Με αφορμή την ολοένα και αυξανόμενη ροπή των ομάδων προς το τρίποντο, σε παγκόσμιο επίπεδο, επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε μια ξεχωριστή στατιστική ανάλυση, με τη βοήθεια γραφημάτων, αναφορικά με το πόσο έχει επηρεάσει αυτή η τάση, την αγωνιστική φιλοσοφία και ταυτότητα των ερυθρολεύκων, με την πάροδο του χρόνου.
Εν ολίγοις, οι προπονητές κάθε ομάδας καλούνται ανά διαστήματα να απαντήσουν στο εξής: το τρίποντο είναι αναγκαία λύση ή λύση ανάγκης;
Αποτελεί κοινό μυστικό, ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες ομάδες στην Euroleague εμφανίζουν 3 & D σύνολα, που βασίζονται στην καλή περιφερειακή εκτέλεση και στο transition μέσω της άμυνας τους, στα πρότυπα που επικρατούν στο ΝΒΑ (παρόλο που υπάρχουν και οι πολέμιοι αυτού του στυλ παιχνιδιού, βλ. Πόποβιτς). Από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, όλο και περισσότερο το τρίποντο μπαίνει στο ρεπερτόριο των ομάδων ως ο κύριος τρόπος έκφρασης επιθετικά και αυτό δε θα μπορούσε, παρά να συμβεί και στην περίπτωση του Ολυμπιακού.
Όπως φαίνεται στο παραπάνω γράφημα, το οποίο χωρίζεται σε 4 περιόδους, ανάλογα με τον προπονητή, ενώ τις σεζόν 2010 – 11 και 2011 – 12, με τον Ίβκοβιτς στο τιμόνι, ο Ολυμπιακός κατά μέσο όρο εκτελούσε 19,5 προσπάθειες έξω από τη γραμμή των 6,75 (με το όχι και τόσο σπουδαίο ποσοστό του 32,5%), από την έλευση του Μπαρτζώκα και μετά, υπάρχει μια σαφής στροφή της ομάδας προς το τρίποντο. Τις δύο αυτές χρονιές οι ερυθρόλευκοι επιχειρούσαν κατά μέσο όρο 23 προσπάθειες με ποσοστό 35%, όπου όπως θα δούμε και παρακάτω βοήθησαν και τα υλικά που είχε ο Έλληνας προπονητής.
Ακόμα και την 4ετία του Σφαιρόπουλου, ο Ολυμπιακός διατήρησε τον τρίποντο χαρακτήρα του (με μικρή παρένθεση την περίοδο 2015 – 16, όπου οι συνολικές προσπάθειες ήταν χαμηλότερες), έχοντας τον ίδιο περίπου μέσο όρο σε εκτελεσμένα σουτ, με την εποχή Μπαρτζώκα, με λίγο χαμηλότερο όμως ποσοστό (34%). Η φετινή σεζόν, παρόλο που το δείγμα είναι ακόμα μικρό, δείχνει ότι η «εξάρτηση» των ερυθρόλευκων από το τρίποντο παραμένει, ωστόσο υπάρχει βελτίωση στα εύστοχα σουτ, με το εν λόγω ποσοστό να φθάνει στο 36% (θα ήταν υψηλότερο αν δεν υπήρχε η αρνητική επίδραση των καταστροφικών 3 τελευταίων αγωνιστικών).
Ας δούμε όμως αναλυτικά, ανά περίοδο, ποιοι υπήρξαν οι κύριοι εκφραστές και ποιοι οι πιο αποτελεσματικοί έξω από τη γραμμή των 6,75, με την υποσημείωση ότι οι στατιστικοί πίνακες αφορούν αποκλειστικά στη διοργάνωση της Euroleague και συμπεριλαμβάνουν όσους είχαν το μίνιμουμ των 2 προσπαθειών ανά αγώνα.
Στη διετία του Ίβκοβιτς, ο Τεόντοσιτς μέσα σε μία και μοναδική σεζόν, «έγραψε» τον υψηλότερο αριθμό προσπαθειών για τρίποντο, από το 2010 και μετά, με περίπου 6 κατά μ.ο., αλλά ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό της τάξεως του 29%. Ο Σπανούλης αποτέλεσε τον έτερο επιθετικό πόλο από μακρινή απόσταση, έχοντας το ικανοποιητικό 36%, ενώ ο μόνος άλλος παίκτης με υψηλό αριθμό εκτελεσμένων τριπόντων (μ.ο. 3), ήταν ο Άντιτς της περιόδου 2011 – 12, με το απογοητευτικό 25%.
