Όταν ξεκίνησα το ΕΥΘΕΩΣ της περασμένης Κυριακής, δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα εξελισσόταν σε… «τριλογία των αγαπητικών». Δυο μέρες μετά, δημοσιεύω το τρίτο μέρος της «τριλογίας», η οποία άντλησε έμπνευση από τα αμέτρητα εγκώμια (του ελληνικού Τύπου προφανώς) για τον «μαέστρο» Ιτούδη, την ώρα που οι διάφοροι μυαλοπώληδες ντρέπονταν να δώσουν εξηγήσεις για το πώς ο Βεζένκοφ πήρε μηδέν φάουλ σε 60 αγωνιστικά λεπτά στην Πόλη, είτε έστω να αναφέρουν το ατιμώρητο ξύλο που έφαγε ο Ολυμπιακός ειδικά στο Game 4.
Γιατί λοιπόν, η Φενέρ «έχει φέρει στα μέτρα της τη σειρά» όπως λένε και γράφουν κάποιοι; Καταρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η φράση αυτή είναι από μόνη της ένα υποσυνείδητο εγκώμιο προς τον Ολυμπιακό. Τηρουμένων των αναλογιών είναι σα να εμφανίζεις ως επιτυχία ότι η ποδοσφαιρική Μπάγερν έφερε στα μέτρα της τη Βιγιαρεάλ (ασχέτως αν αποκλείστηκε πέρυσι). Δεν θα έτρωγε γιαούρτια όποιος έγραφε κάτι τέτοιο;
Αν και σε επίπεδο φανέλας η Μπάγερν είναι ο Ολυμπιακός και Βιγιαρεάλ η Φενέρ (ταιριάζουν και τα χρώματα εν τω μεταξύ), όταν η κουβέντα έρχεται στο οικονομικό και στο ατομικό ταλέντο των δυο ομάδων τότε οι όροι αντιστρέφονται. Να μιλήσουμε λοιπόν, καθαρά αγωνιστικά για να δούμε τελικά πόσα απίδια βάζει ο σάκος.
Κατά κανόνα, μια ομάδα είναι τόσο καλή όσο ο μέσος όρος ικανότητας των παικτών της. Σε κάθε άθλημα. Στον Ολυμπιακό της εποχής Μπαρτζώκα ειδικά (για να μην πάω πιο πίσω), η ικανότητα της ομάδας προκύπτει αθροιστικά και όχι βάσει μέσου όρου του ατομικού ταλέντου.
Ένας από τους λόγους που οι περισσότεροι παίκτες τρελαίνονται στον Ολυμπιακό και θέλουν να μείνουν για πάντα εδώ είναι ακριβώς αυτός. Ότι το παιχνίδι τους ανεβαίνει επίπεδο μέσα από την ομάδα και οι δυνατότητές τους μοιάζουν κατά τι αυξημένες από τον τρόπο παιχνιδιού που έχει επιβάλει ο Μπαρτζώκας και το επιτελείο του.
Νομίζετε ότι δεν το αναγνωρίζει αυτό ο Γουόκαπ ή ο ΜακΚίσικ ή ακόμα και ο Βεζένκοφ; Τώρα που είπα για τον Σάσα, προφανώς έχετε διαβάσει χιλιάδες εγκώμια για την απόδοσή του την τελευταία διετία, τα οποία είναι απολύτως δικαιολογημένα. Πώς όμως ο Βεζένκοφ έφτασε από ένα απλό κομμάτι του ροτέισον να μετατραπεί σε πρώτο βιολί και ακρογωνιαίο λίθο του ερυθρόλευκου οικοδομήματος;
Ιτούδης, Μπαρτζώκας και «τακτική ανωτερότητα»: Το αντιμπάσκετ δεν είναι μαγκιά, είναι αυτοταπείνωση
Επειδή λοιπόν μιλάμε για οικοδόμημα, κάποιοι φρόντισαν ώστε αυτό να χτιστεί. Και παρότι δεν είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν τα ακριβότερα υλικά της αγοράς, κατόρθωσαν να το κατασκευάσουν με τέτοιο τρόπο ώστε πολλές από τις ατομικές «ελλείψεις» να κρύβονται επιμελώς μέσα σε ένα άρτιο αγωνιστικό πλάνο.
