Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης και ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την πολιτική της περεστρόικα έφυγε από τη ζωή την Τρίτη σε ηλικία 91 ετών.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε Σοβιετικός (Ρώσος) κομμουνιστής ηγέτης, οι προσπάθειές του οποίου για τον εκδημοκρατισμό του αρτηριοσκληρωτικού κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και την αποκέντρωση της οικονομίας της, οδήγησαν στην κατάρρευση του κομμουνισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Διετέλεσε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ, 1985-1991), πρόεδρος του Προεδρείου του Ανωτάτου Σοβιέτ (1989-1990) και πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ, 1990-1991). Το 1990 τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης «για τον ηγετικό του ρόλο στις ριζικές αλλαγές των σχέσεων Ανατολής-Δύσης».
Γκορμπατσόφ: Η γέννηση, οι σπουδές και η ένταξη στο ΚΚΣΕ
O Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσόφ γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1931 στο χωριό Πριβόλνογιε της περιοχής Κρασνογκβαρντέισκ, στην περιφέρεια Σταυρούπολης (Σταβροπόλ), από αγροτική οικογένεια. Το 1946 άρχισε να εργάζεται ως οδηγός γεωργικών μηχανημάτων και την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Κομσομόλ (της νεολαίας του ΚΚΣΕ).
Το 1952, φοιτητής στη Μόσχα, έγινε μέλος του ΚΚΣΕ και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε τη Ραΐσα Τιταρένκο (1932-1999), που σπούδαζε φιλοσοφία. Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, την Ιρίνα Μιχαίλοβνα (γ. 1957). Το 1955 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ και το 1957 από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης με την ειδικότητα του γεωπόνου – οικονομολόγου.
Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυσσε έντονη κομματική δράση. Το 1955 έγινε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης της Κομσομόλ στη Σταυρούπολη, ύστερα δεύτερος και στη συνέχεια πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής της Κομσομόλ. Τον Σεπτέμβριο του 1966 εκλέχθηκε πρώτος γραμματέας της Επιτροπής Πόλης του ΚΚΣΕ στη Σταυρούπολη, τον Αύγουστο του 1968 δεύτερος γραμματέας και τον Απρίλιο του 1970 εκλέχτηκε πρώτος γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Σταυρούπολης του ΚΚΣΕ.
Από τότε η εξέλιξή του στην κομματική ιεραρχία ήταν ραγδαία. Το 1971 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, το 1978 γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και το 1979 αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Τον Οκτώβριο του 1980 έγινε τακτικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου και τον Μάρτιο του 1985, μετά το θάνατο του Κονσταντίν Τσερνιένκο, εκλέχθηκε γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, στις 11 Μαρτίου 1985. Έως την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα του κόμματος, που σήμαινε και την ανάληψη της εξουσίας στην αχανή Σοβιετική Ένωση, ήταν το νεώτερο μέλος του Πολιτικού Γραφείου.
Στην ηγεσία του ΚΚΣΕ
Ο Γκορμπατσόφ, έχοντας διακριθεί για τις οργανωτικές του ικανότητες και τις ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες του, ήδη από τους πρώτους μήνες της εξουσίας του άρχισε την ευρεία αναδιοργάνωση του κρατικού και κομματικού μηχανισμού με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητάς του. Στο εσωτερικό εγκαινίασε την πολιτική της «περεστρόικα» (αναδόμηση ή ανασυγκρότηση) στον οικονομικό και δημοσιοοικονομικό τομέα, στη διοίκηση και στις κοινωνικές υπηρεσίες, με προέκταση στην ιδεολογική σφαίρα και διακήρυξε την αρχή της «γκλάσνοστ» (διαφάνεια) σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες. Η πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ τον Απρίλιο του 1986 φανέρωσε στον έξω κόσμο τις χτυπητές αδυναμίες του κομμουνιστικού συστήματος της χώρας του και ήταν το έναυσμα για να επιταχύνει το μεταρρυθμιστικό του έργο.
Στην εξωτερική πολιτική, ο Γκορμπατσόφ ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την αποκατάσταση καλών σχέσεων της Σοβιετικής Ένωσης προς όλες τις κατευθύνσεις, αρχίζοντας με τις σχέσεις ΕΣΣΔ – ΗΠΑ, για τη δημιουργία κλίματος διεθνούς ύφεσης, ειρήνης και συνεργασίας, με άμεσο στόχο, σε πρώτο στάδιο, τον περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο υπερδυνάμεων. Έκανε σημαντικές παραχωρήσεις σε ζητήματα αιχμής (έλεγχος και εγγυήσεις, δείγματα καλής θέλησης με μονομερείς πρωτοβουλίες και μορατόριουμ) και τολμηρές προτάσεις και ανοίγματα, για την αποκατάσταση του πνεύματος εμπιστοσύνης.