Συνολικά, οι 3 τους έπαιρναν παραπάνω από το 40% αυτών των σουτ, με τους δύο γκαρντ να μονοπωλούν ουσιαστικά τις προσπάθειες από μακρινή απόσταση (33%), δείγμα ότι ο τερματισμός της συνύπαρξης τους, εκτός από τον προφανή λόγο μείωσης του μπάτζετ, ήταν ότι ο Ολυμπιακός δεν μπορούσε να πορευτεί σε εκείνο το σημείο της ιστορίας τους και με τους 2 (προκειμένου η περιφερειακή γραμμή να είναι πιο λειτουργική).
Άλλη σημαντική παράμετρος της 2ης χρονιάς του «σοφού» ήταν το step up που έκαναν οι Παπανικολάου (ποσοστό 37%) και Πρίντεζης (ποσοστό 31%), παίρνοντας αρκετές πρωτοβουλίες από μακριά (με μερίδια 8% και 7% αντίστοιχα επί των συνολικά εκτελεσμένων τριπόντων). Ωστόσο αυτό που μένει από τη διετία 2010 – 12, είναι ότι ο Ολυμπιακός δεν απειλούσε σε τόσο μεγάλο βαθμό από το τρίποντο, το οποίο ακόμα ήταν δευτερεύουσα επιθετική επιλογή στο ρεπερτόριο του, παρόλα αυτά η εποχή αυτή υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη με την κατάκτηση ενός κυπέλλου την 1η σεζόν και μιας Ευρωλίγκα και του Ελληνικού Πρωταθλήματος τη 2η.
Το καλοκαίρι μετά την επική κατάκτηση της Ευρωλίγκα στην Πόλη και την αποχώρηση του Ίβκοβιτς, οι Αγγελόπουλοι πήραν ένα ρίσκο με την πρόσληψη Μπαρτζώκα, ενός ανερχόμενου προπονητή, με ταλέντο, αλλά μικρή εμπειρία στο υψηλό επίπεδο. Ωστόσο το μοντέλο που εφάρμοσε και η φιλοσοφία που πέρασε στην ομάδα, πρέσβευαν την τάση που επίτασσε το σύγχρονο μπάσκετ. Γρήγορη περιφερειακή εκτέλεση, αλλαγές στην άμυνα και transition όποτε δινόταν η ευκαιρία, ήταν το τρίπτυχο στο οποίο βασίστηκε ο Ολυμπιακός, αποδίδοντας κατά περιόδους εντυπωσιακά.
Στο επιθετικό ρεπερτόριο των ερυθρόλευκων, περίοπτη θέση είχε λοιπόν το τρίποντο, με κύριους εκφραστές το Σπανούλη (5,26 προσπάθειες κατά μέσο όρο με 1,75 εύστοχες, δηλαδή ποσοστό 33%), τον Άντιτς (την 1η χρονιά του Μπαρτζώκα) και το Λοτζέσκι (τη 2η χρονιά). Άλλες σημαντικές μονάδες αυτή την περίοδο, ειδικά σε επίπεδο αποτελεσματικότητας, υπήρξαν οι Περπέρογλου με ποσοστό 46%, καθώς και ο υποτιμημένος Πέτγουει, ο οποίος τη σεζόν 2013 – 14 είχε ποσοστό 44% έξω από τα 6,75!
Όπως φαίνεται στο παραπάνω διάγραμμα, η κατανομή των τριπόντων ήταν πιο ισορροπημένη, σε σχέση με την περίοδο του Ίβκοβιτς, καθώς μετά το Σπανούλη (μερίδιο 22% επί των συνολικών προσπαθειών), υπήρξαν 5 παίκτες που σταθερά απειλούσαν από μακριά. Επίσης τη διετία 2012 – 14 (παρά το σοβαρό τραυματισμό του), αυτός που άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του ήταν ο Μάντζαρης με 42/109 (38,5%). Τελικά, ο Μπαρτζώκας αποχώρησε εν μία νυκτί και παρόλο που η στελέχωση της ομάδας της επόμενης περιόδου, ήταν δική του υπόθεση, ουσιαστικά δεν είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει το έργο του.
