Μετά το πέρας των πασχαλινών μας διακοπών στο Ηράκλειο, οι αποσκευές μας ήταν βαρύτερες κατά 1-2 κιλά, αποτέλεσμα των 11 βιβλίων που επέστρεψαν μαζί μας στην Αθήνα. Βοήθησε η γιαγιά Γιωργία («θα πάρω ένα καινούριο βιβλίο του παιδιού», είπε, αλλά το ένα αυγάτισε και έγινε έξι), η συνδρομή του ανιψιού Νικόλα που έψαξε στη βιβλιοθήκη για να εμπλουτίσει τη συλλογή του ξαδέρφου (μπας και τον αφήσει λίγο ήσυχο να δει τα τελευταία κόλπα του Ρονάλντο στο τάμπλετ) και ο θείος Γιάννης, που μας έκανε δώρο τρία –με αφιέρωση παρακαλώ- βιβλία. Για καλή μας τύχη, η Κλαίρη Καμπάνη, εκτός από εξαιρετική συγγραφέας, είναι μαμά του Μάνου, μαθητή του Γιάννη στο ωδείο κι έτσι αναπάντεχα έπεσε στα χέρια μας η σειρά «Άλεξ και Πίκλας: χρονομπερδέματα» ή, όπως λέει ο Αντρέας, «τα βιβλία της Κλαίρης».
Κι έτσι γίναμε συνοδοιπόροι του Άλεξ με τα δίχρωμα μάτια και του γάτου του, Πίκλα, στα ταξίδια αναζήτησης του εξαφανισμένου επιστήμονα παππού, μέσω μιας χρονοπύλης που τους οδηγεί αρχικά στην Κρήτη του Μινώταυρου και έπειτα στον αμερικάνικο νότο της σκλαβιάς.
Στο πρώτο βιβλίο, οι δύο ήρωες όχι μόνο καταλήγουν στον λαβύρινθο του βασιλιά Μίνωα και έρχονται σε τετ-α-τετ με τον θεόρατο Μινώταυρο, αλλά βάζουν το χεράκι τους για να βοηθήσουν τον Θησέα να τον… ξεπαστρέψει και να επιστρέψει στην αγαπημένη του Αριάδνη. Με τον μίτο της Αριάδνης στον σάκο του, αλλά χωρίς να βρει τον παππού του, ο Άλεξ επιστρέφει στο παρόν κι ετοιμάζεται για τη δεύτερη χρονοπεριπέτειά του.
Κι αν το πρώτο βιβλίο της σειράς μας έδωσε την ευκαιρία να ξεσκονίσουμε τις γνώσεις μας στη μυθολογία, το δεύτερο αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως αφορμή για να συζητήσουμε θέματα πιο δύσκολα, που δεν είχε τύχει να θίξουμε μέχρι στιγμής. Όταν ο Αλεξ προσγειώνεται, μέσω της χρονοπύλης, στον αμερικανικό νότο του 1859 δίπλα στον 11χρονο Μάθιου, η αποστολή του είναι μία: να τον βοηθήσει να ξαναενωθεί με τη μαμά του, η οποία αγοράστηκε από διαφορετικό γαιοκτήμονα και αναγκάστηκε να αποχωριστεί τον γιο της, περνώντας στην ιδιοκτησία νέου αφεντικού. Τα αγόρια, παρέα φυσικά με τον Πίκλα, καταφέρνουν να περάσουν τον Μισισιπή και με τον Άλεξ να στήνει ολόκληρη πλοκή βασισμένη στην υπόθεση της «Καλύβας του μπάρμπα-Θωμά» ο Μάθιου καταλήγει και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του.
Μέσα από το 2ο χρονομπέρδεμα του Μέγα Αλέξανδρου, όπως τον αποκαλεί ο παππούς του, είχα την ευκαιρία να μιλήσω στον Ανδρέα για έννοιες όπως δουλεία, ρατσισμός, φυλετικός διαχωρισμός. Του μίλησα για τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι μαύροι με μοναδικό κριτήριο το χρώμα του δέρματός τους και για τους αγώνες τους μέχρι να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους.
Λίγες μέρες αργότερα, περπατώντας στη γειτονιά, του έδειξα ένα μαύρο γατάκι που έπαιζε στο πεζοδρόμιο. «Μαμά, δεν είναι σωστό να χαρακτηρίζεις κάποιον από το χρώμα του δέρματός του». Να πω ότι το μήνυμα πέρασε;
ΥΓ. Σας προειδοποιώ: αν ποτέ, στο παρόν ή σε κάποιο από τα ταξίδια του Αλεξ και του Πϊκλα στο μέλλον, συναντήσετε τον στρουμπουλό γάτο, προσοχή! Μην τον κεράσετε τίποτα πράσινο, δε θέλετε να ξέρετε γιατί…!