Mε το χέρι του χαράσσει τη νοητή πορεία της φωτιάς. Δείχνει πώς κινήθηκε απειλητικά προς το 414 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, πού ανακόπηκε από τις ρίψεις ελικοπτέρων το πρωί της 12ης Αυγούστου και πού ξαναφούντωσε αφού εκείνα αποσύρθηκαν. Με τη βοήθεια μιας δημοτικής υδροφόρας λέει ότι κατάφερε να γλιτώσει το δικό του σπίτι, σε έναν χωματόδρομο κοντά στην οδό Φρυγίας, στη Νέα Πεντέλη. «Το έχτιζα τούβλο τούβλο. Δεν θα το άφηνα», τονίζει. Η φωτιά όμως κατέβηκε έπειτα με ορμή, χώθηκε σε ρεματιές, σάρωσε ένα αναδασωμένο κομμάτι και συνέχισε την καταστροφική πορεία της ακάθεκτη σταματώντας στη λεωφόρο Αναπαύσεως, στο Πάτημα Χαλανδρίου, μέσα στην πόλη.
Ο Βλαδίμηρος –συστήνεται μόνο με το μικρό του όνομα– θυμάται ότι υπήρχαν πυροσβεστικά οχήματα παρατεταγμένα στον χωματόδρομο πιο ψηλά και απέναντι από το σπίτι του, περιμένοντας εκεί τη φωτιά. Οπως περιγράφει, όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μόλις οι φλόγες κατηφόρισαν από το βουνό έχοντας αναπτύξει μεγάλη δυναμική. «Πώς οδηγείς στην Eθνική και περνάει δίπλα σου κάποιος με 160 χλμ.; Ετσι πήγαινε η φωτιά», λέει.
Υπάρχουν και άλλες συγκλίνουσες μαρτυρίες για το πώς αυτή η αναζωπύρωση οδήγησε την πυρκαγιά μέσα στον αστικό ιστό, 24 ώρες μετά την έναρξή της. Οπως εκείνη του Παναγιώτη Σιούλα, ο οποίος έχει μια επιχείρηση με μηχανήματα έργου στην ίδια περιοχή. Τη Δευτέρα είχε προσπαθήσει να ανοίξει με έναν φορτωτή δύο αντιπυρικές ζώνες, μία εξ αυτών για να εισέλθουν με την όπισθεν τα οχήματα της Πυροσβεστικής και να στήσουν εγκατάσταση. Και αυτός περιγράφει ότι η φωτιά φαινόταν να έχει σταματήσει, ψηλότερα στο βουνό, όταν αποχώρησαν τα εναέρια μέσα. Μπορεί να χρειάστηκαν ανεφοδιασμό, ή να κρίθηκε ότι έπρεπε να συνδράμουν σε κάποιο άλλο ενεργό μέτωπο, καθώς η πυρκαγιά είχε απλωθεί σε μια περίμετρο δεκάδων χιλιομέτρων.
Η απειλή όμως εκεί δεν είχε εξαλειφθεί. «Εγινε η αναζωπύρωση και η φωτιά έφυγε προς τα κάτω, αντί να την πιάσουν εκεί. Ηταν λάθος εκτίμηση», υποστηρίζει ο κ. Σιούλας.
Μιλώντας με κατοίκους και αυτόπτες μάρτυρες, καθώς και νυν και πρώην στελέχη της Πυροσβεστικής, η «Κ» επιχειρεί να ανιχνεύσει τι συνέβη κατά τις 40 κρίσιμες ώρες του συναγερμού στη Βορειοανατολική Αττική. Πώς επέδρασαν οι συνθήκες και ποια ήταν τα πιθανά κενά στην επιχειρησιακή κινητοποίηση; Πώς μια φωτιά που ξεκίνησε στον Βαρνάβα, ακολούθησε παρόμοια διαδρομή με αντίστοιχη πυρκαγιά πριν από 15 χρόνια, κάλυψε 100.000 στρέμματα και κατάφερε να μπει στον αστικό ιστό, όπου μια γυναίκα έχασε τη ζωή της;
Η διάσπαση
Στελέχη της Πυροσβεστικής που μίλησαν στην «Κ», σημειώνουν ότι παρά την επιτυχημένη διαχείριση άλλων πυρκαγιών στους μήνες που είχαν προηγηθεί, αυτή ήταν από τις πρώτες φορές φέτος που κλήθηκαν να διαχειριστούν τουλάχιστον δύο σημαντικά παράλληλα συμβάντα στην Αττική. Μισή ώρα νωρίτερα στις 11 Αυγούστου είχε προηγηθεί η εκδήλωση άλλης πυρκαγιάς στην περιοχή Αιγειρούσες των Μεγάρων, στην οποία επίσης απειλούνταν σπίτια. Εκ των πραγμάτων προέκυψε διάσπαση δυνάμεων. Είναι ενδεικτικό ότι όπως αναφέρθηκε στην «Κ», τουλάχιστον μία ομάδα δασοκομάντος είχε φτάσει σε εκείνο το περιστατικό, όταν της ζητήθηκε να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς Βαρνάβα.