Λίγο μετά την έναρξη της σεζόν 2014 – 15, τα ηνία των ερυθρόλευκων ανέλαβε ένας άλλος Έλληνας τεχνικός, με διαφορετική αγωνιστική φιλοσοφία από τον προκάτοχο του. Θιασώτης της άμυνας και του σετ παιχνιδιού, ο Σφαιρόπουλος αποτελούσε άλλο ένα στοίχημα των προέδρων. Κύριο χαρακτηριστικό της 4ετίας του υπήρξε αφενός η εμμονή επιθετικά, σε σημείο εξάρτησης από ένα σημείο και μετά, στο δίπολο Σπανούλη (pick ‘n’ roll) και Πρίντεζη (post) και αφετέρου η επιλογή του τριπόντου και από αυτόν, ως βασικού συστατικού του playbook της ομάδας.
Οι κυριότερες πηγές απειλής από μακριά εκτός από τον «κλασικό» Κιλλ Μπιλ (με 4,85 προσπάθειες κατά μέσο όρο αλλά χαμηλότερο ποσοστό συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, της τάξεως του 31%), ήταν ο Λοτζέσκι (43%), Μάντζαρης, το άλτερ έγκο του υπαρχηγού με ποσοστό 36% και ο Πρίντεζης, ο οποίος βελτίωσε σημαντικά την αποτελεσματικότητά του (35%).
Στην εποχή Σφαιρόπουλου είναι ξεκάθαρος, λοιπόν, ο σημαντικός ρόλος που είχε ο Ελληνικός κορμός, καθώς πέραν των 3 προαναφερθέντων, την τελευταία διετία σημαντικό μερίδιο στην «πίτα» του τριπόντου είχαν και οι Παπανικολάου, Παπαπέτρου. Ωστόσο, ο Σφαιρόπουλος διαβλέποντας ότι η ομάδα κινδύνευε να γίνει προβλέψιμη, προσπάθησε να εντάξει στο rotation με σημαντικό ρόλο, ξένους παίκτες με φαρμακερό σουτ από μακριά, όπως ο Γκριν (ποσοστό 40% σε 3,33 προσπάθειες ανά αγώνα), ο Στρέλνιεκς (38%) και ο Ρόμπερτς (43%).
Επειδή σκοπός της ανάλυσης δεν αποτελεί η κριτική όσον αφορά στη στελέχωση ή σε τεχνικά ζητήματα, αλλά είναι περισσότερο μια στατιστική απεικόνιση, το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την 4ετία, είναι ότι καμιά φορά τα υλικά από μόνα τους δε φτάνουν για να υπηρετήσουν το σκοπό που αποκτήθηκαν. Γιατί είναι εμφανές ότι παρόλο που οι επιλογές ξένων παικτών, ειδικά πέρσι, είχαν ως γνώμονα την αξιοπιστία από τη γραμμή του τριπόντου, το συνολικό ποσοστό της ομάδας ήταν τελικά χαμηλό (33,5%).
Με τον Ολυμπιακό να έχει μείνει 2η σερί σεζόν μακριά από τίτλους, η διοίκηση αποφάσισε να δώσει τα ηνία της ομάδας στον καλύτερο αντικειμενικά διαθέσιμο προπονητή, προσπαθώντας να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Οι προσδοκίες ήταν και είναι υψηλές και παρόλο που η χρονιά μέχρι τώρα δεν εξελίσσεται ιδανικά, η πίστωση χρόνου είναι κάτι που πρέπει να δοθεί. Ωστόσο επί του πρακτέου, οι διαφορές στο επιθετικό κομμάτι σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους δεν είναι μεγάλες.
Ενώ φαινομενικά επιχειρείται ο σταδιακός απογαλακτισμός από το Σπανούλη, τελικά βλέπουμε ότι ο υπαρχηγός παραμένει ο βασικός εκφραστής έξω από τα 6,75 και φέτος με 4,9 προσπάθειες ανά αγώνα και ποσοστό 33,4%, το οποίο είναι το καλύτερο του από τη σεζόν 2014 – 15.