Συναντήσεις κορυφής με Θάτσερ και Ρίγκαν
Ήδη από τις πρώτες επίσημες διπλωματικές αποστολές του, στον Καναδά (1983) και κυρίως στο Λονδίνο (Δεκέμβριος 1984), με την ιδιότητα του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ανώτατου Σοβιέτ, είχε κερδίσει διεθνώς τις πρώτες καλές εντυπώσεις, ως ένας νέου τύπου σοβιετικός πολιτικός, και την προσωπική εκτίμηση της βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, παρουσιάζοντας την εικόνα καλλιεργημένου και αξιόπιστου συνομιλητή και ικανότατου διπλωμάτη. Στις 19 Νοεμβρίου 1985, ως ηγέτης πλέον της ΕΣΣΔ, είχε την πρώτη συνάντηση κορυφής, στη Γενεύη, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Τον Οκτώβριο του 1986 πραγματοποιήθηκε στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας η άτυπη συνάντηση κορυφής ΕΣΣΔ – ΗΠΑ, η οποία, μολονότι δεν κατέληξε σε κανένα άμεσο θετικό αποτέλεσμα, άνοιξε το δρόμο για τις επόμενες συναντήσεις σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, που οδήγησαν στην ιστορική συνάντηση και συμφωνία Ρέιγκαν – Γκορμπατσόφ στην Ουάσινγκτον (8 Δεκεμβρίου 1987) για την αμοιβαία απομάκρυνση και καταστροφή των εγκατεστημένων στην Ευρώπη αμερικανικών και σοβιετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς. Τα επίσημα έγγραφα της συμφωνίας, επικυρωμένα από το Κογκρέσο και από το Ανώτατο Σοβιέτ, ανταλλάχθηκαν στη νέα, τέταρτη, συνάντηση Ρέιγκαν – Γκορμπατσόφ στη Μόσχα στις 2 Ιουνίου 1988.
Ακολούθησαν η συμφωνία της Γενεύης (14 Απριλίου 1988) για την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και τον Σεπτέμβριο η πρόταση Γκορμπατσόφ για την αμοιβαία κατάργηση των σοβιετικών και των αμερικανικών πυρηνικών βάσεων στο Κρασνογιάρσκ της Σιβηρίας και στο Βιετνάμ, από την πλευρά της ΕΣΣΔ, και στις Φιλιππίνες από την πλευρά των ΗΠΑ, με σκοπό την ύφεση στην Ασία και τον Ειρηνικό. Παράλληλα, ο Γκορμπατσόφ προώθησε τις προσπάθειές του για τον περιορισμό κατά 50% και τον έλεγχο των στρατηγικών όπλων, για τον έλεγχο των διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και τον περιορισμό των πυρηνικών δοκιμών και για τη μείωση των συμβατικών εξοπλισμών και στρατευμάτων των δύο στρατιωτικών συνασπισμών στην Ευρώπη, δίνοντας επίσης δείγματα καλής θέλησης στο ζήτημα υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Στο μεταξύ, στις 28 Ιουνίου 1988, συνήλθε η 19η Πανενωσιακή Συνδιάσκεψη του ΚΚΣΕ, στην οποία η πολιτική Γκορμπατσόφ υποβλήθηκε σε μία πρώτη κρίσιμη, σε πανενωσιακό επίπεδο, δοκιμασία, από την οποία ο Γκορμπατσόφ εξήλθε νικητής, εξασφαλίζοντας την έγκριση της συνδιάσκεψης για όλες τις ενέργειες της ηγεσίας του. Την 1η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ύστερα από την τακτική σύνοδο της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (τέλη Σεπτεμβρίου), συνήλθε το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, το οποίο εξέλεξε ομόφωνα τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ πρόεδρο του Προεδρείου του (του οποίου ήταν ήδη αντιπρόεδρος), αντί του Αντρέι Γκρομίκο. Έτσι, ο Γκορμπατσόφ, αναλαμβάνοντας και το ανώτατο αυτό κρατικό λειτούργημα της ΕΣΣΔ (αντίστοιχο προς εκείνο του Προέδρου της Δημοκρατίας), εδραίωσε αποφασιστικά τη θέση του στην κορυφή της κομματικής και κρατικής ιεραρχίας της χώρας.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε ο καταλυτικός παράγοντας σε μία σειρά γεγονότων στα τέλη του 1989 και του 1990 που αναδιαμόρφωσαν τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης και σηματοδότησαν την αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου. Καθ ‘όλη τη διάρκεια του 1989 εκμεταλλεύτηκε κάθε ευκαιρία για να εκφράσει την υποστήριξή του προς τους ρεφορμιστές κομμουνιστές στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και, όταν τα κομμουνιστικά καθεστώτα σ’ αυτές τις χώρες κατέρρευσαν σαν ντόμινο στα τέλη του έτους, ο Γκορμπατσόφ αποδέχθηκε την πτώση τους.