Το δόγμα δασοπυρόσβεσης φέτος εστιάζει στην πρώτη προσβολή της φωτιάς και προτάσσει την άμεση κινητοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων εναερίων και επίγειων μέσων. Σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες και στελέχη της Πολιτικής Προστασίας, το επιχειρησιακό δόγμα εφαρμόστηκε και σε αυτή την περίπτωση.
Η φωτιά εντοπίστηκε από drone στις 15.02 και το πρώτο εναέριο μέσο που πραγματοποιούσε έμφορτη περιπολία έκανε ρίψη νερού πέντε λεπτά αργότερα. Ο υπουργός Πολιτικής Προστασίας Βασίλης Κικίλιας δήλωσε ότι τα πρώτα οχήματα έφτασαν στο σημείο επτά λεπτά μετά τον εντοπισμό της φωτιάς. Ωστόσο, δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό τι ακολούθησε μετά την πρώτη ρίψη νερού, εάν και πότε άλλα εναέρια μέσα προσέγγισαν την περιοχή.
Η φωτιά φέρεται να ξεκίνησε πλάι από το σπίτι του Δημήτρη Ζουμπουλάκη, με πιθανή αιτία το βραχυκύκλωμα σε κολόνα ηλεκτροδότησης. Εχουν συλλεχθεί τεκμήρια από τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού και η υπόθεση ερευνάται από πραγματογνώμονες. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που εξετάζεται η συσχέτιση μιας μεγάλης πυρκαγιάς με το δίκτυο ηλεκτροδότησης. Και πρόσφατα, το 2021 στη Βαρυμπόμπη, σε πόρισμα της Πυροσβεστικής αναφέρεται ότι η πυρκαγιά είχε ξεκινήσει από πυλώνα υψηλής τάσης.
Οπως λέει στην «Κ» ο κ. Ζουμπουλάκης, η φωτιά στον Βαρνάβα πρέπει να είχε αρχίσει κάποια λεπτά νωρίτερα προτού γίνει αντιληπτή από το drone και τον ίδιο, καθώς φέρεται να είχε ήδη προχωρήσει στα 100 μέτρα. Σύμφωνα με την περιγραφή του, όταν έφτασε το πρώτο πυροσβεστικό επιχείρησε να γλιτώσει ένα γειτονικό σπίτι, περίπου 200 μέτρα πιο μακριά, καθώς η φωτιά κατευθυνόταν προς τη μάντρα του. Οπως αναφέρει ο κ. Ζουμπουλάκης, οι φλόγες ξέφυγαν από την άλλη πλευρά σε ξερόχορτα και θάμνους και η φωτιά προχώρησε.
Σύμφωνα με καταγραφή του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, οι καμένες εκτάσεις του 2009 και του 2024 στη Βορειοανατολική Αττική παρουσιάζουν αλληλοεπικάλυψη σε ποσοστό 60%. Αυτό σημαίνει ότι ένα αναγεννημένο δάσος κάηκε ξανά.
Πυροσβέστης που επιχείρησε στον Βαρνάβα αναφέρει στην «Κ» ότι στην αρχή η φωτιά δεν ξεπερνούσε τα δέκα στρέμματα και από μακριά δεν φαινόταν ότι θα είχε διάθεση να ανοίξει απότομα. Φτάνοντας εκεί σχημάτισε άλλη εικόνα. «Κάθε δέκα λεπτά που περνούσαν με τις ριπές του ανέμου διπλασιαζόταν και τελικά εξαπλώθηκε γρήγορα», λέει.
Στα ίδια μέρη
Αφού δεν περιορίστηκε στο αρχικό της στάδιο, υποβοηθούμενη από τον αέρα και την ξερή καύσιμη ύλη, η φωτιά ξέφυγε. Η πορεία της όμως σε μεγάλο βαθμό αποδείχτηκε γνώριμη. Το 2009 στα τέλη Αυγούστου μια άλλη πυρκαγιά με αφετηρία το Σέσι Γραμματικού είχε χαράξει παρόμοια διαδρομή. Εσπασε και εκείνη αρχικά σε δύο μέτωπα, πέρασε στον Βαρνάβα και έφτασε μέχρι τη Διώνη και το Νταού Πεντέλης προκαλώντας εκτεταμένες καταστροφές.
Σύμφωνα με καταγραφή του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, οι καμένες εκτάσεις του 2009 και του 2024 στη Βορειοανατολική Αττική παρουσιάζουν αλληλοεπικάλυψη σε ποσοστό 60%. Αφενός αυτό σημαίνει ότι ένα αναγεννημένο δάσος κάηκε ξανά και ενδέχεται να είναι πλέον πιο δυσχερής η αποκατάστασή του. Αφετέρου, το προφανές ερώτημα είναι εάν υπήρξαν διδάγματα από όσα συνέβησαν και δεν λειτούργησαν τότε.
