Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν ήττες κι ήττες.
Μια απ’ αυτές είναι η ήττα απέναντι σε έναν κατά κράτος ισχυρότερο αντίπαλο. Το δέος πριν, η αγωνία κατά, η έντιμη ή αποκαμωτική αίσθηση μετά.
Ανέκαθεν ή μάλλον σε μια πολυετή εποχή που πια μοιάζει να ξεμακραίνει ανησυχητικά, το ποδόσφαιρο ως κοινωνική συνθήκη διδαχής της έννοιας «αναμέτρηση» μας μεγάλωσε με έντιμες και ατιμωτικές ήττες απέναντι σε ισχυρότερο που πάντοτε όμως είχαν κάτι να μας διδάξουν.
Οι ποδοσφαιρικώς θρησκευόμενοι οφείλουμε να έχουμε πρόχειρες μια – δύο θεμελιώδεις μνήμες γύρω από το τί σημαίνει μέσα στα χρόνια το «αναμετρώμαι με τον ισχυρό, με ό,τι καλύτερο έχω, κι ας χάσω, κι ας συντριβώ». Η 17η Σεπτεμβρίου με πάει πίσω σε μια απ’ τις πιο παλιές δικές μου τέτοιες μνήμες.
Είναι ερυθρόλευκη, ηλικίας 42 ετών, καθώς το Ολυμπιακό μου ημερολόγιο γράφει 17 Σεπτεμβρίου 1980.
Μεσοβδόμαδο, απ’ αυτά του Σεπτεμβρίου άλλων καιρών, που έφερναν μαζί τους πρωτοβρόχια και κατσουφοσύνη πηγαία για το -εξαήμερο ακόμη τότε- σχολείο. Ένα απ’ αυτά τα βράδια που βιάζονται να πέσουν νωρίς, ευρισκόμεθα οικογενειακώς σε επίσκεψη στο πατρικό σόι, στο «χωριό».
Σαλονοτραπεζαρία μονοόροφου (από κάτω η πιλοτή). Πολυέλαιος στο ταβάνι – κουρελού στο πάτωμα – ντιβάνι και καναπές με ψευτομπαρόκ ποδαράκι – τραπέζι με καρώ τραπεζομάντηλο και πάνω του πλαστικό κάλυμμα ταβέρνας «για να μη λερώνει». Μυρωδιά βιαστικής καθαριότητας σε τακτοποιημένη φρουταποθήκη.
Γύρω απ’ το τραπέζι οι εξηντάρηδες θείοι με τις φαλάκρες, τα κομπολόγια, τα μυτερά λασπωμένα παπούτσια και την τραχιά φωνή, βλέπουνε στην στριμωγμένη στη γωνία μαυρόασπρη «ΠΙΤΣΟΣ» (με σεμεδάκι στην κεφαλή) Ολυμπιακός – Μπάγερν.
Ανάμεσά τους ο Σπύρος, 40άρης τότε, άντρας ξαδέρφης του πατέρα μου – σα να λέμε από σπόντα θείος – είναι ο μόνος που ζει το ματς σχεδόν όρθιος («Ολυμπιακάρα, ρε!»). Ξερακιανός, μελαχρινός και μ’ ένα συχνό γέλιο που καταλήγει σε ελαφρύ τσιγαρόβηχα, χτυπάει το πακέτο πάνω στο δάχτυλο (ένα μπορντό πακέτο με απ’ έξω την προτομή ενός τύπου με άσπρα μαλλιά και όνομα που παρέπεμπε σε κόκερ σπάνιελ – “Astor”) για να βγάλει τα τσιγάρα και τα κάνει το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο.
Οι Γερμανοί νικάνε 1-0. Και τότε, γίνεται μια μάχη στην περιοχή, ο Γαλάκος, με το 10 στην πλάτη, απογειώνεται και με αδιανόητα ακροβατικό βολ πλανέ ισοφαρίζει. Οι αιωνόβιοι θείοι ταρακουνιούνται στις καρέκλες τους με επιφωνήματα καφενέ. Ο Σπύρος τινάζεται πάνω και αρχίζει να παραληρεί με ανοιχτά τα χέρια, κοιτώντας το Θεό μέσα απ’ τον πολυέλαιο, με την αγαλλίαση μιας πρωτοφανούς, οπωσδήποτε μυστηριακής, επιφοίτησης: “ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΜΑΓΚΑ! ΦΤΑΝΕΙ ΤΟ ΓΚΟΛ ΠΟΥ ΕΒΑΛΕΣ, ΡΕ! ΦΤΑΝΕΙ ΑΥΤΟ, ΚΙ ΑΣ ΧΑΣΟΥΜΕ !”.
Οι Γερμανοί βάλανε κι άλλο και φύγαμε πριν το ημίχρονο (τελικό σκορ 2-4, το δεύτερο δικό μας ο Άλστρομ). Ο θείος Σπύρος όμως – μακαρίτης προ καιρού από κείνον τον ύπουλο τσιγαρόβηχα – μου είχε ήδη δώσει χωρίς να το έχει στο νου του, το πρώτο βιωματικό μάθημα για το γιατί αξίζει να παρακολουθεί κανείς ποδόσφαιρο.
Πώς και μου ήρθε τώρα αυτό ε;
Ε, να. Είναι που υπάρχουν ήττες και ήττες στο ποδόσφαιρο. Και είναι που τα τελευταία χρόνια, ακόμη κι η έννοια «ισχυρότερος» έχει κι αυτή διαστραφεί, καθώς οι σταθερές του παρελθόντος, με τις ομάδες μεγαθήρια, που ανασκουμπωνόσουν για να διεκδικήσεις την πιθανότητα να «κάνεις κάτι» απέναντί τους, δεν είναι πια σταθερές, μια κι οι αποστάσεις, όπως μας έχουν παραπλανήσει, έχουν «μικρύνει». Είναι που οι λογιστάδες, τα φερέφωνα, οι «με την τσέπη των άλλων», οι προπετείς και οι αμνήμονες φαίνεται να έχουν πιο δυνατή φωνή έναντι των ονειροπόλων.
Για τους οποίους, το ποδόσφαιρο παραμένει αναμέτρηση. Και, όταν αυτή έχει να κάνει με τον ισχυρό, ακόμη κι όταν αυτός είναι ο κακός εαυτός σου, άξιο είναι να δοκιμάσεις ένα βολ πλανέ στα μούτρα του. Και ας χάσεις.