Το πλήρες χάος που επικρατούσε στην φωτιά στο Μάτι την ώρα της καταστροφής, περιγράφει ο αδελφός της Ελισάβετ Χαρδαλούπα, του 99ου θύματος της πυρκαγιάς, στην μήνυση που κατέθεσε μέσω του δικηγόρου του, Αντώνη Φούσα.
Ο Γιάννης Χαρδαλούπας, που ζει και εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρισκόταν στην Ελλάδα για διακοπές. Την ώρα που οι φλόγες έζωσαν το σπίτι του στον Νέο Βουτζά ήταν εκεί με τη μητέρα και την αδερφή του. Η περιγραφή του είναι καταλυτική. Περιγράφει πώς την ώρα της καταστροφής δεν βρισκόταν πουθενά, ούτε ένα πυροσβεστικό όχημα. Οταν κατάφεραν να βρουν ένα περιπολικό της αστυνομίας, οι άνδρες της ΕΛΑΣ τους συνέστησαν να φύγουν, αλλά σαν να διατυπώνουν προσωπική άποψη. Για καλό και για κακό, όπως τους είπαν…
Οταν οι φλόγες τους έζωσαν και η αδελφή του και η μητέρα του είχαν σοβαρά εγκαύματα, έφθασαν τελικά στο ιατρικό κέντρο της Νέας Μάκρης και οι αστυνομικοί εκεί τους συνέστησαν να πάνε ξανά… στο Μάτι.
Οταν τελικά κατάφεραν να φθάσουν στο Νοσοκομείο, χάθηκαν πολύτιμες ώρες, αφού δεν υπήρχε κατάλληλη μονάδα εγκαυμάτων. Και όταν επιχείρησε να στείλει την αδελφή του σε ειδικευμένο νοσοκομείο στις ΗΠΑ συνάντησε το τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας. Επειδή είχαν χαθεί τα έγγραφα της αδελφής του, Ελισάβετ, τους ζητούσαν πληρεξούσιο από εκείνη για να βγάλει διαβατήριο… Μόνο που η Ελισάβετ ήταν ήδη στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Αναφέρει στην μήνυσή του ο Γιάννης Χαρδαλούπας:
«Τη Δευτέρα το πρωί (23 Ιουλίου 2018) κατέβηκα για διάφορες εργασίες μου στην Αθήνα και επέστρεψα στο σπίτι μας περί ώρα 17.00 μ.μ.
Αφού έφτασα, με το αυτοκίνητό μου, στο σπίτι μας, είδα πολλούς καπνούς και την αδελφή μου να ρίχνει νερό με το λάστιχο σε διάφορα μέρη του σπιτιού μας και της αυλής μας και έσπευσα να τη βοηθήσω και εγώ. Στη συνέχεια, καταλάβαμε ότι οι καπνοί γινόντουσαν μεγαλύτεροι και όλα έδειχναν, ότι η φωτιά ήταν στο δάσος και πλησίον στο Νέο Βουτζά και ότι προφανώς υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για τα σπίτια μας και για όλους μας.
«Δεν υπήρχε πουθενά Πυροσβεστική»
Δυστυχώς, δεν είδαμε πουθενά πυροσβεστικά οχήματα και ούτε εναέρια πυροσβεστικά μέσα. Την απουσία αυτή την είδαμε αρχικά αισιόδοξα, ήτοι, ότι αφού δεν υπήρχαν πυροσβεστικά μέσα, δεν θα είναι σοβαρή και επικίνδυνη φωτιά, αλλά στη συνέχεια, αντιληφθήκαμε, ότι τα πράγματα έπαιρναν επικίνδυνες διαστάσεις και η παντελής απουσία πυροσβεστικών μέσων πλέον μας ανησύχησε ιδιαίτερα.
Μετά την 17.30 ώρα πέρασε τυχαία ένα περιπολικό όχημα της Αστυνομίας με δύο αστυνομικούς μέσα σ’ αυτό. Τους ρωτήσαμε τι συμβαίνει και μας δήλωσαν, τελείως αορίστως, πλήρη άγνοια, αλλά στη συνέχεια μας είπαν “για καλό και κακό φύγετε”, αλλά αυτό μας το είπαν τελείως ανεύθυνα και αόριστα, χωρίς να μας πουν, πού να πάμε και τι να κάνουμε για να σωθούμε.
