Απαλλακτικό ήταν το βούλευμα που εκδόθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας για τις κατηγορίες περί βιασμού σε βάρος του πρώην ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, Ρούμπεν Σεμέδο, μετά από καταγγελία που είχε γίνει τον Αύγουστο του 2021.
Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της διενεργηθείσας αυτεπάγγελτης προανάκρισης και στη συνέχεια κύριας ανάκρισης, τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι δύο ανήλικες κοπέλες ουδέποτε αποκάλυψαν στους κατηγορούμενους την ηλικία τους αναφέροντας ψευδώς ότι ήταν ενήλικες γεγονός που επιβεβαίωσε η δεύτερη ανήλικη στην έκθεση εξέτασης της ενώπιον των αστυνομικών του τμήματος προστασίας ανηλίκων της υποδιεύθυνσης προστασίας ανηλίκων Αττικής.
Η εγκαλούσα όπως αναφέρεται στο απαλλακτικό βούλευμα για τον ποδοσφαιριστή είχε πράγματι σεξουαλική επαφή με τον δεύτερο κατηγορούμενο κατόπιν επιθυμίας της και συναίνεσή της ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος (σ.σ. ο φιλος του ποδοσφαιριστή) χρησιμοποίησε σωματική βία για να κάμψει την αντίσταση της και να την εξαναγκάσει σε συνουσία παρά την αντίθετη βούληση της.
Η διάθεση της να συνευρεθεί ερωτικά ήταν θετική χωρίς να εξαναγκαστεί με την άσκηση φυσικής βίας ή με την απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου σωμάτος ή ζωής. Το γεγονός, δε, ότι η εγκαλούσα δεν κάλεσε σε βοήθεια, ούτε φώναξε, γνωρίζοντας μάλιστα ότι η φίλη της βρισκόταν στο διπλανό υπνοδωμάτιο επιβεβαιώνεται από την ίδια την κατάθεση της φίλης της η οποία ανέφερε χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, τα εξής: «έλεγε ότι φώναζε δυνατά αλλά εμείς δεν ακούσαμε τίποτα».
Η ίδια η παθούσα όταν ρωτήθηκε από τον πραγματογνώμονα ψυχολόγο αστυνομικό υποδιευθυντή του τμήματος Προστασίας Ανηλίκων εάν είχε συμβεί κάτι πριν μεταβούν στην οικία του πρώτου κατηγορουμένου, δηλαδή του Σεμέδο, εκείνη απάντησε τα εξής: «Εε, τίποτα. Χορεύαμε πίναμε περνάγαμε μια χαρά και εγώ και η φίλη μου μία χαρά όλα. Ούτε με έκανε κάποιος να νιώσω άβολα ή φοβήθηκα ή κάτι τέτοιο». Και στη συνέχεια κατέθεσε, «εμένα με ξύπνησε ο Τζεφ βασικά και άρχισε να με ενοχλεί και εγώ του έλεγα “όχι όχι όχι” και με βίασε κανονικά και εγώ συνέχισα να του λέω “όχι όχι” άσε με ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήθελα».
Στο βούλευμα επισημαίνεται ότι η ίδια η παθούσα δεν ανέφερε ποτέ ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος την εξανάγκασε σε συνουσία με την άσκηση σωματικής βίας ούτε ότι χρησιμοποίησε σωματική δύναμη σε βάρος της για να κάμψει την αντίσταση της και να την εξαναγκάσει σε συνουσία. Περαιτέρω προέκυψε ότι η παθούσα είχε σεξουαλική επαφή και με τον πρώτο κατηγορούμενο, δηλαδή τον Σεμέδο, κατόπιν επιθυμίας της γνωρίζοντας ότι η φίλη της βρισκόταν έξω από το υπνοδωμάτιο εντός της οικίας του κατηγορουμένου.
Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που είχε αποκαλύψει το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ δεν προέκυψε ότι ο Σεμέδο άσκησε σωματική βία για να κάμψει την αντίσταση της παθούσας και να την εξαναγκάσει δεδομένου ότι η ίδια ουδέποτε εξέφρασε αντίθετη βούληση, ούτε φώναξε την φίλη της σε βοήθεια γνωρίζοντας μάλιστα ότι η τελευταία ήταν σε διπλανό υπνοδωμάτιο.
Ο ισχυρισμός της ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί εξαιτίας της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών δεν ευσταθεί και δεν επιβεβαιώνεται ούτε από την έκθεση τοξικολογικής εξέτασης της ιατρικής σχολής του εργαστηρίου ιατροδικαστικής και τοξικολογίας του ΕΚΠΑ σύμφωνα με την οποία δεν ανιχνεύτηκε στα ούρα της αιθυλική αλκοόλη ούτε οποιαδήποτε άλλη ναρκωτική ουσία.