Όταν οι δημοκρατικά εκλεγμένες, μη κομμουνιστικές κυβερνήσεις, ήρθαν στην εξουσία στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, ο Γκορμπατσόφ συμφώνησε στη σταδιακή απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων από αυτές τις χώρες. Μέχρι το καλοκαίρι του 1990 είχε συμφωνήσει για την επανένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία και μάλιστα συμφώνησε στην ένταξη της ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, τον μακροχρόνιο εχθρό της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1990 ο Γκορμπατσόφ τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης για τα εντυπωσιακά του επιτεύγματα στις διεθνείς σχέσεις.
Η πολιτική αποκαθήλωσή του και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης
Ο σταδιακός εκδημοκρατισμός και η αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος της χώρας οδήγησαν σε αναταραχές σε πολλές από τις συνιστώσες Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης (π.χ. Αζερμπαϊτζάν, Γεωργία και Ουζμπεκιστάν) και σε προσπάθειες για την επίτευξη ανεξαρτησίας από άλλες (π.χ. Λιθουανία). Σε απάντηση, ο Γκορμπατσόφ χρησιμοποίησε το στρατό για να καταστείλει τις αιματηρές διεθνικές διαμάχες σε αρκετές από τις Δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας το 1989 – 1990, ενώ επινοήθηκαν συνταγματικοί μηχανισμοί που θα μπορούσαν να προβλέψουν τη νόμιμη αποχώρηση μιας Δημοκρατίας από την ΕΣΣΔ.
Με το ΚΚΣΕ να χάνει σταθερά το κύρος του, ο Γκορμπατσόφ επιτάχυνε τη μεταφορά εξουσιών από το κόμμα σε εκλεγμένους κυβερνητικούς θεσμούς. Τον Μάρτιο του 1990, το Συνέδριο των Αντιπροσώπων του Λαού τον εξέλεξε στη νεοσύστατη θέση του Προέδρου της ΕΣΣΔ, με εκτεταμένες εκτελεστικές εξουσίες. Ταυτόχρονα κατάργησε το συνταγματικά καθορισμένο μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας του ΚΚΣΕ και άνοιξε το δρόμο για τη νομιμοποίηση άλλων πολιτικών κομμάτων.
Ο Γκορμπατσόφ παρότι πέτυχε να διαλύσει τις ολοκληρωτικές δομές του σοβιετικού κράτους και να οδηγήσει τη χώρα του σε πορεία προς μία πραγματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εν τούτοις αποδείχθηκε λιγότερο πρόθυμος να απελευθερώσει τη σοβιετική οικονομία από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους και αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε αποφασιστική μετατόπιση προς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Επιδίωξε μάταια ένα συμβιβασμό μεταξύ αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων εναλλακτικών λύσεων κι έτσι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία συνέχισε να καταρρέει.
Ο Γκορμπατσόφ μπορεί να παρέμενε ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του προβληματικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά η αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησής του ήταν πλέον εμφανής. Αντιμέτωπος με την κατάρρευση της οικονομίας, την αυξανόμενη απογοήτευση των πολιτών και τη συνεχιζόμενη μετατόπιση της εξουσίας στις Δημοκρατίες, αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τους συντηρητικούς του κόμματος και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους στα τέλη του 1990.
Όμως, οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι σύμμαχοι. Ο Γκορμπατσόφ και η οικογένειά του κρατήθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό από τις 19 έως τις 21 Αυγούστου 1991, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου πραξικοπήματος, που ενορχηστρώθηκε από τους σκληροπυρηνικούς του κόμματος. Το πραξικόπημα κατέρρευσε από τη σκληρή αντίσταση του Προέδρου της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν και άλλων μεταρρυθμιστών που είχαν αναδειχθεί μέσα από την «γκλάσνοστ» και την «περεστρόικα».
Ο Γκορμπατσόφ ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά η θέση του είχε πλέον αποδυναμωθεί. Συμμαχώντας με τον Γέλτσιν, εγκατέλειψε το Κομμουνιστικό Κόμμα, διέλυσε την Κεντρική Επιτροπή του και υποστήριξε μέτρα για την απαγκίστρωση της KGB και των ενόπλων δυνάμεων από τον έλεγχο του ΚΚΣΕ. Επίσης, μετέφερε θεμελιώδεις εξουσίες στις Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης.
Τα γεγονότα όμως τον είχαν ξεπεράσει και η ρωσική κυβέρνηση υπό τον Μπόρις Γέλτσιν ανέλαβε την εξουσία από την καταρρέουσα Σοβιετική Ένωση και συμφώνησε με τις άλλες Δημοκρατίες να δημιουργήσουν μία νέα χαλαρή ένωση κρατών, την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από την προεδρία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έπαψε να υπάρχει την ίδια μέρα.