Οι συμμαχίες δημιουργούνται για να σπάνε. Ποτέ, καμία συμμαχία στην ιστορία, δεν κράτησε αιώνια. Ακόμη χειρότερα, καμία συμμαχία δεν μακροημέρευσε αν δεν εξέφραζε συγκεκριμένες, υπαρκτές ανάγκες και δεν είχε την ικανότητα να προσαρμόζει τη μορφή και το περιεχόμενο της στις προτεραιότητες της συγκυρίας και όχι στις ειδικότερες απαιτήσεις του καθενός «συμμάχου».
Η περιβόητη συμμαχία ΑΕΚ – ΠΑΟΚ δεν διαλύθηκε επειδή στην πορεία προέκυψε ένα πέναλτι ή μια δικαστική απόφαση. Εξέπνευσε, επειδή από την ίδια τη φύση της, από τους όρους της συγκρότησης της ήταν μια συμμαχία «αντί». Μια συνάθροιση πονεμένων, ιδεοληπτικά προσκολλημμένων σε ευφάνταστες δικαιολογίες «για την «άτιμη κοινωνία και τον κακό λύκο Ολυμπιακό». Τίποτε άλλο δεν συνείχε την σύσταση της, τίποτε ουσιαστικό και πραγματικό δεν συνέδεε τους συμμάχους.
Αυτό, ακριβώς, το παρελθόν των ετερόκλητων και περιστασιακών συμμαχιών, που εδράζονται σε μικροσυμφέροντα της στιγμής και οργανώνονται με βάση τις ειδικές επιδιώξεις του καθενός χρειάζεται να αποφύγει αφετηριακά η νέα (έτσι τουλάχιστον επικοινωνείται) συνεργασία ΠΑΟΚ – Ολυμπιακού για να έχει προοπτική, όχι απλώς να επιβιώσει για ένα χρονικό διάστημα, αλλά να καταστεί παραγωγός νέων πολιτικών στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Κακά τα ψέματα. Καμία συνεργασία, συμμαχία, συμφωνία ή όπως αλλιώς θα αποκληθεί δεν έχει πρακτικό νόημα αν δεν διαθέτει προίκα μια σχεδιασμένη, συγκροτημένη και εφαρμόσιμη πολιτική πρόταση για το σήμερα και, κυρίως, το αύριο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η στιβαρή και συγκεκριμένη πολιτική πρόταση και οι άνθρωποι που θα κληθούν να την υλοποιήσουν είναι που θα διαχωρίσουν την όποια νέα συνεργασία από τις αφετηριακά θνησιγενείς παλαιότερες.
Η πρόταση υπάρχει. Είναι απλή και καθαρή όπως η σχέση του Ροβινσώνα Κρούσου με τα εργαλεία του (για να θυμηθώ και τον Βέλτσο). Περιγράφεται επαρκώς από τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες λειτουργούν τα κορυφαία επαγγελματικά πρωταθλήματα στην Ευρώπη. Σε απλά ελληνικά υπακούει στη διατύπωση « το ποδόσφαιρο, ειδικά στην επαγγελματική εκδοχή του, είναι ακριβό σπορ».
Ο λόγος; Μόνο ένα ακριβό στην οργάνωση και λειτουργία του σπορ απαιτεί υγιείς και κερδοφόρες εταιρείες, επιβάλλει ένα πλήρες και συμφωνημένο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, επιδιώκει τον υγιή, κατά το δυνατό,ανταγωνισμό, αποθεώνει τον φίλαθλο – πελάτη, στοχεύει στη ετήσια αύξηση της εταιρικής κερδοφορίας, διαπραγματεύεται όλα τα μεγέθη που το συνοδεύουν (τηλεοπτικά δικαιώματα, χορηγούς, διαφημίσεις κ.λ.π.) με όρους κορυφαίας ανταποδοτικότητας και πορεύεται αυτόνομο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο σε όλες τις εσωτερικές διαδικασίες του.
Αυτό, ακριβώς, το ποδόσφαιρο είναι η μοναδική προοπτική που μπορεί, στην ουσία, να συνέχει ιδιοκτήτες Π.Α.Ε. που έχουν αποδείξει την επιχειρηματική επάρκειά τους, διατηρούν επαφή με τον επενδυτικό χαρακτήρατων εταιρειών τους και ανταποκρίνονται στην ανάγκη να ξεφύγουν οι ομάδες τους από την υποβαλκάνια πραγματικότητα της ελληνικής μιζέριας και κακομοιριάς.
Αν οι κ.κ. Σαββίδης και Μαρινάκης επιθυμούν ή σχεδιάζουν να συνεργαστούν στο επίπεδο των ποδοσφαιρικών εταρειών τους, ώστε από τη συνεργασία τους να προκύψει μια νέα ηγετική συμμαχία στο ελληνικό ποδόσφαιρο ο μόνος λόγος για να το πράξουν είναι αυτό το «άλλο ποδόσφαιρο, το ακριβό ποδόσφαιρο».
Σε διαφορετική περίπτωση δεν υπάρχει κανείς λόγος να συζητάνε (για το ποδόσφαιρο πάντα ο λόγος), να συμφωνούν, να διαμοιράζουν και να συνδιοικούν. Τη διαχείριση της κακομοιριάς δεν κερδίζουν κάτι να την αναδείξουν σε σκοπό της ζωής τους.