Ο φετινός Ολυμπιακός είναι κάτι σαν την ποδοσφαιρική Μάντσεστερ Σίτι προπονητικά, αλλά με το υλικό της Μπράιτον. Δεδομένα, όλοι σχεδόν οι παίκτες φαίνονται καλύτεροι μέσα από την ικανότητα του συνόλου και τους αξίζουν συγχαρητήρια. Πάνω απ’ όλα όμως, τα συγχαρητήρια αξίζουν στους ανθρώπους που διαχειρίζονται κάθε ευρώ του μπάτζετ και που του δίνουν μια προστιθέμενη αξία η οποία ξεπερνά κατά πολύ το καθιερωμένο 24% του ελληνικού ΦΠΑ.
Είναι σαφές πως τα νοκ άουτ παιχνίδια δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα της κανονικής σεζόν. Όταν ένας παίκτης ξέρει ότι σχεδόν σε κάθε σουτ παίζονται οι κόποι μιας σεζόν, τα χέρια είναι λογικό να βαραίνουν. Και όσο μεγαλώνει η κρισιμότητα μιας αναμέτρησης, τόσο αυξάνεται η πίεση σε κάθε κατοχή.
Σε αυτό το επίπεδο λοιπόν και όταν έχουμε να κάνουμε με σειρές αγώνων ανάμεσα σε ομάδες που ήδη γνωρίζονται από τη regular season, δεν υπάρχει τίποτε κρυφό. Όπως επίσης μειώνεται και η παρεμβατικότητα των προπονητών, αλλά και η συμβολή τους σε όσα συμβαίνουν στον αγωνιστικό χώρο. Ειδικά στο επιθετικό κομμάτι. Διότι στο αμυντικό γίνονται πραγματάκια ειδικά όταν υπάρχει ασυλία, όπως ίσως θα έχετε προσέξει…
Υπό νορμάλ συνθήκες δεν θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ο Γουόκαπ θα ντυνόταν Φασούλας του 1992 και θα έκανε δώρο στη Φενέρ μια κατοχή νίκης. Όπως και δεν θα περίμενε κανείς στη συνέχεια ένα σουτ σαν κι αυτό που έβαλε ο Σλούκας, από οποιονδήποτε άλλον πλην του ίδιου του Κώστα. Μέσα σε ένα σουτ στο μηδέν (αλλά και στο 40λεπτο που είχε προηγηθεί μέχρι να φτάσουμε ως εκεί), ο Σλούκας έδωσε την πιο πειστική εξήγηση για ποιον λόγο παίρνει αυτά που παίρνει.
Όταν έρχεται η ώρα των μεγάλων αγώνων, βγαίνουν μπροστά οι μεγάλοι παίκτες. Συνήθως, αυτοί είναι και οι πιο καλοπληρωμένοι. Κι αν καμιά φορά δεν είναι εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι πιο καλοπληρωμένοι, γίνονται στη συνέχεια. Ο Ολυμπιακός δεν είναι ομάδα που πληρώνει υπεραξίες, αντιθέτως τις δημιουργεί.
Το σίγουρο είναι πως το χάντικαπ της ομάδας με το χαμηλότερο μπάτζετ πάντα μεγαλώνει όσο πλησιάζουμε προς το τέλος. Διότι εκεί που η πίεση αυξάνεται και τα μυαλά θολώνουν – όχι μόνο των παικτών αλλά και των προπονητών -, οι τακτικές πάνε περίπατο και συνήθως μιλά η ατομική κλάση. Την ώρα λοιπόν που ο Σλούκας, ο Μίτσιτς, ο Σπανούλης κλπ παίρνουν την ευθύνη για ένα σουτ από το οποίο κρίνονται όλα, το μόνο που μπορεί να κάνει ένας προπονητής είναι να ισιώσει τη γραβάτα του, όπως απολαυστικά τόνισε ο Γιώργος Μπαρτζώκας.