Ωστόσο, εκτός των Σπανούλη και Παπανικολάου (με μερίδιο 37% επί των συνολικών σουτ για 3), αυτή τη χρονιά, σε συνέχεια και της προηγούμενης, έχει αναβαθμιστεί σημαντικά ο ρόλος των ξένων παικτών, καθώς μετά από αυτούς τους 2, τη μερίδα του λέοντος έχουν οι Γουίλιαμς-Γκος, Στρέλνιεκς, Τουπάν και Τίμα (παρά τον περιορισμένο χρόνο του).
Γενικά, όπως προκύπτει από τα τελευταία τρία παιχνίδια που η ομάδα ήταν ιδιαίτερα άστοχη από τη γραμμή του τριπόντου (δεν έχει υπολογιστεί ο αγώνας με την ΤΣΣΚΑ) γνωρίζοντας ισάριθμες ήττες, η εξάρτηση του Ολυμπιακού σε αυτό το στυλ παιχνιδιού παραμένει, παρά τις καλοκαιρινές εξαγγελίες για Princeton Offense, διαρκή κίνηση στην επίθεση και πολύ τρέξιμο. Όσο οι Παπανικολάου, Στρέλνιεκς (με τα εντυπωσιακά ποσοστά 40,5% και 46% αντίστοιχα), αλλά και οι Γκος, Τουπάν (με 35% έκαστος) ήταν «καυτοί» από μακριά, δίνανε έξτρα ώθηση στην ομάδα, όσο η απόδοση τους έπεφτε στα τελευταία παιχνίδια, φάνηκε η πιθανή έλλειψη plan B και οι ερυθρόλευκοι πήραν την κατηφόρα επιθετικά.
Εν κατακλείδι, το τρίποντο κατά πολλούς είναι ευχή και κατάρα… Κατάρα είναι όταν παρόλο που υπάρχουν και άλλες αποτελεσματικές επιλογές επιθετικά (post, pick ‘n’ roll), η ομάδα βασίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό σε αυτό, που δεν αξιοποιεί και τα άλλα επιθετικά της όπλα, μη διαβάζοντας παράλληλα τις αδυναμίες του εκάστοτε αντιπάλου.
Αντίθετα ευχή είναι όταν χρησιμοποιείται σαν πολιορκητικός κριός, για να δημιουργείται το κατάλληλο spacing, ούτως ώστε η ομάδα να εκμεταλλευτεί στο έπακρο και τα υπόλοιπα ατού της. Εν προκειμένω, το να μην υπάρχει το κατάλληλο motion στην επίθεση και πολλές προσπάθειες να είναι πάνω σε άμυνα ή ένας εναντίον ενός μετά από τρίπλα, θα γυρίσει μπούμερανγκ τις βραδιές που οι περισσότεροι παίκτες θα είναι άστοχοι από μακριά. Ενώ αν το τρίποντο είναι ενταγμένο σε ένα επιθετικό πλαίσιο και ξέρεις πότε θα χτυπήσεις με αυτό (δηλαδή την καλή σου μέρα), έχοντας ταυτόχρονα και άλλες σταθερές επιλογές στο playbook, τότε αποτελεί πυρηνικό όπλο.
Άρα στα του Ολυμπιακού, το παράδοξο, ειδικά τη φετινή χρονιά, είναι ότι παρόλο που το ποσοστό στα τρίποντα είναι το υψηλότερο της τελευταίας δεκαετίας, η ομάδα φαίνεται να δυσλειτουργεί και η επιθετική συγκομιδή της στις περισσότερες περιπτώσεις είναι χαμηλή.
Τις πταίει? Σίγουρα ο Μπλατ δεν έχει μαγικό ραβδάκι, αλλά είναι και πολύ έμπειρος για να μην ξέρει το πρόβλημα. Δεν μπορεί ένας προπονητής τέτοιας αξίας να είναι εγκλωβισμένος σε κάτι που είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Και επειδή δε νομίζω ότι ο ίδιος είναι διατεθειμένος να ζήσει και να πεθάνει με το τρίποντο, περιμένουμε όλοι την εφαρμογή εναλλακτικών λύσεων.
ΥΓ. Επειδή είναι της μόδας τα υστερόγραφα, ας γράψω ένα! Θα ήθελα προσωπικά να ευχαριστήσω τον Γιώργο Χαλά, γιατί γνωρίζω ότι αυτό που έχει φτιάξει και συνεχίζει να το μεγαλώνει είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ελπίζουμε όλοι μας να συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό #mexritelous…
Μανώλης Αθανασιάδης