕΠΟ.
Η λήξη της κανονικής περιόδου βρίσκει τις δυο πλουσιότερες, κατά τεκμήριο, ελληνικές ομάδες σε εντελώς αντίθετες, παράλληλες πορείες. Ο Ολυμπιακός «με τα καλά του και τα κακά του» δείχνει αναδύει ποδοσφαιρική υγεία, την ώρα που ο ΠΑΟΚ βολοδέρνει ανάμεσα στη διοικητική ανυποληψία και στην αγωνιστική παλινωδία και προκαλεί ευθέως τη νοημοσύνη των οπαδών του.
Τηρουμένων των αναλογιών και σε «τελευταία ανάλυση» οι διαφορές μεταξύ των δύο οργανισμών επικεντρώνονται στη διοίκηση, που ο καθένας διαθέτει και στους σχεδιασμούς, που η κάθε μια αποφασίζει και υλοποιεί, μαζί με τους συνεργάτες της και καθ’ υπόδειξη τους.
Με άλλα λόγια και στον Ολυμπιακό και στον ΠΑΟΚ ισχύει απολύτως το δόγμα «πες μου ποιος σε διοικεί, να σου πω πού θα φτάσεις». Το δόγμα επιβεβαιώνει πλήρως και η κατάσταση στην οποία περιήλθε η Μπαρτσελόνα, απλώς τότε, στο μακρινό 2012, ο κ. Σαββίδης ζούσε τον δικό του μύθο και αγνοούσε τη δυναμική μιας κανονικής διοίκησης.
Είτε αρέσει, είτε όχι ο ΠΑΟΚ χαριεντίζεται καθημερινά με την ανυποληψία και προκαλεί το κοινό αίσθημα των οπαδών του επειδή είναι διοικητικά και οργανωτικά ένα παρατημένο από τον ιδιοκτήτη του (ή τον διαχειριστή του) μαγαζί. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο!
Οι λόγοι αυτής της μοναδικής στα ποδοσφαιρικά χρονικά (ίσως και τα διεθνή, πάντως σίγουρα τα εγχώρια) απαξίωσης μιας εταιρείας στο αγωνιστικό και διοικητικό – λειτουργικό επίπεδο ανήκουν στους ιδιοκτήτες της, σε εκείνους που αποφασίζουν. Όποιοι πληρώνουν είναι εκείνοι που έχουν την ευθύνη της εικόνας που όλοι οι υπόλοιποι βλέπουν, ο σημερινός ΠΑΟΚ (και, ακόμη χειρότερα, ο προβλεπόμενος ΠΑΟΚ στο τέλος των play off και του Κυπέλου) είναι δικό τους δημιούργημα.
Στους ίδιους ανήκει και η έμπρακτη δυνατότητα να απευθυνθούν στον κόσμο της ομάδας (οι υπόλοιποι απλώς να παρακολουθούν «δικαιούνται») και να εξηγήσουν τις αιτίες της σημερινής εικόνας, να προσδιορίσουν τη δική τους συμμετοχή στις ευθύνες ή, ακόμη καλύτερα, να περιγράψουν (αν διαθέτουν) το σχέδιο τους για την επόμενη μέρα της εταιρείας και της ομάδας.
Δεν είναι καθόλου ευανάγνωστοί οι λόγοι για τους οποίους δεν το κάνουν κι αφήνουν το χρόνο να διευρύνει τη σήψη και να δυσκολεύει την ποθούμενη (;) ανάκαμψη, την ίδια ώρα που οι οπαδοί αποθεώνουν στα σχόλια τους τις γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις του κ.Μαρινάκη σε μια αντίστοιχη κατάσταση που βίωσε ο Ολυμπιακός εν έτει 2018. Δικαιούνται να σιωπούν ή να μιλήσουν όταν αυτοί το αποφασίσουν, απλώς είναι πιθανό όταν λάβουν την απόφαση να μην υπάρχει ακροατήριο.
Έχω αναφερθεί πολλές φορές έως τώρα και έχω πολύ έγκαιρα περιγράψει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ΠΑΟΚ από ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για τη δεύτερη «κανονική» (σε υψηλό επίπεδο) ομάδα της χώρας, για ένα σύλλογο που έχει την απαραίτητη πρώτη ύλη (την οικονομική επάρκεια) να εξελιχθεί σημαντικά και να εγκατασταθεί στον σκληρό πυρήνα των πρωταγωνιστών στο ελληνικό ποδόσφαιρο (η διεθνής εξέλιξη έπεται).
Κάποιες φορές οι διαπιστώσεις μου ήταν εξαιρετικά προχωρημένες και προκάλεσαν ακόμη και δημοσιογραφικές απαντήσεις, κακόβουλες και εμπαθείς, από εκείνες που αισθάνονται πάντα ότι πρέπει να διατυπώσουν οι υπάλληλοι. Δεν αδικώ κανένα, τη δουλειά τους κάνουν.
Εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι ο ΠΑΟΚ έχει μια τρομακτική, για το σημερινό μέγεθος του, προοπτική, την οποία προκλητικά ακυρώνει εγκλωβισμένος σε παραμυθίες και δόγματα για μια δήθεν «εξυγίανση» και για ένα «βασικό εχθρό» (τον Ολυμπιακό), ενώ είναι σαφές πως η μόνη διέξοδος που διαθέτει είναι να αντιγράψει (με τις κατάλληλες προσαρμογές) το μοντέλο λειτουργίας των ερυθρολεύκων.
Κατανοώ, πως δεν είναι εύκολη η αποδοχή της μερικής, έστω, αποτυχίας, ούτε η διακινδύνευση της δημόσιας εικόνας που φιλοτεχνήθηκε με τόσο κόπο όλα τα προηγούμενα χρόνια από επαγγελματίες της δήθεν αντίστασης στο δήθεν κράτος των Αθηνών. Χρειάζεται να είναι κανείς εξαιρετικά γενναίος για να παραδεχθεί πως έκανε λάθος (τα έκανε όλα λάθος) και να ξεκινήσει από την αρχή να «κατασκευάζει» μια ομάδα και μια εταιρεία.
Ο κ. Μαρινάκης το τόλμησε και το έκανε, ίσως είχε το κατάλληλο περιθώριο να κινηθεί λόγω των πολλών τίτλων της ομάδας. Άλλαξε όμως εντελώς τα στάνταρ διοίκησης της εταιρείας και στη συνέχεια άλλαξε και τη διοίκηση της ομάδας, την προσάρμοσε στις πάγιες ποδοσφαιρικές παραδοχές(πρώτα ο προπονητής, ο κανονικός προπονητής).
Φως από την πλευρά του κ. Σαββίδη ότι έχει τη διάθεση ή ότι μπορεί να κινηθεί σε αυτές τις ράγες δεν έχει ακόμη προκύψει. Ίσως χρειάζεται χρόνο ακόμη, ίσως είναι θέμα χαρακτήρα, ίσως υφίστανται άλλοι, περισσότερο πολιτικοί, λόγοι.
Η ώρα, όμως, που θα χρειαστεί να αναμετρηθεί με αυτό που δημιούργησε από το 2012 και σήμερα τον καταστρέφει θα έρθει, είτε το θέλει, είτε όχι. Από την αναμέτρηση αυτή με τον ίδιο τον εαυτό του (περί αυτού πρόκειται σε τελευταία ανάλυση) δεν πρόκειται να ξεφύγει.