Με την πρόκριση στους ομίλους του CEV Champions League να έχει επιτευχθεί για ακόμα μια χρονιά, ο Ολυμπιακός στοχεύει σε μια πορεία καλύτερη από την περυσινή όπου κατά γενική ομολογία έπεσε στον δυσκολότερο όμιλο και παρόλα αυτά έκανε καλές εμφανίσεις και εξασφάλισε την τρίτη θέση.
Φέτος, στα χαρτιά τα πράγματα μοιάζουν καλύτερα. Οι Ερυθρόλευκοι διαθέτουν ένα αρκετά πιο έμπειρο και ισορροπημένο ρόστερ για να διαχειριστούν ομάδες σαν τη Μόντσα, τη Φενέρμπαχτσε και την Γκίζεν.
Το ταξίδι ξεκινά από την Ιταλία το βράδυ της Πέμπτης (14/11, 21:00) και η πρεμιέρα απέναντι στη Μόντσα είναι το θεωρητικά πιο δύσκολο παιχνίδι του ομίλου.
Η περυσινή φιναλίστ σε πρωτάθλημα και κύπελλο Ιταλίας αλλά και του Challenge Cup μπορεί να μην κατέκτησε πέρυσι κάποιο τίτλο, ωστόσο έπαιξε εκπληκτικό βόλεϊ, έκανε τεράστιες εκπλήξεις και πανηγύρισε μεγάλα αποτελέσματα, με ένα ρόστερ όμως που άλλαξε άρδην το καλοκαίρι.
Ο Μάσιμο Έκελι γνώριζε από πολύ νωρίς πως τα περισσότερα αστέρια της ομάδας του θα αποχωρήσουν και θα έπρεπε εξ αρχής να φτιάξει ένα νέο σύνολο με ελάχιστες σταθερές στον κορμό του.
Ο Τακαχάσι επέστρεψε στην Ιαπωνία, ο Λέπκι έκανε το step up και πήγε στη Λούμπε, ο Μαρ και ο Γκαλάσι έφυγαν πακέτο για την Πιατσέντσα. Η Μόντσα αποδυναμώθηκε και στην υποδοχή και στην επίθεση: Για παράδειγμα, ο Μαρ έπαιζε πολύ και ως διαγώνιος και όντας πρωτίστως ακραίος, έκανε δουλειά και στην υποδοχή με αποτέλεσμα η πρώτη μπάλα να είναι ιδιαίτερα ποιοτική.
Το σημαντικότερο είναι πως η Μόντσα μοιάζει να έχασε σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα και τη μαχητικότητα που τη διέκρινε ως ομάδα και την οδήγησε σε μεγάλες νίκες και διαδοχικές υπερβάσεις (όπως όταν απέκλεισε με μειονέκτημα έδρας τη Λούμπε και την Τρεντίνο για να προκριθεί στους τελικούς του πρωταθλήματος).
Το ξεκίνημα της φετινής σεζόν την έχει βρει σε πολύ άσχημη κατάσταση, ούσα 11η στη βαθμολογία, με μόλις δύο νίκες (αμφότερες με 3-2). Η μία εκτός έδρας στην πρεμιέρα απέναντι στη νεοφώτιστη Γκροτατζολίνα και η άλλη εντός απέναντι στην Ταράντο.
Αρκετοί τραυματισμοί, προβλήματα ομοιογένειας, περίεργα σχήματα και αρκετές αλχημείες σε βαθμό που μπερδεύεται σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και η ίδια! Δεν είναι τυχαίο πως ανά παιχνίδι παρατάσσεται με διαφορετικό δίδυμο ακραίων και μόνο στα τελευταία μοιάζει να έχει κατασταλάξει στον Ιβάν Ζάιτσεφ που είναι ο ένας βασικός.
Ο 36χρονος Ιταλός κρέμασε τα παπούτσια του το καλοκαίρι και έστρεψε το βλέμμα στην άμμο με στόχο να εκπροσωπήσει τη χώρα του στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στέφθηκε πρωταθλητής και τελικά έδωσε παράταση στο «αντίο» του αφού η Μόντσα τον έπεισε να υπογράψει ως το τέλος της σεζόν με στόχο να καλύψει το κενό του Οσμάνι Χουαντορένα που είναι 39 και ταλαιπωρείται από προβλήματα στον ώμο (δεν θα αγωνιστεί απέναντι στον Ολυμπιακό το βράδυ της Πέμπτης).