Αν υπάρχει μια ομάδα στην Ευρώπη που έχει καταργήσει τη λογική σε συστηματική βάση σε ό,τι αφορά το παραπάνω, αυτή είναι ο Ολυμπιακός. Το έκανε μια με τον Ίβκοβιτς το 2012, άλλη μια με τον Μπαρτζώκα το 2013, δυο με τον Σφαιρόπουλο αλλά και πέρυσι, πάλι με τον Μπαρτζώκα. Και απόψε βρίσκεται 40 λεπτά μακριά από το να το κάνει ξανά.
Δεν χρειάζεται να είσαι mastermind της προπονητικής για να ξέρεις ότι π.χ. ο Φαλ δεν μπορεί να σουτάρει ούτε από τα δυο μέτρα και ότι δυσκολεύεται πολύ να γυρίσει προς το καλάθι όταν είναι με πλάτη, ακόμα κι αν πίσω του βρίσκεται αντίπαλος που είναι 1,90. Ή ότι ο Γουόκαπ δεν είναι ο πιο αξιόπιστος σουτέρ στην Ευρώπη, ότι ο Βεζένκοφ δεν μπορεί να δημιουργήσει μετά από ντρίμπλα και ότι το καλάθι του Ολυμπιακού μένει συχνά απροστάτευτο όταν ο Φαλ ή ο Μπλακ βγαίνουν στις αλλαγές για να μαρκάρουν στο τρίποντο, κινδυνεύοντας είτε να φάνε σουτ στα μούτρα (και να μπει ή να χαθεί το ριμπάουντ), είτε να τους χτυπήσει ο γρηγορότερος αντίπαλος στα πόδια.
Οι κάμποσες επιμέρους αδυναμίες των παικτών του Μπαρτζώκα είναι και αυτές που προσδίδουν έξτρα γοητεία σε αυτό που παρουσίασε φέτος ο Ολυμπιακός. Αν έχεις τον Ταβάρες στο «5» ή την τριάδα Λάρκιν, Μίτσιτς, Κλάιμπερν στην πεντάδα σου ή την περιφέρεια της Φενέρ, χαίρω πολύ. Όταν όμως καλείσαι να δημιουργήσεις ένα ολόκληρο πλάνο που θα μεγεθύνει τις ικανότητες του καθενός και ταυτόχρονα θα κρύβει επιμελώς τις αδυναμίες του, τότε ναι, το έργο σου πρέπει να αποθεωθεί.
Βάσει μπάτζετ και ατομικού ταλέντου λοιπόν, η Φενέρ ήταν το απόλυτο φαβορί της σειράς. Ο μόνος λόγος για τον οποίο παίζεται απόψε πέμπτο ματς και μάλιστα στην έδρα του Ολυμπιακού, είναι η προπονητική υπεροχή του Γιώργου Μπαρτζώκα και το απαράμιλλο know-how ολόκληρου του οργανισμού που για παραπάνω από μια δεκαετία έχει κάνει την υπέρβαση ρουτίνα. Και με συνέπεια που δεν έχει προηγούμενο στον παγκόσμιο αθλητισμό.
Επειδή η… «τριλογία των αγαπητικών» δεν θα μπορούσε να κλείσει αλλιώς, ας αναρωτηθούν οι αντικειμενικά αντιολυμπιακοί πόσο μεγάλη αποτυχία θα είναι για τον Ιτούδη και τη Φενέρ να μείνουν εκτός φάιναλ φορ από μια ομάδα που δεν έχει ούτε το μισό μπάτζετ. Έστω κι αν αυτή η ομάδα κουβαλά μια παράδοση σχεδόν 30 ετών σε φάιναλ φορ και τελικούς…