Ότι ο Ολυμπιακός ήταν μια ομάδα που έπρεπε να δουλευτεί από την αρχή το παραδέχονταν άπαντες. Ακόμα και με τη δεδομένη έλλειψη ποιότητας σε κάποιες θέσεις, που θα επιχειρηθεί να καλυφθεί μέσα από τις μεταγραφές, ήταν σαφές πως το παντελώς αδούλευτο σύνολο που άφησε πίσω του ο Πέδρο Μαρτίνς τέτοια εποχή πέρυσι χρειαζόταν πρωτίστως αγωνιστικό προσανατολισμό.
Πέρα από αγωνιστικό προσανατολισμό όμως, χρειαζόταν και ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στο παιχνίδι του. Το «παίζω με τρία δεκάρια και κάποιος θα κάνει κάτι ώστε να βγουν φάσεις για γκολ» του Μίτσελ ήταν συχνά μια τυχοδιωκτική προσέγγιση ανάγκης, παρόλο που κανείς δεν θα μπορούσε να χρεώσει πολλά στον Σενιόρ, τον τρίτο κατά σειρά από τους συνολικά τέσσερις προπονητές που έκατσαν στον ερυθρόλευκο πάγκο την περασμένη σεζόν.
Ασφαλώς και δεν θα σας πούμε ότι ο Ολυμπιακός έθελξε και ότι έβγαλε μάτια κόντρα στη Νόρντζελαντ. Καταρχάς δεν το έκανε. Αλλά και να το έκανε, μάλλον μικρή σημασία θα είχε στο χρονικό σημείο που βρισκόμαστε. Θα ήταν αδύνατον, μια πραγματικά μαγική εικόνα, να δούμε ξαφνικά μια ομάδα που θα κεντάει και που θα υλοποιεί στην εντέλεια το πλάνο του νέου τεχνικού της, όταν είναι γνωστό πως πάντα χρειάζεται χρόνος μέχρι να αρχίσει να φαίνεται η δουλειά κάποιου.
Όταν λοιπόν θα έχει όλα τα απαραίτητα υλικά στη διάθεσή του ο Ισπανός προπονητής, θα μπορούμε να κρίνουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια το πόσο αποτελεσματικό είναι αυτό που θέλει να παρουσιάσει. Γιατί σε πρώτη φάση είναι σαφές πως η δουλειά ξεκινά από πίσω: ο Ολυμπιακός εμφανίζεται σφιχτός στα μετόπισθεν, κινδυνεύοντας μονάχα από κάποια κακή ατομική επιλογή.
Επίσης είναι δεδομένο ότι δουλεύεται η αμεσότητα στο επιθετικό παιχνίδι, χωρίς περιττές φλυαρίες και άσκοπα κρατήματα μπάλας. Αγωνία για πολύ μεγάλη κατοχή προς ώρας δεν διακρίνεται, ωστόσο είναι σαφές πως αυτό δεν θα έρθει από μόνο του. Και σίγουρα όχι προτού ο Ολυμπιακός οργανωθεί σωστά στην ανασταλτική λειτουργία, επιδιώκοντας την αμεσότερη δυνατή ανάκτηση της μπάλας. Είπαμε, δεν χρειάζεται μονάχα χρόνος για όλα αυτά, αλλά και τα κατάλληλα «υλικά». Όπως π.χ. ένας παίκτης που θα μπορεί να επιβληθεί στον άξονα, ώστε να μη χρειάζεται ο Χουάνγκ να κάνει δουλειά 2-3 παικτών ταυτόχρονα.
Στο 3′ οι Ερυθρόλευκοι απείλησαν για πρώτη φορά με ωραία ανάπτυξη, αλλά ο Μπιέλ τελείωσε άψυχα τη φάση. Δέκα λεπτά αργότερα ο γκολκίπερ των Δανών νίκησε τον Μασούρα μετά από φάουλ του Φορτούνη, κάτι που συνέβη και στο 32′ με ένα σουτ του ίδιου εκτός περιοχής.
Η Νόρντζελαντ απείλησε τον Πασχαλάκη στο 36′ για πρώτη φορά, με τον Έλληνα γκολκίπερ να σταματά την μπάλα. Πέντε λεπτά αργότερα ο Ροντινέι φάνηκε να χάνει την ισορροπία του, μπλέχτηκε στα πόδια αντίπαλου που επιχειρούσε μπούκα από αριστερά και το πέναλτι μετέτρεψε σε γκολ ο Ίνγκβαρτσεν.
Ο Ολυμπιακός ισοφάρισε στο 55′ με τον Ελ Αραμπί να εκμεταλλεύεται την τρικυμία άμυνας και τερματοφύλακα στο γύρισμα του Μασούρα, σκοράροντας από κοντά με κεφαλιά. Αυτό ήταν το τρίτο γκολ του Μαροκινού killer στα φετινά φιλικά, έχοντας βάλει και τα δυο πρώτα στο 2-1 επί της Σλοβάτσκο.
Τζολάκης, Ζοάο Καρβάλιο και Ραμόν μπήκαν με την έναρξη του β’ μέρους, ενώ στο 63′ ο Μαρτίνεθ έριξε στο ματς τον Ντόι ως αντι-Μπουχαλάκη και τον Λιάτσο στη θέση του Μπιέλ. Το 4-2-3-1 του πρώτου μέρους άρχισε να παίρνει μια πιο ρευστή μορφή, ένεκα και των περιορισμένων επιλογών σε κάποιες θέσεις, δίχως ωστόσο αυτό να λειτουργήσει σοβαρά σε βάρος της συνολικής εικόνας.
Μάλιστα ο Ολυμπιακός είχε και δοκάρι στο 86′ με τον Μπουτούτσι (περίπου ως φορ) να σουτάρει από μακριά και το σίγουρο είναι πως όταν μια ομάδα δουλεύει σωστά ως σύνολο, οι αλλαγές προσώπων δεν τη ζημιώνουν ιδιαίτερα, έστω κι αν αυτοί που βρίσκονται στο χορτάρι δεν αγωνίζονται στη φυσική τους θέση.
Ο Ολυμπιακός του Μαρτίνεθ είναι ένα έργο εν εξελίξει και θα κριθεί εν καιρώ το πού μπορεί να φτάσει…
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ: Πασχαλάκης (46′ Τζολάκης), Ρέαμπτσιουκ (67′ Βρουσάι), Ρέτσος (76′ Μπαγκαλιάνης), Μπα (88′ Πέπε), Ροντινέι (76′ Ανδρούτσος), Μπουχαλάκης (67′ Λιάτσος), Ινμπόμ Χουάνγκ (46′ Ραμόν), Φορτούνης (46′ Ζοάο Καρβάλιο), Μπιέλ (66′ Ντόι), Μασούρας, Ελ Αραμπί (78′ Μπουτούτσι)
ΝΟΡΤΖΕΛΑΝΤ: Α. Χάνσεν, Βίλαντσεν, Κ. Χάνσεν, Γιένσεν-Αμπέου, Φρέσε, Τβέρσκοβ, Σβένσον, Ντιομαντέ, Μ. Χάνσεν, Ίγκβαρτσεν και Οσμάν
Έπαιξαν και οι Νουάμαχ και Ντόργκελε.