Αν και το ξεκίνημα (πριν από περίπου τρεις εβδομάδες) ήταν κάπως μέτριο, ο Ζάιτσεφ βρίσκει σταδιακά τη φόρμα του με καλύτερη υποδοχή (όχι το ίδιο καλός ως τώρα στην επίθεση όπου καρφώνει από το “2” και το “4”) και παλεύει να βρει ρυθμό στο σερβίς: όπως και όλη η Μόντσα που έχει 1 άσο/σετ.
Δίπλα στον Ιταλό πότε αγωνίζεται ο Φινλανδός Λούκα Μαρτίλα που είναι ο πιο ισορροπημένος ακραίος με την πιο αξιόπιστη υποδοχή και τα πιο καλά ποσοστά στην επίθεση. Υπολείπεται σε εμπειρία αλλά ο Έκελι μοιάζει να τον εμπιστεύεται περισσότερο συγκριτικά με τον Γερμανό Έρικ Ρερς που επίσης δεν θεωρείται αρκετά έμπειρος (έκανε μια φανταστική χρονιά με τη Λίνεμπουργκ) και αντιμετωπίζει σοβαρά θέματα στην υποδοχή.
Όλο το παιχνίδι της Μόντσα στηρίζεται στον Άρτουρ Σβαρτς (βασικός διαγώνιος της εθνικής Καναδά), ο οποίος έμεινε στην ομάδα με αναβαθμισμένο ρόλο και είναι ο καλύτερος επιθετικός με περίπου 17 πόντους μέσο όρο και 50% στην επίθεση. Οι παίκτες του Μάσιμο Έκελι έχουν 46,6% σε αυτόν τον τομέα και είναι η 4η χειρότερη επίθεση – σε σύνολο 12 ομάδων – στο πρωτάθλημα, δείγμα του πόσο άσχημα έχουν ξεκινήσει.
Και προφανώς όλο αυτό ξεκινάει από την κακή πρώτη μπάλα. Η Μόντσα έχει την ευλογία να διαθέτει έναν από τους κορυφαίους πασαδόρους στον κόσμο που αναγκάζεται να φεύγει πολύ πίσω από τα τρία μέτρα για να μοιράσει το παιχνίδι στα άκρα και είναι αναγκασμένος να παίζει λιγότερο με το κέντρο.
Ο Κατσόπα, βασικός πασαδόρος της εθνικής Βραζιλίας μετά το αντίο του Μπρούνο, στην καλή υποδοχή παίζει εκπληκτικά τη γρήγορη μπάλα παρά το ύψος του (1,85μ.) ενώ είναι και εξαιρετικός στην άμυνα.
Για να έχει την ευχέρεια ο Ολυμπιακός να στήσει καλά το μπλοκ του και να έχει ελπίδες για αποτέλεσμα, πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσει τον Βραζιλιάνο μακριά από το πεδίο δράσης του ώστε να μην παίξει καθόλου από το “3” με Ντι Μαρτίνο και Μπερέτα ή Άβεριλ (ο διεθνής Αμερικανός κεντρικός προορίζεται κυρίως για τα ευρωπαϊκά παιχνίδια και είναι φωτιά σε επίθεση και σερβίς) και να τον υποχρεώσει να φορτώσει τον Σβαρτς και τον Ζάιτσεφ που η ομάδα του Αντρέα Γκαρντίνι θα προσπαθήσει να περιορίσει.
Οι Ερυθρόλευκοι βρίσκουν σε κακό φεγγάρι την ιταλική ομάδα χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα πάρουν τη νίκη: η παράδοση άλλωστε πάντα είναι υπέρ των ιταλικών συλλόγων αφού το επίπεδο είναι διαφορετικό και κάθε αγωνιστική δοκιμάζονται στο κορυφαίο επίπεδο και οι αδυναμίες φαίνονται πιο έντονα. Τα αρνητικά αποτελέσματα της Μόντσα εν πολλοίς οφείλονται στις αλλαγές της και μένει να δούμε πώς θα ανταποκριθεί στην πρώτη πολύ άσχημη περίοδο που βιώνει μετά από χρόνια.
Ο Ολυμπιακός, από την άλλη, έχει μια ομάδα με μεγάλη εμπειρία σε παίκτες και πάγκο, ξέρει ποια πώς είναι αυτά τα παιχνίδια και ζει για αυτά. Η ευκαιρία για μια καλή πορεία του ανοίγεται και σίγουρα μια καλή εμφάνιση (όπως είχε κάνει στην αντίστοιχη πρεμιέρα πέρυσι απέναντι στη Ζάκσα στην Πολωνία) θα του αυξήσει τις πιθανότητες να πάρει ένα αποτέλεσμα στην Ιταλία: με πλάνο, πίεση και σωστή οργάνωση στην ανάπτυξη μα κυρίως στο μπλοκ άμυνα.