Οχτώ χρόνια μετά τον χαμένο τελικό της Ρώμης, η Περούτζια πέτυχε επιτέλους τον, μέχρι πριν μερικά 24ωρα, ανεκπλήρωτο στόχο της και ανέβηκε στην κορυφή της Ευρώπης. Το CEV Champions League παρέμεινε σε ιταλικά χέρια αλλά άλλαξε κάτοχο: και όπως κι αν το δει κανείς, αλλιώς είναι να το κατακτά η Τρεντίνο με συγκεκριμένη φιλοσοφία και παίκτες που εξελίχθηκαν όντας «αντι-σταρ» (εξαιρείται ο Μικελέτο) κι αλλιώς έναν χρόνο μετά η Περούτζια των πολλών εκατομμυρίων και των έτοιμων, σπουδαίων αθλητών σε όλες τις θέσεις.
Από το 2017 που η Περούτζια βρέθηκε για πρώτη φορά σε τελικό Champions League άλλαξαν πολλά. Το μόνο που δεν άλλαξε είναι η διάθεση για σπατάλη πολλών χρημάτων μέχρι να έρθει η στιγμή που θα επιτευχθεί ο στόχος.
Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δέκα τίτλοι που έχει κατακτήσει, καταγράφηκαν σε αυτή την οχταετία. Κολάτσι, Πιτσινέλι, Ρούσο, Σολέ, Πλοτνίτσκι, έγιναν οι πρώτοι του νέου κορμού μέχρι να αποχωρήσει για τα καλά η παλιά φρουρά (Ατανασίεβιτς, Ζάιτσεφ, Λεόν) και μετά τη σεζόν του κορωνοϊού άρχισαν να προστίθενται τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια.
Η ιταλική ομάδα πλήρωσε για να κάνει δικούς της τον Σεμένιουκ από τη Ζάκσα, τον Τζιανέλι από την Τρεντίνο και περίμενε τη στιγμή για να εντάξει στο δυναμικό της και τον Ιάπωνα σούπερ σταρ Γιούκι Ισικάγουα από τη Μιλάνο.
Όλοι αυτοί, μαζί με παίκτες-εργαλεία όπως ο διαγώνιος Μπεν Ταρά και ο κεντρικός Λόσερ, συνέθεσαν ένα σύνολο που μπορεί να μην κυριάρχησε κατακτώντας όλα τα τρόπαια στην Ιταλία, αλλά προκάλεσε φόβο σε όποιον θα έμπαινε στον δρόμο της και έκανε τους πάντες να αισθάνεται πως αργά ή γρήγορα θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου.
Και πώς να μην έρθει όταν – αφήνοντας στην άκρη τους βασικούς – μια τέτοια ομάδα έχει για τρίτο (!) ακραίο τον Σεμένιουκ που κατέκτησε ως πρωταγωνιστής το Champions League με τη Ζάκσα;
«Νιώθω πολύ πεινασμένος στα 40 μου. Κάθε χρόνο κερδίζουμε από κάτι και καταλαβαίνω ότι για πολλούς δεν σημαίνει κάτι, αλλά εμείς κάναμε κι από ένα μικρό βήμα. Επιτέλους, το καταφέραμε», δήλωσε ο συγκινημένος Κολάτσι που το λέει ακόμα η καρδιά του κι ας μην έκανε την καλύτερη χρονιά του ως βασικός λίμπερο των νέων πρωταθλητών Ευρώπης.
Η υποδοχή δεν ήταν η καλύτερη παρότι ο Ισικάγουα είναι… μανούλα στην πρώτη μπάλα, ωστόσο η Περούτζια ήταν ανώτερη και σίγουρα πιο έτοιμη να κατακτήσει το τρόπαιο. Κι αφού πέρασε εύκολα τον σκόπελο της Χάλκμπανκ στον ημιτελικό, εύκολα ή δύσκολα – όπως συνέβη τελικά – θα κέρδιζε στον τελικό.
Ειδικά, από τη στιγμή που βρήκε απέναντί της την εξουθενωμένη Ζαβιέρτσιε (τραγική η απόφαση της CEV να βάλει με μια μέρα διαφορά τους ημιτελικούς) που έπαιξε χωρίς τον έναν της κεντρικό και με τον διαγώνιο φανερά ανέτοιμο από τον τραυματισμό του.
