Οι νεκροί από το φονικό τσουνάμι που έπληξε το βράδυ του Σαββάτου την Ινδονησία έχουν φτάσει τους 281 και δυστυχώς ούτε αυτός ο αριθμός φαίνεται να είναι ο τελικός. Ο προηγούμενος απολογισμός ήταν 222 νεκροί, όμως οι αριθμοί αυξάνονται, καθώς οι διασώστες φτάνουν σε πιο απομονωμένες περιοχές, όπου δεν είχαν καταφέρει να προσεγγίσουν τις πρώτες ώρες, λόγω των αποκλεισμένων από τα χαλάσματα δρόμων.
«Ο αριθμός των θυμάτων θα συνεχίσει να αυξάνεται, όπως και ο απολογισμός των ζημιών», προειδοποίησε ο Σουτόπο Πούρβο Νουγκρόχο, ο εκπρόσωπος της υπηρεσίας, διευκρινίζοντας πως 57 άνθρωποι παραμένουν ακόμη αγνοούμενοι.
Μεταξύ των περιοχών που επλήγησαν από την καταστροφή είναι οικισμοί και τουριστικές περιοχές κατά μήκος ορισμένων ακτών στις: Τανγιούνγκ Λεσούνγκ, Σούμουρ, Τελούκ Λάντα, Πενιμπάνγκ και Καρίτα.
Το τσουνάμι προκάλεσε υποθαλάσσια κατολίσθηση που προκλήθηκε από την έκρηξη του ηφαιστείου Ανάκ Κρακατόα («το Παιδί του Κρακατόα»), δήλωσαν αξιωματούχοι.
Οι κοινότητες των μικρών νήσων του Σοντ ενδέχεται να έχουν πληγεί περισσότερο από το τσουνάμι, σύμφωνα με τη ΜΚΟ Oxfam.
Αρχικά, οι αρχές ανακοίνωσαν ότι δεν επρόκειτο για ένα τσουνάμι, αλλά για μια πλημμυρίδα και κάλεσαν τον πληθυσμό να μην πανικοβληθεί.
«Ήταν λάθος, εκφράζουμε τη λύπη μας», παραδέχθηκε κατόπιν ο Νουγκρόχο.
Καθώς έπεσε η νύχτα, οι προσπάθειες των σωστικών συνεργείων συνεχίστηκαν για τον εντοπισμό των αγνοουμένων κάτω από τα συντρίμμια, όμως οι διασώστες και τα ασθενοφόρα δυσκολεύονται να φθάσουν στις πληγείσες περιοχές, καθώς οι δρόμοι έχουν αποκλειστεί από χαλάσματα, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και πεσμένα δέντρα.
Στις εικόνες που μετέδωσαν τηλεοπτικά δίκτυα καταγράφονται τα πρώτα δευτερόλεπτα αφότου το τσουνάμι χτυπάει την παραλία και κατοικημένες περιοχές στο Παντεγκλάνγκ στην Ιάβα, παρασύροντας ανθρώπους, συντρίμμια και μεγάλα κομμάτια μετάλλου και ξύλου.
Οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών ανέφεραν ότι δεν είδαν ούτε ένιωσαν οποιοδήποτε προειδοποιητικό σημάδι χθες το βράδυ, όπως μια σεισμική δόνηση, προτού κύματα ύψους 2-3 μέτρων σαρώσουν την περιοχή, σύμφωνα με τα ΜΜΕ.
Τα τσουνάμι που προκαλούνται από ηφαιστειακές εκρήξεις, οι οποίες προκαλούν μετατόπιση νερού, είναι σχετικά σπάνια.
Σε αντίθεση με τα κύματα που προκαλούνται από τους σεισμούς, η εγγύτητα του ηφαιστείου με τις ακτές έδωσε ελάχιστο χρόνο στις αρχές να αντιδράσουν, εξηγεί ο καθηγητής Ντέιβιντ Ρότερι από το Open University (Βρετανία).
«Τα ειδικά εργαλεία για την καταγραφή των τσουνάμι εγκαθίστανται με τρόπο που να ανιχνεύουν τα τσουνάμι που προκαλούνται από τις σεισμικές δονήσεις μεταξύ των τεκτονικών πλακών» σημείωσε ο επιστήμονας.
«Ακόμα κι αν υπήρχε ένα τέτοιο μέσο κοντά στο Ανάκ Κρακατόα, το ηφαίστειο είναι τόσο κοντά στις ακτές που ο συναγερμός έδωσε ελάχιστο χρόνο στις αρχές να αντιδράσουν, δεδομένης της ταχύτητας με την οποία τα κύματα κινήθηκαν».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ανατολική ακτή το τσουνάμι έφτασε σε μόλις 10 λεπτά, ενώ χρειάστηκε μία ώρα για να φτάσει στη δυτική.
Μάλιστα, σύμφωνα με επιστήμονες λεπτά πριν το τσουνάμι χτυπήσει τις ινδονησιακές ακτές ένα μεγάλο κομμάτι της νότιας πλευράς του ηφαιστειογενούς νησιού Ανάκ Κρακατόα βυθίστηκε στον ωκεανό, με αποτέλεσμα να προκληθούν τα φονικά κύματα.
Οι επιστήμονες επικαλέστηκαν και εικόνες από τον δορυφόρο Sentinel-1 της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας. «Η επικρατέστερη θεωρία είναι αυτή της υποβρύχιας κατολίσθησης», δήλωσε ο Σαμ Τέιλορ Οφορντ, σεισμολόγος στο Ουέλινγκτον. «Οταν ένα κομμάτι στεριάς καταλήγει στον ωκεανό μετατοπίζει την επιφάνεια της θάλασσας προκαλώντας το τσουνάμι», πρόσθεσε.
Mάλιστα, όσο το ηφαίστειο συνεχίζει να βρυχάται, το ενδεχόμενο για ένα νέο τσουνάμι είναι πάντα πιθανό.