Κατά κανόνα, όταν πρόκειται να γράψω ένα κείμενο έχω ήδη έτοιμη στο μυαλό μου την εισαγωγή. Ο επίλογος δεν είναι ποτέ προμελετημένος: προκύπτει ως έμπνευση μέσα από τη ροή του κειμένου, μια και δεν είναι λίγες οι φορές που δεν έχω ιδέα για το πού – και πώς – θα καταλήξω.
Αυτή τη φορά τα πάντα είναι διαφορετικά. Αδυνατώ να μετρήσω τις φορές που πάτησα το delete στους προλόγους που ξεκίνησα να γράφω, αφού για ώρα δεν μπορούσα να βρω ταιριαστή εισαγωγή. Συν τοις άλλοις, ο επίλογος ήταν γραμμένος από πριν. Και δυστυχώς, όχι από εμένα. Αυτή τη φορά τα πάντα είναι λάθος.
Δεν είσαι ποτέ προετοιμασμένος να αποχαιρετήσεις έναν άνθρωπο που χάνεται πρόωρα και που θεωρείς δικό σου. Όχι γιατί μεγαλώσατε μαζί ή γιατί κάνατε στενή παρέα για δεκαετίες, αλλά γιατί σεβόσουν την πορεία και τον χαρακτήρα του. Τις αρετές του και τις ιδιοτροπίες του. Τις παραξενιές του αλλά και τα προτερήματά του.
Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να συνεργαστούμε στενά με τον Παναγιώτη Γκαραγκάνη τα τελευταία δυόμισι χρόνια, επισφραγίζοντας μια γνωριμία που πρόσφατα έκλεισε 20ετία. Το ΚΑΡ και ο (παλιός) Σπορ Fm ένωσαν πολλούς. Μάνι – μάνι ένωσε δυο ανθρώπους που φαινομενικά οι διαφορές τους ήταν περισσότερες και από τα εκατοντάδες ναυτικά μίλια που χώριζαν τα πατρικά σπίτια τους, σε μια οικογένεια που έφερε στον κόσμο ένα υπέροχο πλάσμα. Χωρίς υπερβολή, όσο καιρό γνωρίζω τη γυναίκα μου, άλλο τόσο γνώριζα και τον Παναγιώτη. Αδιανόητη μου φαίνεται η αναφορά σε εκείνον στον αόριστο, ειδικά τώρα που τη βλέπω διατυπωμένη στην οθόνη.
Το τίμημα του να εκφέρεις δημόσια γνώμη ως δηλωμένος Ολυμπιακός δημοσιογράφος είναι συχνά πολύ μεγάλο. Μπορείτε εύκολα να το διαπιστώσετε ρίχνοντας μια ματιά σε διάφορα πόστα, τα οποία εδώ και δεκαετίες καταλαμβάνονται από διάφορους «αντικειμενικούς» που όλως τυχαίως δεν είναι κανείς τους Ολυμπιακός. Ή έχει πάψει να εκφράζεται ως τέτοιος, αντιλαμβανόμενος ότι δεν έχει «ψωμί» αυτή η «τακτική»…
Έχοντας βιωματική εμπειρία για τα παραπάνω, ήταν πολύ εύκολο να εκτιμήσω όσα ζόρια είχε περάσει ο Παναγιώτης επειδή ήταν περισσότερο «ξεροκέφαλος» απ’ ό,τι θα έπρεπε. Και αυτός ήταν ο λόγος που τον έφερα στον ΑΘΛΟ το φθινόπωρο του 2020, όταν ένας κοινός μας φίλος έθεσε την περίπτωσή του στα υπόψη μου. Κατά τραγική σύμπτωση, ο ίδιος άνθρωπος ήταν που με ενημέρωσε και για το φευγιό του το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης. Επτά όπως ο αγαπημένος αριθμός του Γκαραγκάνη, Μάρτιος, όπως ο μήνας που ιδρύθηκε ο Ολυμπιακός πριν από 98 χρόνια.
Όταν του τηλεφώνησα για να έρθει στο γραφείο και να τα πούμε από κοντά το φθινόπωρο του 2020, ο Παναγιώτης ήταν ήδη δυο χρόνια εκτός χώρου. Κατά συνέπεια, πολλοί είχαν χάσει τα επαγγελματικά ίχνη του, μεταξύ αυτών κι εγώ. Μέσα από μια κουβέντα με τη συνοδεία δημοφιλούς σκωτσέζικου οινοπνευματώδους, άρχισα να βλέπω στο πρόσωπό του τον εαυτό μου. Για την ακρίβεια, μια εναλλακτική εκδοχή για το τι θα μπορούσε να μου έχει συμβεί από το 2018 κι έπειτα, αν δεν έπαιρνα την – τώρα που το σκέφτομαι θεότρελη και με πλήρη άγνοια – απόφαση να στήσω αυτό το σάιτ.
Σχεδόν πέντε χρόνια αργότερα, είμαι πεπεισμένος πως ο μοναδικός που θα έμπαινε στον κόπο εκείνη τη σκοτεινή περίοδο να με προσλάβει ήταν ο εαυτός μου. Και σίγουρα δεν θα είχε τη δυνατότητα να ισοφαρίσει τον κυρ Θόδωρο που με πήρε δυο φορές στην εφημερίδα του. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, κάτι αντίστοιχο έγινε με μένα και τον Παναγιώτη: τέλος Αυγούστου του 2021 μου ανακοίνωσε ότι αποχωρεί, αλλά τέσσερις μήνες αργότερα βρήκα τη φόρμουλα για να συνεργαστούμε ξανά.
