Το δράμα του ΠΑΟΚ ολοκληρώθηκε τη Μεγάλη Τρίτη. Μόλις δυο μέρες μετά τα 94α γενέθλια του συλλόγου, η Επιτροπή Εφέσεων της ΕΠΟ επικύρωσε το μεγαλύτερο σκάνδαλο από καταβολής ελληνικού ποδοσφαίρου. Μια ομάδα της Super League απέκτησε κυριαρχική επιρροή σε μια θεωρητικά ανταγωνίστριά της, μέσω ενός πρώην σερβιτόρου και νυν μεγαλοεπενδυτή, ανιψιού του προέδρου Ιβάν και της ιδιοκτήτριας Κυριακής Σαββίδη.
Οι υποψίες για την υπόθεση αυτή υπήρχαν από το καλοκαίρι του 2018, όταν το FWS ανέδειξε την υπόθεση σε μείζον θέμα. Ουδείς ασχολήθηκε τότε. Τα Χριστούγεννα του 2018, σε ένα κείμενο με την υπογραφή του Χρήστου Υφαντή το FWS δεν άφησε ούτε μια αμφιβολία: χωρίς περιστροφές έγραψε την πληροφορία πως «τα λογιστήρια του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης έχουν πλέον ενοποιηθεί και τα λειτουργεί η κα Γκοντσάρεβα». Πάλι τίποτα. Οι «διάσημες» πένες ασχολούνταν με το μεγαλείο του ΠΑΟΚ που πετούσε από νίκη σε νίκη. Και δεν πτοούνταν ούτε από χέρια που έβγαζαν μάτι (Βιεϊρίνια στη Λαμία), από πέναλτι ένα μέτρο εκτός περιοχής (εντός με ΠΑΣ), αλλά και από τις αλλεπάλληλες σφαγές του Πανιωνίου και του Αστέρα στο κύπελλο.
Ένα χρόνο μετά από εκείνο το κείμενο, αρχές Δεκέμβρη του 2019, η βόμβα έσκασε. Έγγραφα εξόχως ενοχοποιητικά βγήκαν στη φόρα και, έστω και με καταγγελία του Ολυμπιακού, αφού δεν προέκυψε αυτεπάγγελτη παρέμβαση εισαγγελέα, ξεκίνησε η έρευνα της υπόθεσης. Η οποία δε χρειαζόταν ικανότητες Σέρλοκ Χολμς για να «δεθεί», αφού όλα τα στοιχεία ήταν εκεί. Αγοραπωλησία εκατομμυρίων ευρώ με «δράστη» έναν πρώην σερβιτόρο και νυν μεγιστάνα. Ακόμα κι αν ο Γιάνναρος ο Καλπαζίδης, ο άνθρωπος-φάντασμα που κανείς δεν μπορεί να βρει δεύτερη φωτογραφία του, πόσο μάλλον τον ίδιο, δεν ήταν ανιψιός του Ιβάν Σαββίδη, πάλι θα ήταν ύποπτο το πράγμα.
Από τις 3 Δεκεμβρίου που έσκασε εκείνη η βόμβα μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 136 μέρες. Μεσολάβησε η αποκάλυψη, η καταγγελία του Ολυμπιακού, η εκδίκαση στην ΕΕΑ, το πόρισμα, η απόφαση του Μονομελούς της Super League και η τελεσίδικη απόφαση της Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ. Και μέσα σε όλα αυτά ένα νομοθετικό πραξικόπημα με τη σφραγίδα του Γιώργου Γεραπετρίτη και ολόκληρης της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας.
Σε όλο αυτό το τεράστιο διάστημα, οι «διάσημες» πένες των λεγόμενων «αντικειμενικών» αρθρογράφων βούλωσαν. Μπούκωσαν. Όσο υπήρχαν πρωταθλήματα σε εξέλιξη, προσπαθούσαν να ασχολούνται με το αγωνιστικό σκέλος. Να κάνουν περισπούδαστες αναλύσεις με ύφος χιλίων καρδιναλίων και να γράφουν για πράγματα που οι (κανονικοί) προπονητές τα διαβάζουν και γελούν. Όταν δε, ολοκλήρωναν την… ανάλυση της ελληνικής επικαιρότητας, έπιαναν αυτήν του εξωτερικού. Μέχρι που ο κορωνοϊός τα πάγωσε όλα. Και τότε ξεκίνησαν να γράφουν για παλαιμάχους, για σινεμά, για ταξίδια, για κρασιά, για Netflix, για τον Τσιόδρα. Για οτιδήποτε άλλο πέραν του πραγματικού αντικειμένου τους που είναι κατά βάση το ποδόσφαιρο.