Εμπειρο στέλεχος της Πυροσβεστικής, που επιχειρούσε αυτές τις ημέρες στη Βορειοανατολική Αττική, παρατηρεί ότι η επανάληψη στην πορεία των μεγάλων πυρκαγιών θα έπρεπε να συνοδεύεται και από ανάλογες δράσεις, από κάποιο σχέδιο για να μη συμβεί ξανά κάτι αντίστοιχο.
«Ξέρουμε από την κατεύθυνση του ανέμου πού θα πάει η φωτιά. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να το γνωρίζουν και ορισμένοι κάτοικοι που έχουν παλιότερη εμπειρία πυρκαγιάς και πλέον τους έχει γίνει βίωμα», λέει. «Επομένως βάσει αυτών των στοιχείων, πρέπει να δούμε πού θα μπορούσε να ανακοπεί μία φωτιά με αυτά τα χαρακτηριστικά και να γίνονται εκ των προτέρων στοχευμένες ενέργειες για διάνοιξη μεγάλων αντιπυρικών ζωνών σε συγκεκριμένα σημεία. Διάνοιξη “φαλακρών σημείων” που θα μας επιτρέπουν να τη διαχειριστούμε πιο εύκολα».
«Ηταν φωτιά με μελτέμι. Ξέρεις από πού ξεκινάει και πού θα καταλήξει, ξέρεις ότι εκεί είχε κατευθυνθεί και άλλη φωτιά. Πρέπει να την κρατήσεις στενή από πίσω για να μην απλώσει», προσθέτει ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» και ειδικός σε θέματα πυρκαγιών.
Πρώην υψηλόβαθμος αξιωματικός της Πυροσβεστικής, ο οποίος είχε επιχειρήσει και στη φωτιά του 2009, αναγνωρίζει ότι οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Παράλληλα, όμως, λέει ότι και πριν από 15 χρόνια στη Βορειοανατολική Αττική, όπως και το 2007 στην Πελοπόννησο, είχε παρατηρηθεί λόγω κλιματολογικών συνθηκών να «καίει η φωτιά τη νύχτα όπως και την ημέρα». «Η φωτιά το βράδυ δουλεύεται, από μέσα. Καλλιεργείται ένας μύθος όταν λέμε ότι περιμένουμε μόνο το ξημέρωμα, ελπίζοντας να δράσουν τα εναέρια μέσα», λέει.
Από τη στιγμή που η φωτιά είχε ανοίξει σε μια ζώνη δεκάδων χιλιομέτρων οι δυνάμεις μετακινούνταν στα επόμενα σημεία που κινδύνευαν, με αποτέλεσμα να προκύπτουν αναζωπυρώσεις και η φωτιά να γυρίζει σε μέρη που είχαν απειληθεί νωρίτερα. Κάτι αντίστοιχο είχε διαπιστώσει η «Κ» και πέρυσι το καλοκαίρι στη μεγάλη φωτιά της Ρόδου.
Στη Βορειοανατολική Αττική για μία ακόμη φορά παρατηρήθηκε η δυσκολία δράσης όταν η φωτιά περνούσε από το δασικό κομμάτι σε κατοικίες. «Εγιναν ενέργειες ανάσχεσης, προσπαθούσαμε να έχουμε ένα σχέδιο, αλλά εκεί όπου το δασικό συμβάν γινόταν αστικό έπρεπε να βοηθήσουμε στα σπίτια και μετά κυνηγούσαμε το μέτωπο», λέει στην «Κ» πυροσβέστης.
Οι καθαρισμοί
Στο σκέλος της πρόληψης και του καθαρισμού σπιτιών που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από δάση ή δασικές εκτάσεις είχε ζητηθεί από τους ιδιοκτήτες να εφαρμοστούν φέτος τα πολύ βασικά μέτρα, όπως κλαδέματα δέντρων και απομάκρυνση καυσόξυλων και φιαλών αερίου. Δεν είναι ξεκάθαρο, όμως, εάν και σε ποια έκταση έγιναν έλεγχοι για την εφαρμογή αυτών των καθαρισμών.
Οπως είχε γράψει τον Ιούνιο η «Κ», ορισμένοι δήμοι είχαν διαμηνύσει ότι δεν ήταν σε θέση να συγκροτήσουν επιτροπές δειγματοληπτικών ελέγχων κατά την αντιπυρική περίοδο γιατί δεν διέθεταν όλοι το απαραίτητο προσωπικό, δασολόγο ή γεωπόνο ή μηχανικό. Η εφαρμογή πιο απαιτητικών μέτρων του κανονισμού πυροπροστασίας, όπως κλιμακωτές αποστάσεις βλάστησης, αντικατάσταση ξύλινων στοιχείων σε εξωτερικούς χώρους και δομικά στοιχεία του κτιρίου, έχει μετατεθεί για το μέλλον.