Ζώντας τον σε καθημερινή βάση μέσα από τη δουλειά του, δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ένας άνθρωπος με τη δική του εργατικότητα και φιλοτιμία δεν είχε βρει κάποιον να εκτιμήσει όσα μπορούσε να προσφέρει. Έστω και με τις ιδιορρυθμίες που κουβαλούσε, αλλά και με την ξεροκεφαλιά που τον διέκρινε.
Βλέπετε, σε πολλές από τις σημερινές δουλειές της πιάτσας μας, οι δημοσιογράφοι «κρίνονται» από συναδέλφους προϊστάμενούς τους και όχι από εκείνον που έχει το μαγαζί. Τι να κάνουμε, τα περισσότερα ΜΜΕ ανήκουν σε ανθρώπους που έχουν μικρή ή καθόλου ιδέα από δημοσιογραφία και που στην ουσία τα αντιμετωπίζουν ως μια ακόμα «επιχείρηση» που την τρέχουν άλλοι για λογαριασμό τους. Το ακριβώς αντίθετο από το μοντέλο «Θόδωρος Νικολαΐδης» με το οποίο γαλουχήθηκα επαγγελματικά…
Η αγάπη του «Γκάρα» για τον Ολυμπιακό ήταν αδιαπραγμάτευτη. Ακριβώς αυτή ήταν υπαίτια για το γεγονός πως σε κάποιες περιπτώσεις «θόλωνε» τόσο πολύ που ξεκινούσε να γράφει ξημερώματα. Ήταν οι στιγμές που του υπενθύμιζα να μην κοπανάει πλήκτρα εν θερμώ, προτρέποντάς τον να πάει για ύπνο και να συνεχίσει το πρωί. Κάποιες φορές το έκανε, κάποιες όχι.
Θυμάμαι σχεδόν ένα προς ένα τα ονόματα των ανθρώπων που μου είχε πει ότι δεν του φέρθηκαν καλά στη δουλειά. Τέτοιες ώρες βέβαια, λες ότι δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία, ειδικά όταν αντιλαμβάνεσαι τη ματαιότητα της ύπαρξής όλων μας. Από την άλλη όμως, δεν μπορείς και να παραβλέψεις κάποιες συμπεριφορές απέναντι σε έναν άνθρωπο που πλέον τον θεωρούσες δικό σου.
Μετά το αδιανόητο μαντάτο της Τρίτης, κάποιοι από τους συναδέλφους που ενδιαφέρονταν πραγματικά γι’ αυτόν και που τον γούσταραν για ό,τι πρέσβευε, μπήκαν στον κόπο να με πάρουν τηλέφωνο για να πούμε μερικές κουβέντες έπειτα από καιρό. Το φοβερό είναι ότι κανένας τους δεν είχε ξεχάσει τις συμπεριφορές που αντιμετώπισε κατά καιρούς ο Παναγιώτης και που σε μεγάλο βαθμό είχαν κλονίσει την επαγγελματική αυτοπεποίθησή του.
Για το ότι κάποια ικανά παιδιά που αγαπούν τον Ολυμπιακό έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα ή ακόμα και οριστικά εκτός χώρου, μερίδιο ευθύνης έχει και ο ίδιος ο σύλλογος ως ενιαίος οργανισμός. Όπως έχει ευθύνη και για το γεγονός πως θεωρείται mainstream το να πλασάρεσαι ως «αντικειμενικός», ακόμα κι αν είσαι σεσημασμένος αντιολυμπιακός. Να θεωρείσαι «αποδεκτός» εφόσον δεν έχεις τη «στάμπα» του Θρύλου. Αυτή η συζήτηση όμως δεν είναι της παρούσης.
Το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης, ο Παναγιώτης μου έστειλε ένα απολογητικό μήνυμα στο messenger (οι κοντινοί μου άνθρωποι γνωρίζουν ότι αυτός είναι ο αγαπημένος μου τρόπος επικοινωνίας) για το γεγονός πως δεν είχε γράψει κάποιο κείμενο το τελευταίο δεκαήμερο. Κάπου εκεί με ενημέρωσε ότι είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο και του είπα ότι θα επικοινωνήσουμε τις επόμενες μέρες για να μάθω πώς τα πάει.
Μετά τα έξι γκολ στον Λεβαδειακό του έστειλα ένα «πώς είσαι;», θεωρώντας ότι θα πιάναμε κουβέντα για το ματς, θα μου έλεγε ξανά πως πιστεύει στην ανατροπή και θα του έδινα ραντεβού για ένα ουισκάκι στο γραφείο μόλις βγει. Το μήνυμα αυτό δεν διαβάστηκε και δεν απαντήθηκε ποτέ. Τελικά, το ουισκάκι το ήπια μόνος μου και για τους δυο μας, γράφοντας ένα κείμενο που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έφτανε η στιγμή να γράψω.
Καλό ταξίδι αδερφέ, ο ΑΘΛΟΣ θα έχει πάντα ένα red and white κομμάτι σου μέσα του…
ΘΡΥΛΟΣ