Η λογική λέει πως αυτή η «παράλειψη» παρατηρήθηκε για έναν απλό λόγο. Στη θέση του ενόχου, του δράστη, δεν ήταν η «σωστή» ομάδα. Διότι σε αντίθετη περίπτωση, τα καταγγελτικά κείμενα θα είχαν πλημμυρίσει το ελληνικό ίντερνετ. Αυτά με τα οποία διαδήλωναν κάποτε τις αγνές προθέσεις τους για «εξυγίανση» του ποδοσφαίρου, που σε απλή μετάφραση ήταν «επιτέλους να τελειώνουμε με τον Ολυμπιακό (και τον Μαρινάκη)». Ακόμα και η φοβερή και τρομερή υπόθεση με τους κατά παραγγελία δαρμένους παίκτες του Πλατανιά τους είχε απασχολήσει πολύ περισσότερο από το αποδεδειγμένο σκάνδαλο πολυϊδιοκτησίας μεταξύ ΠΑΟΚ και Ξάνθης.
Τα ίδια δηλαδή που συνέβαιναν για χρόνια και με τη διαιτησία. Για κάθε ανάποδο πλάγιο του Ολυμπιακού γράφονταν μανιφέστα αντίστασης. Κι ας ήταν οι Ερυθρόλευκοι 10-20 βαθμούς μπροστά από τον δεύτερο. Για τα εγκλήματα που ακολούθησαν σε βάρος του Ολυμπιακού και υπέρ των άλλων πρωταθλητών, κανένα πρόβλημα. Ανθρώπινα τα λάθη, που έλεγε και ο Χάρρυ Κλυνν στο «Δοξάστε με». Τι κι αν αλλοιώνονταν τα πρωταθλήματα, με δεδομένο ότι οι βαθμολογικές διαφορές ήταν σαφώς μικρότερες από την εποχή της παντοκρατορίας του Ολυμπιακού;
Αν ένα αντίστοιχο σκάνδαλο είχε ξεσπάσει στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ελβετία ή όπου αλλού, οι πρώτοι που θα ασχολούνταν ήταν οι «αντικειμενικάρες». Αν δε, ο εμπλεκόμενος λεγόταν Ολυμπιακός, ποιος τους άκουγε/διάβαζε. Μέχρι και τα πρωταθλήματα του Μουράτη και του Δαρίβα θα αμφισβητούσαν και θα ζητούσαν να αφαιρεθούν. Είναι οι ίδιοι που κάποτε μιλούσαν για «ηθικούς πρωταθλητές» και που τώρα δεν έχουν τη στοιχειώδη ευθιξία να γράψουν ότι το περυσινό πρωτάθλημα – που αποδεδειγμένα πλέον αλλοιώθηκε – θα πρέπει να πάει στον Ολυμπιακό ή έστω να αφαιρεθεί από τον ΠΑΟΚ. Και εννοείται πως θα είναι οι ίδιοι που θα έγραφαν πρώτοι για τη «μεγάλη δικαίωση» του ΠΑΟΚ στο CAS, αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο. Οι ίδιοι που το 2008 αμφισβητούσαν το CAS επειδή αποφάσισε ουσιαστικά υπέρ του Ολυμπιακού.
Είναι πραγματικά εξοργιστικό για έναν ολόκληρο κλάδο, να βλέπεις τους πιο προβεβλημένους «εκπροσώπους» του να κάνουν γαργάρα το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σκάνδαλο στην Ελλάδα. Συμπεριφορές σαν κι αυτή εδώ και δεκαετίες δημιούργησαν και συντηρούν τον χαρακτηρισμό «ΑΡΔ», ο οποίος δυστυχώς βαραίνει και την πλάτη όσων προσπαθούν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Όπως και να ‘χει, η συμπεριφορά των περιβόητων «αντικειμενικών» όλους αυτούς τους μήνες εξηγεί λεπτομερώς το γιατί ο όρος «αντικειμενικός» θεωρείται βρισιά και χρησιμοποιείται απαξιωτικά από τους οπαδούς. Και ειδικά από αυτούς του Ολυμπιακού, μια και η «αντικειμενικότητα» εδώ και δεκαετίες συνάδει με τοποθετήσεις κεκαλυμμένα ή απροκάλυπτα εναντίον των Ερυθρολεύκων. Παρόλο που είμαι από τους πρώτους που έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο με την καθιερωμένη αρνητική του έννοια, η δικαίωση είναι πικρή και θλιβερή…
Καλή ανάσταση στο σώμα και το πνεύμα όλων μας!