Είναι δύσκολες οι μέρες που ζούμε. Όχι οι δυσκολότερες όλων των εποχών βεβαίως, αλλά τουλάχιστον για τη δική μας καλομαθημένη γενιά – αυτή του… ΠΑΣΟΚ και των δανεικών – σίγουρα. Η αβεβαιότητα για το τι θα γίνει αύριο, η (σχετική) κλεισούρα και το άγχος που προκαλεί, οδηγούν συχνά σε μεγεθύνσεις και υπερβολές.
Τώρα θα μου πεις, «προφεσόροι υπήρχαν και πριν τον κορωνοϊό». Πράγματι. Τέτοιοι υπήρχαν και επί ΝΔ και επί ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και επί ΠΑΣΟΚ. Άρα, από ένα σημείο κι έπειτα η πανδημία δε συνιστά δικαιολογία για την παπαριά του καθενός. Έτσι κι αλλιώς η παπαριά προϋπήρχε, είναι ίσως θεμέλιο συστατικό του νεοελληνικού κράτους. Ενός κράτους αχταρμά που η πλειοψηφία των πολιτών του βρήκε το νόημα της ζωής στα social media.
Ο μπασκετικός Ολυμπιακός είναι μια ομάδα με χαμηλό μπάτζετ για τα δεδομένα της Euroleague. Από αυτή την (αναγκαία) στροφή συμπληρώνεται φέτος μια δεκαετία: το καλοκαίρι του 2011 οι Αγγελόπουλοι έκαναν το τεστ και αφού είδαν ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τρελός πέρα από αυτούς, αποφάσισαν να κινηθούν με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που λειτουργούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Η Μοίρα τούς δικαίωσε, στέλνοντάς τους δυο σερί ευρωκούπες και άλλες δυο παρουσίες σε τελικούς. Μόνο στην Ελλάδα δεν κατάφερε (η Μοίρα) να φανεί το ίδιο γαλαντόμα, αφού εκεί δεν αφήνεται τίποτα στη μοίρα του: η ΕΟΚ φροντίζει γι’ αυτό μέσω του ΕΣΑΚΕ, ώστε καθένας να παίρνει ό,τι δίνει…
Την ώρα που ο – υποτιθέμενα ακμάζων στην εγχώρια σκηνή – Παναθηναϊκός αφέθηκε στην τύχη του από τον ιδιοκτήτη του, οι Αγγελόπουλοι είναι ακόμη εδώ. Και εν μέσω πανδημίας και υπερβολικά μειωμένων εσόδων (στις απώλειες από τα τηλεοπτικά του πρωταθλήματος προστέθηκε και η χασούρα των εισιτηρίων), έφεραν πίσω τον κορυφαίο Έλληνα παίκτη της Euroleague. Λίγο νωρίτερα είχαν φροντίσει να επαναπατρίσουν έναν ικανότατο προπονητή, ο οποίος κλήθηκε μέσα σε σχετικά λίγο χρόνο να χτίσει μια ομάδα από την αρχή. Όχι σώνει και καλά σε πρόσωπα, σίγουρα σε προτεραιότητες και ρόλους.
Σε περίπτωση που δεν το γνωρίζατε, το μπάσκετ έχει αναλογικά περισσότερους «προφεσόρους» από το ποδόσφαιρο. Οι ποδοσφαιρικοί έχουν σε σημαντικό ποσοστό την άποψη πως ο προπονητής ξέρει καλύτερα και γι’ αυτό η κριτική συχνά αρχίζει και τελειώνει μετά τη λήξη ενός αγώνα, ανάλογα με το αν μια ομάδα ήταν καλή ή όχι. Οι μπασκετικοί πάλι, κρύβουν σχεδόν όλοι μέσα τους έναν προπονητή. Και όχι μόνο. Ξέρω πολλούς που εκτός από προπονητές είναι και κατά φαντασίαν scouts, general managers, ακόμη και μεγαλομέτοχοι.
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με κριτική αγώνα και παικτών. Μετά από μια ήττα όλοι τα ξέρουν όλα και αρχίζουν τις υποδείξεις: σε παίκτες, σε προπονητές, μέχρι και στους προέδρους. Το ακόμη πιο γελοίο του πράγματος ωστόσο είναι πως οι υποδείξεις δεν περιορίζονται στις ήττες, αλλά γίνονται και μετά από νίκες και μάλιστα τόσο σπουδαίες και τόσο ζόρικες όσο αυτή κόντρα στην Μπάγερν.
Μπορείς να βλέπεις ποδόσφαιρο ή μπάσκετ 50 χρόνια. Αυτό δεν θα σε κάνει ποτέ παίκτη και πολύ περισσότερο προπονητή. Στην απίθανη περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα σε έκανε προπονητή της συγκεκριμένης ομάδας που καλείσαι να σχολιάσεις. Απλούστατα επειδή δεν έχεις ιδέα απ’ όσα σκέφτηκαν και ανέλυσαν αυτοί που έκατσαν κάτω και σχεδίασαν μια ομάδα, ποιο είναι το πλάνο τους, πώς δουλεύουν αλλά και τι οδηγίες δίνουν σε καθημερινή βάση.
