Η καλύτερη κριτική δε γίνεται ποτέ το βράδυ. Πάντα το πρωί. Ειδικά όταν σε ενώνουν συναισθηματικοί δεσμοί με το αντικείμενο που καλείσαι να κριτικάρεις, οτιδήποτε πεις ή γράψεις εν θερμώ θα είναι κατά πάσα πιθανότητα υπερβολή. Ή βλακεία. Ή υπερβολική βλακεία…
Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπερβολή – ή βλακεία ή υπερβολική βλακεία – δεν έχει ώρα. Λειτουργεί 24/7, σαν τα μοτέλ στις αχανείς εθνικές οδούς της Αμερικής. Εκεί, δυστυχώς, δεν υπάρχει γιατρειά.
Έχουμε όλοι μας το δικαίωμα να κριτικάρουμε οτιδήποτε και να εκφέρουμε άποψη για το αν μας αρέσει ή όχι. Ένα φαγητό, μια ταινία, μια γκόμενα, ένας παίκτης. Δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίσταση υπεισέρχεται ο προσωπικός παράγοντας, το γούστο δηλαδή, περί ορέξεως λόγος ουδείς.
Το φαγητό που σου φάνηκε εσένα αρμυρό, για μένα είναι τέλειο. Η ταινία που εσένα σε συγκίνησε, εμένα με έκανε να ξινίζω τα μούτρα μου. Η γκόμενα που σε συγκλόνισε, εμένα μου φαίνεται δευτεράντζα και δεν έμπαινα με τίποτα. Ο παίκτης που σε κάνει να βγάζεις φλύκταινες, για μένα είναι υπερπολύτιμος και δεν πρέπει να βγαίνει από την ενδεκάδα. Και πάει λέγοντας.
Όλα καλά ως εδώ. Εκείνο που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε είναι πως η κριτική γίνεται πάντοτε εκ του αποτελέσματος. Άρα, εκ του ασφαλούς. Και εννοείται πως στην κριτική υπάρχουν και όρια, τα οποία τοποθετούνται εκεί ακριβώς όπου τελειώνουν οι όποιες γνώσεις σου και αρχίζει το authority του ειδικού…
Μπορεί να πάει η κυρα-Μαριγώ ή ο κυρ-Θανάσης στο εστιατόριο του Λευτέρη Λαζάρου και να φάει κάτι που δεν της/του αρέσει. Είπαμε, γούστα είναι αυτά και πρέπει να πάντοτε να γίνονται σεβαστά, όσο εξοργιστικά κι αν ακούγονται. Τι δε νομιμοποιείται να κάνει η κυρα-Μαριγώ και ο κυρ-Θανάσης; Να πάνε σε έναν αναγνωρισμένο σεφ και να του κάνουν υποδείξεις για το πως πρέπει να μαγειρεύει ο ίδιος και η ομάδα των συνεργατών του.
Σας φαίνεται εξωπραγματικό το παράδειγμά μου; Αν ναι, σκεφτείτε ξανά και πείτε μου πόσο λιγότερο εξωπραγματικό είναι να ακούς και να διαβάζεις γνώμες που κάνουν υποδείξεις σε έναν επαγγελματία προπονητή επιπέδου Europa League ή Ευρωλίγκας. Να κινούνται οι τεχνικές – αλλά και ουσιαστικές – γνώσεις σου σε επίπεδο καφενείου και παρ’ όλα αυτά να λες «παιδιά, εμένα θ’ ακούτε. Στην μπάλα πρέπει να παίζουμε 4-4-2 με τον Λάκη παρτενέρ του Σάκη και στο διχτυωτό πικ εν ρολ με Τζακ και Τζίμι». Και όταν τελειώνει η ανάλυση να φωνάζεις «ψιτ, μάστορα, πιάσε κι ένα καρτούτσο στο 12»…
Ο οπαδός εν προκειμένω έχει ένα σωρό άλλοθι και ελαφρυντικά. Ο επαγγελματίας δημοσιογράφος όμως, κανένα. Μέχρι ενός βαθμού μπορείς να προσεγγίσεις τακτικά κάποιες επιλογές και να αποφανθείς αν απέδωσαν ή όχι. Είναι ξεκάθαρο εξάλλου πως σε ένα ματς δε γίνεται να υπάρξουν δυο νικητές, είτε σε ουσία είτε έστω σε εντυπώσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως τα πλάνα του ενός απέδωσαν καλύτερα από εκείνα του αντιπάλου του.
Το πράγμα ξεφεύγει όταν για οποιονδήποτε λόγο νομίζεις ότι κατέχεις έστω και κατά 1% τη γνώση ή την εμπειρία για να κάνεις υποδείξεις. Ναι, υπάρχουν δουλειές που «άμα βλέπεις τις μαθαίνεις», όπως έλεγε και ο Βέγγος όταν του προτάθηκε η θέση του βοηθού σε φαρμακείο. Ακόμα και σε αυτές όμως, όσο κι αν βλέπεις δεν έχει καμία σημασία αν δεν μπεις στη διαδικασία να τις εφαρμόσεις.
Στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στον αθλητισμό γενικότερα, τα παραπάνω ισχύουν σε υπερθετικό βαθμό. Και πτυχίο προπονητικής να διαθέτει ένας δημοσιογράφος, και να έχει υπάρξει προπονητής στα Σούρμενα, στα Ταταύλα ή στους Τράχωνες, δε διαθέτει ούτε το 1% που έγραψα προηγουμένως. Ας είναι μέγας γνώστης, ας έχει το… κληρονομικό χάρισμα, το «εμένα θ’ ακούς» θα έπρεπε να αποτελεί ποινικά κολάσιμο αδίκημα.
Γιατί όσες γνώσεις κι αν έχεις ρε αδερφέ, είναι δεδομένο πως δεν κλήθηκες ποτέ να τις εφαρμόσεις σε υψηλό επίπεδο και να έχεις τον κάθε φίτσουλα να σου κάνει τον πονηρό. Ακριβώς όπως τον κάνεις εσύ δηλαδή και ακριβώς όπως χαλιέσαι και μορφάζεις όταν ακούς τον ταξιτζή, τον ψαρά ή τον βουλευτή να μιλάνε για το «αντικείμενό» σου.
Είναι αυταπόδεικτο πως ο Μαρτίνς έχει κάνει λάθη, το ίδιο και ο Μπλατ. Κάποιες φορές υπάρχουν περισσότερα περιθώρια για λάθη από κάποιες άλλες. Ανάλογα με τη γνώση και την αντίληψη που έχει ο καθένας, μπορεί να επισημάνει τι δε λειτούργησε σωστά. Εκεί που μπερδεύεται το πράγμα είναι όταν η κριτική διατυπώνεται με ύφος «κάνε στην άκρη να σου δείξω». Είπαμε, σε αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε να επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας. Ή ο ψυχίατρος…
ΥΓ. Προσπαθήστε λίγο να μπείτε στη θέση ενός προπονητή που είδε τον έναν από τους δυο καλύτερους παίκτες του να βγαίνει νοκ άουτ ενόψει των τεσσάρων πιο κρίσιμων αγώνων της σεζόν. Ακριβώς όπως συνέβη με την περίπτωση του Ομάρ που τραυματίστηκε πριν από είκοσι μέρες, βάζοντας σε περιπέτειες τόσο την αμυντική, όσο και την επιθετική λειτουργία στα δεξιά.
Ή απλώς σκεφτείτε ότι είστε ο Μπλατ και ότι καλείστε να διαχειριστείτε την αναστάτωση που προκαλεί μια υπόθεση σαν αυτήν της διαρροής του ηχητικού του Πρίντεζη. Μπορεί ο πολύς κόσμος να το έμαθε όταν δημοσιεύτηκε, ωστόσο οι Πειραιώτες γνώριζαν ότι το ηχητικό «ξέφυγε» σχεδόν τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Πλέον, γνωρίζουν και πως διέρρευσε και δεν είναι ακριβώς αυτό που σκέφτηκαν όλοι στην αρχή. Προσεχώς…
ΥΓ.2 Το φόντο της βασικής φωτογραφίας προέρχεται από το καφενείο – μπακάλικο του Γιάννη Πιτσουλάκη στην Επισκοπή Ηρακλείου…