Είχαμε, ως οικογένεια, δύο αυτοκίνητα. Εγώ μπήκα στο δικό μου και στο άλλο της αδερφής μου, η αδελφή μου ως οδηγός και η μητέρα μου ως συνοδηγός. Μπροστά η αδελφή μου και εγώ από πίσω με κατεύθυνση τη β’ έξοδο Νέου Βουτζά για τη Λεωφόρο Μαραθώνος. Είδαμε μπροστά μας πύρινη κόλαση και είχε πολλή κίνηση από αυτοκίνητα, και αντιληφθήκαμε, ότι θα κατευθυνόμασταν στο θάνατο. Προχωρήσαμε και απομακρυνθήκαμε μόνο 20-30 μέτρα από το σπίτι, λόγω της μεγάλης κίνησης και των καπνών. Αμέσως, κατόπιν αυτού, έκανα αναστροφή και το ίδιο έκανε με το αυτοκίνητό της και η αδελφή μου.
Προχώρησα γύρω στα 400 μέτρα μέσα από φλόγες και αργότερα, όταν είχα καλύτερο οπτικό πεδίο διαπίστωσα, ότι η αδελφή μου δεν με είχε ακολουθήσει. Αμέσως επέστρεψα πίσω για να τις βρω και τις δύο (μητέρα και αδελφή) και να τις πάρω. Όταν γύρισα ήταν πλέον και οι δύο εκτός αυτοκινήτου, περίπου έξω από το σπίτι μας. Το αυτοκίνητο είχε τελείως καεί, ενώ και αυτές είχαν φανερά και πολύ σοβαρά εγκαύματα. Πονούσαν πολύ και τις επιβίβασα στο αυτοκίνητό μου και ειδικότερα η μητέρα μου μπροστά και η αδελφή μου πίσω και φύγαμε με κατεύθυνση το Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης.
«Οι αστυνομικοί μας έστελναν πίσω στο Μάτι»
Οι εκεί αστυνομικοί μου είπαν να πάω στο Μάτι, παρά το γεγονός ότι τους έδειξα τις καμένες μητέρα και αδελφή μου. Πάλι, όμως, κομφούζιο επικρατούσε και ήμουν σίγουρος ότι στο σημείο εκείνο θα καιγόμασταν. Αποφάσισα να πάω στην Αθήνα και το έκανα τρέχοντας με 150 χιλιόμετρα την ώρα και πήγαινα και στο αντίθετο ρεύμα, για να σωθούν η μητέρα μου και η αδελφή μου, διότι έβλεπα ότι κινδυνεύουν από τα πολλά εγκαύματα που έφεραν στα σώματά τους.
Ύστερα από πολύ κόπο φτάσαμε στο Ιατρικό Αθηνών και αμέσως τις παίρνουν και τις δύο μέσα για άμεση νοσηλεία. Μας είπαν, όμως, στη συνέχεια, ότι δεν είχαν τμήμα εγκαυμάτων. Πέρασαν, δυστυχώς, δύο πολύτιμες ώρες διαβουλεύσεων και συσκέψεων, για το πού θα έπρεπε να μεταφερθούν οι δύο τους. Μου είπαν για το Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και αυτό έκανα. Έτσι, διακομίστηκαν και οι δύο στον «Ευαγγελισμό», αλλά στη συνέχεια η μητέρα μου κατέληξε στις 4/8/18 και η αδελφή μου στις 11/9/18.
«Ζητούσαν πληρεξούσιο από την διασωληνωμένη αδερφή μου για τη μεταφορά της στις ΗΠΑ»
Στο μεταξύ, πρέπει να σημειώσω, ότι μετά το θάνατο της μητέρας μου, προσπάθησα να μεταφέρω την αδελφή μου στην Αμερική, για να εισαχθεί σε κάποιο ειδικότερο Νοσοκομείο. Λόγω, όμως, μεγάλης γραφειοκρατίας και ευθυνοφοβίας στη χώρα μας, δεν κατάφερα να εκδώσω νέα ταυτότητα και ούτε και διαβατήριο, διότι ήθελαν την ίδια, κάτι όμως που αδύνατο. Σημειώνουμε ότι όλοι οι Αστυνομικοί, για τη μεταφορά της αδελφής μου στις ΗΠΑ μου φέρθηκαν πολύ καλά, ενώ αντιθέτως συνάντησα πολλά προβλήματα για την αποστολή των φωτογραφιών με τα τραύματα της αδελφής μου σε Νοσοκομείο των ΗΠΑ.
Είχαν καεί όλα τα έγγραφά της με τα στοιχεία της (ταυτότητα, διαβατήριο, κ.λπ.) και δεν μπορούσα να εκδώσω νέα ταυτότητα. Μου ζητούσαν πληρεξούσιο (!), αλλά και αυτό δεν μπορούσε να γίνει, διότι ήταν σε καταστολή. Δεν πρόλαβα, δυστυχώς, να ολοκληρώσω τη διαδικασία δικαστικής συμπαράστασης, διότι την 11η Σεπτεμβρίου απεβίωσε και η αδελφή μου.
Είναι προφανές, ότι η ευθύνη των αρμοδίων για τον τραγικό θάνατο της μητέρας και της αδελφής μου είναι τεράστια, αυτονόητη και εγκληματική».