Είναι ακριβώς το ίδιο που ισχύει με τον κορωνοϊό, το 5G και όλες τις υπόλοιπες παπαριές που εν είδει θεωριών συνομωσίας διακινούνται στα social. Όσο πιο άσχετος είναι αυτός που τις διαβάζει, τόσο περισσότερο πείθεται. Αντίστοιχα, τόσο περισσότερο υπερθεματίζει και επιμένει. Ασφαλώς και μπορείς να επισημάνεις τι πήγε ή δεν πήγε καλά σε ένα ματς, ποιος παίκτης διακρίθηκε, ποιος υστέρησε και πάει λέγοντας. Από την κριτική ενός αγώνα μέχρι τις υποδείξεις και παρεμβάσεις σε ένα πρότζεκτ που είναι σε εξέλιξη, η διαφορά είναι χαώδης.
Με αυτούς τους παίκτες και αυτόν τον προπονητή, ο Ολυμπιακός βρίσκεται στο 9-8. Το οποίο θα ήταν κάλλιστα 10-7 αν το ματς με τη Ζαλγκίρις δεν είχε γίνει στην πρεμιέρα αλλά μετά την 3η αγωνιστική. Τότε που όλοι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι οι Λιθουανοί δεν θα είναι σάκος του μποξ στη μετά Σάρας εποχή. Δεν υπολογίζω καν τα ματς που οι Ερυθρόλευκοι κλήθηκαν να δώσουν με σοβαρότατες απουσίες λόγω κορωνοϊού και τραυματισμών και που έστω μια νίκη παραπάνω θα μπορούσαν να την έχουν κάνει.
Όσοι νομίζουν ότι είναι εύκολο να διαχειριστεί ένας προπονητής το ρόστερ του Ολυμπιακού, ας ρίξουν μια ματιά στα δημοσιεύματα περί Σπανούλη λίγες εβδομάδες πριν. Αν πάλι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, ας φανταστούν τι θα γινόταν π.χ. στην Μπαρτσελόνα αν η διοίκηση των Καταλανών αποκτούσε τον παίκτη που θα έπαιρνε την μπαγκέτα του ηγέτη από τον (ας πούμε 36χρονο) Μέσι, την ώρα που ο Μέσι θα παρέμενε ενεργό μέλος της ομάδας. Προσπαθήστε λοιπόν, να αντιληφθείτε πόσο περίπλοκα είναι τα πράγματα όταν πρόκειται για απόλυτους σταρ με τεράστιο εγωισμό που κάποιες φορές δεν είναι μόνο ο καλώς εννοούμενος…
Το «φέρε σέντερ, φέρε σουτέρ, φέρε προπονητή» (ναι, μέχρι και ενστάσεις για τον Μπαρτζώκα έχω διαβάσει) θυμίζει το «μάστορα, πιάσε μια χωριάτικη και μια παγωμένη μπύρα». Προπονητής με εμπειρία ακόμα και σε Euroleague δεν θα τολμούσε να πει δημόσια αυτά που διαβάζω και ακούω δεξιά κι αριστερά. Όχι μόνο για λόγους συναδελφικής αλληλεγγύης, αλλά και γιατί δεν είναι δικό του το πρότζεκτ.
Η Χίμκι του μπόμπερ Σβεντ (αλλά και του θηριώδη Μονρό) έχει όλες κι όλες δυο νίκες. Η Βιλερμπάν του γίγαντα Φαλ έχει πέντε, όσες και ο Παναθηναϊκός του Παπαγιάννη και του πιστολέρο – στις καλές του βραδιές – Νέντοβιτς. Εννοείται πως όταν δεν έχεις το αστείρευτο μπάτζετ των Ρώσων ή των Ισπανών, θα πρέπει να θυσιάσεις κάποια πράγματα για κάποια άλλα. Τώρα, αν όλοι αυτοί επιμένουν πως ξέρουν καλύτερα από τον Μπαρτζώκα και το επιτελείο του, μετά χαράς να τους δώσω το email του Νίκου Λεπενιώτη για να στείλουν βιογραφικό…
ΥΓ. Στους ευαισθητούληδες που είναι… Μπάγερν από μικροί και πόνεσαν ξαφνικά για τη διαιτησία, εύχομαι από καρδιάς περαστικά. Επίσης, θα ήθελα κάποια στιγμή να μας πουν όλοι αυτοί που ρωτούν με άνεση τους παίκτες του Ολυμπιακού για διαιτητικές αποφάσεις υπέρ τους, πού κρύβονταν όλα αυτά τα χρόνια κατά τα οποία οι Έλληνες διαιτητές άλλαζαν τους κανονισμούς στο πιο… πράσινο.
ΥΓ2. Η συζήτηση για τον σέντερ δεν ξεκινά από υποτιθέμενη ανεπάρκεια του Χασάν Μάρτιν. To «βουνό τσέπης» του Ολυμπιακού αποδίδει πάνω και από τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες. Συζήτηση μπορεί να γίνει μονάχα για την εικόνα του Έλις, ο οποίος αδυνατεί να σταθεροποιηθεί σε level Ευρωλίγκας και προσφέρει κυρίως μέσω εκλάμψεων. Ποιος «πονηρός» όμως θα τον άλλαζε το καλοκαίρι, μετά την πολύ αισιόδοξη εικόνα που είχε πέρυσι;
ΥΓ3. Θα έρθει και ποδοσφαιρικό κείμενο μετά την Τούμπα, το οποίο θα κάνει το ρεζουμέ μιας σεζόν που, τουλάχιστον σε επίπεδο Super League, οδεύει σε πρόωρο τέλος. Καλή χρονιά σε όλους, ελπίζω το 2021 να έχει περισσότερα ΕΥΘΕΩΣ από το 2020…