Ο (κορυφαίος ακραίος της διοργάνωσης) Πλοτνίτσκι σήκωσε βάρος στους ώμους του με τελειωμένες ψηλές μπάλες ειδικά στο τάι μπρέικ, ο Μπεν Ταρά πυροβολούσε από το σερβίς και ο Ισικάγουα ήταν εκεί για να βγάλει μεγάλες άμυνες και να δώσει κόντρα μπάλες στους συμπαίκτες του, συμμετέχοντας ενεργά και στο μπλοκ. Ο Τζιανέλι με εξαίρεση το κέντρο, έπαιξε φανταστικά με τους περιφερειακούς του και ειδικά με τον διαγώνιο που τον έβγαζε κάποιες φορές ακόμα και χωρίς μπλοκ στη γρήγορη μπάλα.
Ο Ιταλός πασαδόρος έχει αναδειχθεί MVP πλέον σε κάθε μεγάλη διοργάνωση που έχει παίξει και έχει κατακτήσει και το μόνο που του λείπει είναι ένα χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο. Ακόμα δεν έχει κλείσει τα 29 του και παίζει σαν να κουβαλά εμπειρία από προηγούμενες ζωές στις πλάτες του. Με καλή ή με κακή υποδοχή δεν έχει σημασία, για τον Τζιανέλι η πάσα είναι το ίδιο και το αυτό. Ηγέτης.
Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι σε 5ο σετ τελικού Champions League η επίθεση άγγιξε το 50% χωρίς λάθος ή μπλοκ από τους Πολωνούς σε 20 προσπάθειες.
Για την Περούτζια το δύσκολο κομμάτι παραμένει να διατηρήσει αυτό το επίπεδο και να επιμένει σε αυτόν τον κορμό. Να μην ακυρώσει ό,τι έχει καταφέρει και να συνεχίσει να στηρίζει τον Άντζελο Λορεντσέτι, που είχε τέσσερις χαμένους τελικούς μέσα σε μια εικοσαετία. Η δικαίωση άργησε, αλλά ήρθε και για αυτόν τον σπουδαίο προπονητή που πλέον έχει πάρει τα πάντα.
Την ίδια υπομονή για «δικαίωση» θα χρειαστεί να έχει και ο Μίχαλ Βινιάρσκι, ο κορυφαίος προπονητής της γενιάς του. Ο 42χρονος κόουτς της Ζαβιέρτσιε (και της εθνικής Γερμανίας) έβαλε στον πολωνικό χάρτη – και κατ’ επέκταση στο κορυφαίο ευρωπαϊκό επίπεδο – μια ομάδα με λίγα χρόνια ζωής στη μεγάλη κατηγορία της χώρας του, την οδήγησε σε δύο σερί τελικούς πρωταθλήματος και της χάρισε και τα δύο πρώτα εγχώρια τρόπαια.

Οι Πολωνοί βρέθηκαν ένα σετ μακριά από την απόλυτη υπέρβαση σε μια πολύ δύσκολη χρονιά όπου κλήθηκαν να διαχειριστούν κομβικούς τραυματισμούς στα κρίσιμα παιχνίδια κι όμως έπαιξαν εξαιρετικό βόλεϊ φτάνοντας ως το τέλος της διαδρομής αήττητοι και μια ανάσα από το τρόπαιο. Πιθανότατα, η ιστορία να είχε γραφτεί αλλιώς αν ο Μπούτριν ήταν στο 100%.
Ο Βινιάρσκι, πάντως, πέρα από τις σωστές αλλαγές, τα έξυπνα τάιμ άουτ και την ηρεμία που έχει στο κοουτσάρισμα, μετέτρεψε ρολίστες όπως ο Λάμπα σε παίκτες που αισθάνονται πως είναι έτοιμοι να προσφέρουν όποτε χρειαστεί, όπως συνέβη στον ημιτελικό με τη Γιαστρέμπσκι. Γενικότερα, έχει φτιάξει μια fun to watch ομάδα που σβήνει από τη μνήμη της κάθε κερδισμένο ή χαμένο σετ, σαν να μην έγινε ποτέ. Δεν τη βλέπεις να καταρρέει κι αυτό είναι αποτέλεσμα (και) σωστής διαχείρισης. Αυτό κι αν είναι τεράστια επιτυχία για έναν νέο προπονητή, τον προπονητή της χρονιάς στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση.